Εμπαιγμός για τους εργαζόμενους αποδείχνεται η μέχρι τώρα προφορική διαβούλευση μεταξύ των εκπροσώπων των εργοδοτικών οργανώσεων και της ΓΣΕΕ για το ύψος του κατώτατου μισθού, την ώρα που η κυβέρνηση φέρνει προς ψήφιση το νομοσχέδιο – έκτρωμα Χατζηδάκη, που έχει ως στόχο να ισοπεδώσει εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και να νομιμοποιήσει την εργασιακή «ζούγκλα» και την ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων.

Ας σημειωθεί πως στο κυβερνητικό νομοσχέδιο η κυβέρνηση ενσωματώνει τη διάταξη ότι «οι εθνικές συλλογικές συμβάσεις καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας». Πρόκειται για τη μνημονιακή διάταξη-δέσμευση του 2012 με την οποία ο κατώτατος μισθός δεν είναι πλέον αντικείμενο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΕΕ). Δεν είναι προϊόν, δηλαδή, ελεύθερης διαπραγμάτευσης της ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά καθορίζεται με μονομερή απόφαση που λαμβάνει η κυβέρνηση αφού «συμβουλευθεί» την άποψη της «διαβούλευσης» των «κοινωνικούς εταίρων».

Με αυτήν τη διάταξη έχει καθηλωθεί επί χρόνια ο κατώτατος μισθός. Στην τωρινή προφορική διαβούλευση οι ελληνικές εργοδοτικές οργανώσεις, όπως ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), αποφάνθηκαν ότι, λόγω των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας, δεν ενδείκνυται καμία αύξηση του κατώτατου μισθού. Να διατηρηθεί, δηλαδή, ο ίδιος βασικός μισθός που παραμένει «παγωμένος» από το Φεβρουάριο του 2019, ενώ υπολείπεται πάνω από 100 ευρώ σε σχέση με τον μισθό που οι κοινωνικοί εταίροι είχαν συνομολογήσει πριν από 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2011, δηλαδή τα 751 ευρώ, ενώ η χώρα είχε μπει στα μνημόνια.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη που υποσχόταν προεκλογικά «αύξηση του κατώτατου μισθού», ανέβαλε ήδη μία φορά πέρυσι την πραγματοποίηση των εξαγγελιών της, μεταθέτοντας τη συζήτηση για τον Ιανουάριο του 2021. Στη συνέχεια, η διαβούλευση έλαβε νέα μετάθεση για τον περασμένο Μάρτιο, ενώ έχουμε φτάσει ήδη στον Ιούνιο του 2021 και η συζήτηση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Τώρα όμως τη σκυτάλη την πήραν οι οργανώσεις των εργοδοτών που ζητούν εκ νέου «πάγωμα», με πρόσχημα την πανδημία του κορονοϊού. Τα κυβερνητικά επιτελεία, από την πλευρά τους, τηρούν σιγή ιχθύος, ενώ με διαρροές προς τον Τύπο ζητούν από τους εργαζόμενους να κρατούν «μικρό καλάθι», σε μια στιγμή που η οικονομική κατάστασή τους έχει υποστεί μεγάλη επιδείνωση.

Η στάση της ΓΣΕΕ

Στον αντίποδα, η ηγεσία ΓΣΕΕ – παρόλο που η συνδικαλιστική Συνομοσπονδία εμφανίζεται ως ο «μοναδικός» διαπραγματευτής στην προφορική διαβούλευση, ζητώντας ο κατώτατος μισθός να επανανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ – δεν πράττει το παραμικρό, προκειμένου να ενημερώσει τους εργαζόμενους για την υπόθεση του κατώτατου μισθού, όπως έχει κάνει και για το αντεργατικό νομοσχέδιο.

Ούτε φυσικά κινητοποιεί τα συνδικάτα για την κατάργηση της μνημονιακής διάταξης για τον κατώτατο μισθό, για τη διεκδίκηση της αύξησης του κατώτατου μισθού και της ελεύθερης διαπραγμάτευσής του μέσα από ΕΓΣΣΕ.

Σε ένα κρίσιμο για την εργατική ταξη ζήτημα, όπως αυτό του κατώτατου μισθού και μεροκάματου, που αποτελεί άλλωστε και κύρια αρμοδιότητά της, η γραφειοκρατική και απόλυτα υποταγμένη ηγεσία της ΓΣΕΕ επιλέγει να περιορίσει την όλη συζήτηση σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, στο πλαίσιο της προφο­ρικής διαβούλευσης με τους εργοδότες, παραβλέποντας τους εργαζόμενους.

Ο κατώτατος μισθός
στην Ελλάδα

Σήμερα, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε 650 ευρώ ή 558,22 ευρώ πληρωτέο ποσό στον εργαζόμενο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat το 2020 αναφορικά με τους μισθούς στα 27 κράτη της Ε.Ε., η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, η οποία εμφανίζει μειωμένο κατώτατο μισθό τον Ιανουάριο του 2020 συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2010, καταγράφοντας μάλιστα μείωση 12%

Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός των 739 ευρώ, το 2011 έγινε 751 ευρώ. Το 2012 μειώθηκε στα 586 ευρώ, ενώ στη συνέχεια ανήλθε στα 650 ευρώ.

Πρόκειται ουσιαστικά για ποσά – ψίχουλα που δεν φτάνουν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη δουλειά, προκειμένου να ανταπεξέλθουν οικονομικά.

Τέλος, να σημειωθεί ότι το 60% του ενδιάμεσου μισθού, που αποτελεί το όριο της σχετικής φτώχειας, διαμορφώνεται στα 758 ευρώ σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα πάνω από 658.000 άτομα αμείβονται με 400 ευρώ μικτά το μήνα (μερική απασχόληση, διαλείπουσα εργασία).