Ορισμένα συμπεράσματα από τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών
Με εμπιστοσύνη στη δύναμη του λαϊκού αγώνα, στη δύναμη των μαζών

Δεν υπάρχει τομέας της κοινωνικής ζωής όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην έχει δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση που πνίγει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.

Η πολιτική της κρατά την ανεργία και τη μισοανεργία (προσωρινή και μερική απασχόληση) σε θηριώδη ύψη και τους μισθούς στον πάτο, με μια υπόσχεση για μια εξευτελιστική αύξηση …2% από το 2022, την ίδια ώρα που οι τιμές στα βασικά αγαθά αυξάνονται με διψήφια ακόμα και τριψήφια ποσοστά! Η ακρίβεια σαρώνει και ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός εργαζόμενων και λαϊκών νοικοκυριών δηλώνουν οικονομική αδυναμία να πληρώσουν για να καλύψουν τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες τους και ακόμα περισσότερο τη βαριά φορολογία. Τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα αλέθονται από το νόμο Χατζηδάκη και, με βάση αυτόν, ένας μύλος δικαστικών αποφάσεων βγάζει σχεδόν κάθε απεργία παράνομη, όπως έγινε πρόσφατα με την απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών. Η αστυνομική καταστολή και βαρβαρότητα εντείνεται, με τελευταία κρούσματα τη δολοφονία από την αστυνομία του νεαρού Ρομά στο Πέραμα και τους ξυλοδαρμούς των ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας. Η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας με το κυβερνητικό πριόνισμα του δημόσιου συστήματος υγείας συσσωρεύει καθημερινά δεκάδες θανάτους.

Τα κυβερνητικά νομοθετήματα και μέτρα για τα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια έχουν δημιουργήσει τραγικές συνθήκες λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης και κλείνουν σε δεκάδες χιλιάδες νέους το δρόμο για τη μόρφωση. Η προκλητική κυβερνητική εγκατάλειψη της κρατικής κοινωνικής προστασίας έχει μετατρέψει χιλιάδες ανθρώπους και νοικοκυριά σε αβοήθητους πυρόπληκτους, πλημμυρόπληκτους και σεισμόπληκτους.

Αυτή η πιεστική κατάσταση αναπόφευκτα δυναμώνει τον κοινωνικό αναβρασμό για την κυβερνητική πολιτική και αποτελεί το υπόβαθρο που τροφοδότησε τις εργατικές, νεολαιίστικες, λαϊκές και δημοκρατικές κινητοποιήσεις που έγιναν από τις αρχές του φθινοπώρου.

Αν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδόθηκε και επιδίδεται σε μια επίμονη προπαγάνδα εξωραϊσμού των μέτρων της, καλλιέργειας ψεύτικων προσδοκιών αλλά και συκοφάντησης των εργατικών και λαϊκών αντιστάσεων, είναι γεγονός πως αυτή η προπαγάνδα της δεν κατάφερε,αυτήν την περίοδο,να ενεργοποιήσει το πολυχρησιμοποιημένο αντιδραστικό μέτρο του λεγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού». Δεν πέτυχε, δηλαδή, να επηρεάσει την κοινή γνώμη σε βαθμό που να τη στρέψει εχθρικά ενάντια στις αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες, με στόχο να τις απομονώσει κοινωνικά. Και αυτό είναι αξιοσημείωτο γιατί δείχνει τη φθορά που έχει υποστεί η κυβερνητική πολιτική και προπαγάνδα στην ευρύτερη κοινωνική συνείδηση αλλά και γιατί υποδηλώνει την έκφραση μιας κοινωνικής αλληλεγγύης που στρέφει το μέτωπό της ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.

Από την άλλη, η μαζικότητα που απέκτησαν ορισμένες από τις εργατοϋπαλληλικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις, όπως κι οι αντιφασιστικές διαδηλώσεις φανέρωσαν πως μέσα στο μαζικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας υπάρχουν ζωντανές αγωνιστικές δυνάμεις που ξεπερνούν την κυβερνητική τρομοκρατία και μπορούν να διευρυνθούν και να την ξεπεράσουν ακόμα περισσότερο, όσο αντιλαμβάνονται καλύτερα ποια είναι η ουσία και οι στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής, πέρα από τα περιβλήματά της. Όσο αντιλαμβάνονται τη δύναμη της συλλογικής, μαζικής κινητοποίησης που ενισχύει το αγωνιστικό πνεύμα αντιμετώπισης της κυβερνητικής πολιτικής.

Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για το ξεσκέπασμα και την αντίκρουση εκείνης της άποψης που προβάλλουν δυνάμεις που δρουν μέσα στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα και προσπαθούν να βρουν «άλλοθι» για την υποταγή και το συμβιβασμό τους με την κυβερνητική πολιτική, για την άρνησή τους να οργανώσουν και να στηρίξουν τον αντικυβερνητικό αγώνα, με τη δικαιολογία ότι ο κόσμος δήθεν δεν «ανταποκρίνεται» σε καλέσματα μαζικής κινητοποίησης και «δεν θέλει απεργία».

***

Σε αυτού του είδους τις δικαιολογίες μια αρκετά αποστομωτική απάντηση δίνει και η εξέλιξη της τελευταίας απεργίας-αποχής από την «αξιολόγηση» ενός μεγάλου κλάδου εργαζόμενων, των καθηγητών και δασκάλων στη δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η απεργία-αποχή σταμάτησε παρ’ όλο που σε αυτήν συμμετείχαν το 85 και 90% των εργαζόμενων στην εκπαίδευση. Γιατί και από ποιους τορπιλίστηκε αυτή η μαζική απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών;

Δεν ανακόπηκε, βέβαια, από τους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους εκπαιδευτικούς που πήραν μέρος με συντριπτικά ποσοστά στην απεργία-αποχή, προς διάψευση των φιλοκυβερνητικών και συμβιβασμένων συνδικαλιστικών παρατάξεων που επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό πως «δεν τραβάνε» οι εργαζόμενοι και γι’ αυτό δεν κηρύσσουν απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί, όταν προετοιμάστηκαν και κλήθηκαν να απεργήσουν για ένα σωστό αίτημα που τους έκφραζε, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα μαζικά. Και μάλιστα με το παραπάνω, με δεδομένο ότι αψήφησαν και το ειδικό νομοθέτημα της υπουργού Παιδείας που προέβλεπε ειδικές κυρώσεις-πειθαρχικές ποινές για όποιον συμμετείχε στην απεργία-αποχή.

Η επιτυχημένη απεργία ανατράπηκε από τις ηγεσίες των παρατάξεων που κυριαρχούν στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα, στις διοικήσεις των ομοσπονδιών των καθηγητών (ΟΛΜΕ) και δασκάλων (ΔΟΕ), όταν ήλθε η ώρα της αποφασιστικής αγωνιστικής αναμέτρησης με την κυβερνητική πολιτική. Όταν, δηλαδή, η κυβέρνηση χρησιμοποιώντας τα δικαστήρια και με μέσο τον αντισυνδικαλιστικο-απεργοκτόνο νόμο Χατζηδάκη έβγαλε την απεργία-αποχή των εκπαιδευτικών παράνομη. Τότε αντί, με δεδομένη τη μαζική συμμετοχή στην απεργία-αποχή, να δοθεί συνέχεια στον αγώνα, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να μιλούν για «περιφρούρηση της νομιμότητάς» του και να τον εκτρέπουν σε δρόμους δικαστικού «αγώνα».

Ταυτόχρονα αναπαρήγαγαν το κλίμα της τρομοκρατίας το οποίο επιθυμούσε η κυβέρνηση και μιλούσαν για τις κυρώσεις που θα υπάρξουν αν συνεχισθεί η απεργία-αποχή. Και όταν ο «αγώνας» των δικαστικών προσφυγών οδήγησε σε αδιέξοδο, μεθόδευσαν το «κλείσιμο» της απεργίας μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσουν και πραξικοπηματικές μεθόδους και συνδικαλιστικές μανούβρες (όπως έγινε στη γενική συνέλευση των προέδρων των σωματείων των καθηγητών, όπου εκπρόσωποι της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ διέστρεψαν αποφάσεις των ΕΛΜΕ τους) για να βάλουν τέλος στην απεργία-αποχή.

Γι’ αυτή την αρνητική εξέλιξη δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η παράταξη του ΠΑΜΕ, που απέφυγε να καλέσει σε συνέχιση της απεργίας και αποχής όταν βγήκε η αρχική δικαστική απόφαση που έβγαλε παράνομη την απεργία-αποχή, πράγμα που, τελικά, έκανε αφού είδε τη μαζική διαδήλωση και απεργία των εκπαιδευτικών στις 11/10 και οτι οι ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ θα τερμάτιζαν, ούτως ή άλλως, την απεργία, …οπότε έκανε νέο «λογαριασμό».

***

Η πολιτική των κυρίαρχων δυνάμεων στις ηγεσίες των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών, σε αντίθεση με αυτό που εξέφρασε η μαζικότατη απεργία-αποχή των καθηγητών και δασκάλων, «κρέμασε» τον αγώνα του κλάδου σπέρνοντας μέσα σε αυτόν ένα κλίμα αμηχανίας και απογοήτευσης. Ένα κλίμα που τραυμάτισε το αγωνιστικό πνεύμα που αναπτύχθηκε μέσα στους εργαζόμενους, ενώ εγκυμονεί τον κίνδυνο να τροφοδοτηθούν αρνητικές στάσεις απέναντι στη συνδικαλιστική δραστηριότητα και στη συμμετοχή των εργαζομένων στα σωματεία. Έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς αλλά και γενικότερα για το μαζικό κίνημα των εργαζομένων να βγουν σωστά συμπεράσματα και από αυτήν την εμπειρία όσον αφορά τη συνδικαλιστική πάλη και τους μελλοντικούς αγώνες.

Θα ήταν σοβαρό-τραγικό λάθος να να αποδοθεί γενικά στα σωματεία και στο συνδικαλισμό η ευθύνη για το σταμάτημα του αγώνα κατά της «αξιολόγησης», αντί να αποδοθεί η ευθύνη στις παρατάξεις που κυριαρχούν στη συνδικαλιστική οργάνωση των εκπαιδευτικών και που με την κυριαρχία τους καθόρισαν και το αποτέλεσμα του αγώνα. Εξίσου λάθος θα ήταν να εξαχθεί και το συμπέρασμα ότι δήθεν δεν μπορεί ο μαζικός αγώνας να δώσει αποτέλεσμα, παραβλέποντας ότι αυτός ο αγώνας δεν μπόρεσε να ξετυλιχθεί και να δείξει τη δύναμή του, γιατί τον τορπίλισαν οι παρατάξεις που είναι πλειοψηφία στις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών.

Το μόνο σωστό συμπέρασμα από τον αγώνα των εκπαιδευτικών, όπως και από άλλους αγώνες εργαζομένων που είχαν την ίδια τύχη, είναι πως για να μπορέσει να αναπτυχθεί ο εργατικός αγώνας και να έχει αίσια αποτελέσματα θα πρέπει όχι να απαξιωθούν τα συνδικάτα αλλά να επιδιωχθεί να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων μέσα σε αυτά, να ενισχυθούν οι ταξικές αγωνιστικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος στα συνδικαλιστικά όργανα και να αποδυναμωθεί και εκτοπισθεί η επιρροή των παρατάξεων της υποταγής και του συμβιβασμού με την κυβερνητική πολιτική και την εργοδοσία. Θα πρέπει όχι να απομακρυνθούν οι εργαζόμενοι από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά αντίθετα να πάρουν πιο μαζικά μέρος σε αυτές και να προσπαθήσουν να τις πάρουν από τα χέρια των παρατάξεων και των δυνάμεων που προδίδουν τα αιτήματά τους και τους αγώνες τους.