«…Απευθυνόμαστε σε όσους ψάχνουν αποκούμπι στη συλλογική οργάνωση και δράση του εργατικού και λαϊκού κινήματος… Είναι η ώρα τα συνδικάτα τα εργατικά κέντρα και οι ομοσπονδίες οι σύλλογοι, οι ενώσεις και οι φορείς του μαζικού λαϊκού κινήματος, να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της υπεράσπισης της ζωής μας».

Αυτά γράφτηκαν μεταξύ άλλων στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ προς τα σωματεία και τους μαζικούς φορείς με στόχο την οργάνωση της πανελλαδικής απεργίας στις 6 του Απρίλη. Απεργία η οποία προκηρύχθηκε μετά από 10 μήνες αδράνειας των μεγάλων συνομοσπονδιών της χώρας ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Σε αυτούς τους 10 μήνες, με τους εργαζόμενους να βρίσκονται αντιμέτωποι με την εφαρμογή του πιο αντεργατικού μέχρι τώρα νόμου, του νόμου Χατζηδάκη, οι παρατάξεις του ΠΑΜΕ στις συνδικαλιστικές οργανώσεις συμπορεύτηκαν πλήρως με τις ηγεσίες ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού από κοινού δεν κατέθεσαν απολύτως καμία πρόταση για πανεργατική πανελλαδική απεργία. Συγκεκριμένα στην ΑΔΕΔΥ δεν κατέβασαν καμία πρόταση ούτε για απεργία ούτε καν για να βγει έστω απόφαση καταδίκης του νόμου Χατζηδάκη.

Με το πρόσχημα της «πρόσθεσης δυνάμεων» η παράταξη του ΠΑΜΕ στην ΑΔΕΔΥ αρνήθηκε να υποστηρίξει πρόταση διεξαγωγής μαζικού αγώνα για την ανατροπή του νόμου Χατζηδάκη, με τη δικαιολογία ότι ….δεν κατοχύρωνε τη μέγιστη δυνατή συναίνεση των υπόλοιπων δυνάμεων της ΑΔΕΔΥ, δηλαδή των ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ!

Τελικά από κοινού συμφώνησαν στην προκήρυξη μίας 24ωρης απεργίας στις 6 Απρίλη, χωρίς κλιμάκωση, χωρίς καμία δέσμευση για συνέχιση. Αλλά και την ημέρα της απεργίας, δηλαδή την ημέρα που οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να ενώσουν τις δυνάμεις τους στο δρόμο, το ΠΑΜΕ, παρά τα λεγόμενά του ότι επεδίωκε «πρόσθεση δυνάμεων» για να υποστηρίξει απεργιακό αγώνα, καλούσε σε διαφορετική συγκέντρωση όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σε όλη την Ελλάδα, υπηρετώντας τελικά την γραμμή όχι πρόσθεσης αλλά αφαίρεσης και διάσπασης δυνάμεων. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και την Πρωτομαγιά, το ίδιο συμβαίνει χρόνια τώρα σε όλες τις απεργιακές συγκεντρώσεις, αφού το ΠΑΜΕ αρνείται να συμπορευτεί με τους «ξεπουλημένους», όπως λέει, ταυτίζοντας ουσιαστικά τους εργαζόμενους που συμμετέχουν στα καλέσματα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ με τις ηγεσίες, με τις οποίες βέβαια κανένα πρόβλημα δεν έχει να συμπορεύεται στη μη λήψη αποφάσεων, όπως συνέβη στην ΑΔΕΔΥ.

Παράλληλα οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ δεν αποσαφηνίζουν συγκεκριμένα τη στάση την οποία σκοπεύουν να τηρήσουν ως προς την εφαρμογή ή όχι του νόμου Χατζηδάκη στο ζήτημα των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών καθώς και της υποχρεωτικής καταχώρησης των σωματείων στο ΓΕΜΗΣΟΕ. Αυτά τα δύο ζητήματα απασχολούν και θα απασχολήσουν άμεσα τους εργαζόμενους, αφού αναμένεται η διεξαγωγή εκλογών σε πολλά σωματεία και ομοσπονδίες μεταξύ των οποίων και οι ομοσπονδίες εκπαιδευτικών. Καμία απόφαση και καμία πίεση δεν έχει ασκηθεί στις ηγεσίες του συνδικαλιστικού Κινήματος από τις «ταξικές» δυνάμεις και τα «ταξικά» σωματεία του ΠΑΜΕ με στόχο να ληφθεί κοινή απόφαση και κάλεσμα των εργαζομένων και όλων των σωματείων για τη μη εφαρμογή της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας σε συνελεύσεις και εκλογές σωματείων καθώς και του ηλεκτρονικού φακελώματος των μελών. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια απόφαση, το γεγονός ότι στις κεντρικές ανακοινώσεις του ΠΑΜΕ και στις ανακοινώσεις-καλέσματα των σωματείων που ελέγχονται από το ΠΑΜΕ, για την απεργία της 6ης Απρίλη καθώς και για την Πρωτομαγιά, δεν υπήρχε καν αναφορά στο νόμο Χατζηδάκη, προμηνύει τη στάση συμβιβασμού που σκοπεύουν να κρατήσουν αυτές οι δυνάμεις.

Όσο και αν το ΠΑΜΕ διατυμπανίζει ότι «είναι η ώρα που οι εργαζόμενοι τα συνδικάτα οι σύλλογοι και μαζικοί φορείς πρέπει να πάρουν την υπόθεση του αγώνα για την υπεράσπιση της ζωής στα χέρια τους», οι δυνάμεις του όχι απλά δεν υπηρετούν αλλά υπονομεύουν αυτήν την κατεύθυνση, αφού η συνδικαλιστική τακτική τους δεν ξεπερνά τα όρια της προκήρυξης μίας 24ωρης απεργίας που θα λειτουργήσει εκτονωτικά, δεν ξεπερνά τα όρια της ηττοπάθειας και του συμβιβασμού στη γραμμή που θέλει τον κόσμο να «μην τραβάει» και τελικά δεν ξεπερνάει τα όρια της συναίνεσης με τις ξεπουλημένες ηγεσίες με τις οποίες αρνούνται να βρεθούν στην ίδια πλατεία την ημέρα της απεργίας, δεν έχουν όμως κανένα πρόβλημα να συναινούν στα τραπέζια των συνδικαλιστικών συσκέψεων στη γραμμή της αδράνειας.

Μπορεί το ΠΑΜΕ να καλεί τους εργαζόμενους «να βρουν αποκούμπι και διέξοδο στην συλλογική οργάνωση και δράση του εργατικού κινήματος», όμως για να είναι ειλικρινές και να έχει αντίκρυσμα ένα τέτοιο κάλεσμα, κάθε συνδικαλιστική δύναμη που δρα σε αυτό -πόσο μάλλον όταν αναφέρεται στην αριστερά- οφείλει να υπηρετεί τη δημοκρατική λειτουργία των σωματείων, να έχει πίστη στη συλλογική δράση, να αποπνέει ήθος και αξίες που να εμπνέουν και να προκαλούν εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους μακριά από ρουσφέτια, συνδιαλλαγές, συμβιβασμό και νοθείες.
Η πρόσφατη καταγγελία σε βάρος της ΔΗΠΑΚ (της παράταξης δηλαδή του ΠΑΜΕ) για κλοπή έδρας από άλλη παράταξη στις εκλογές της ΟΕΝΓΕ έδειξε πως ούτε αυτή την κατεύθυνση υπηρετεί το ΠΑΜΕ, αλλά -αντίθετα- με την πρακτική του νοθεύει τις δημοκρατικές συνδικαλιστικές διαδικασίες συντελώντας στην απομάκρυνση των εργαζομένων από τα σωματεία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συμβαίνει και από τις κυρίαρχες παρατάξεις ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ.

Συγκεκριμένα η ΔΗΠΑΚ (ΠΑΜΕ) υποστήριξε ερμηνεία υπολογισμού της κατανομής των εδρών στο ΔΣ της ΟΕΝΓΕ με τέτοιο τρόπο ώστε να αφαιρεθεί μία έδρα από την «Συμπαράταξη Υγειονομικών» (ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) και να προσμετρηθεί στην παράταξη ΔΗΠΑΚ. Μάλιστα οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ για να δικαιολογήσουν την αντιδημοκρατική αυτή μεθόδευση χρησιμοποίησαν ως…. επιχείρημα(!) αντίστοιχη μεθόδευση της παράταξης του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στο σωματείο του Υπουργείου Πολιτισμού, την οποία τότε κατήγγειλε το ΠΑΜΕ! Με άλλα λόγια οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ αντιγράφουν πρακτικές των «ξεπουλημένων» και «συμβιβασμένων» παρατάξεων. Το αποτέλεσμα της αντιδημοκρατικής αυτής της μεθόδευσης δεν είναι ότι χάνεται μία έδρα από τους «ξεπουλημένους» και μεταφέρεται στους «ταξικούς» συνδικαλιστές, όπως θα ήθελαν ίσως να παρουσιάζουν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, αλλά η μετατροπή του σωματείου σε τσιφλίκι της εκάστοτε κυρίαρχης συνδικαλιστικής δύναμης, η αμαύρωση και το κουρέλιασμα των συλλογικών διαδικασιών και η εμπέδωση της νοθείας και της συνδιαλλαγής ως γενικό χαρακτηριστικό των συνδικαλιστικών δυνάμεων.

Σε συνθήκες εντεινόμενης επίθεσης στα εργασιακά και λαϊκά δικαιώματα, με τους εργαζόμενους να βρίσκονται αντιμέτωποι με την ακρίβεια, τα χαράτσια και τις περικοπές και με τον νόμο Χατζηδάκη να επιδιώκει την υπονόμευση της λειτουργίας των σωματείων με την επιβολή ενός ακόμα πιο ασφυκτικού κρατικού ελέγχου στον τρόπο λειτουργίας τους, η ΟΕΝΓΕ καταλήγει να σέρνεται στα δικαστήρια με ευθύνη των δυνάμεων του ΠΑΜΕ.

Κόντρα σε κάθε αντιδημοκρατική μεθόδευση και καταδικάζοντας τις δυνάμεις που ακολουθούν τέτοιες πρακτικές, κόντρα στη συνδικαλιστική τακτική του συμβιβασμού, της υπονόμευσης και της ηττοπάθειας που και το ΠΑΜΕ υπηρετεί, οι εργαζόμενοι να κάνουν ένα βήμα μπροστά να συσπειρωθούν στο σωματείο, να υπερασπιστούν τη δημοκρατική λειτουργία του, να ανακτήσουν την πίστη στη συλλογική δύναμη και την οργανωμένη συλλογική και συνδικαλιστική δράση. Γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουν να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους για αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς και ζωής κόντρα στην κυβερνητική πολιτική της ακρίβειας της ανεργίας και της φτώχειας, για την ανατροπή του νόμου Χατζηδάκη που επιδιώκει να βάλει ταφόπλακα στα σωματεία και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.