Ανάμεσα στις παγκόσμιες συμπληγάδες επιδιώκει να ελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και να αναδειχθεί ως ο τρίτος ισχυρός ιμπεριαλιστικός πόλος, σε μια περίοδο εσωτερικής κρίσης, οξυμένων διεθνών εντάσεων και εντεινόμενης ρευστότητας.

Την ώρα που επισημοποιήθηκε η σύνοδος κορυφής ΕΕ – Κίνας για τις 22 Ιουνίου, μέσω τηλεδιάσκεψης, οι επικεφαλής του γερμανο-γαλλικού άξονα με διαδοχικές δηλώσεις τους τονίζουν την ανάγκη ενίσχυσης του αυτόνομου ρόλου της ΕΕ μπροστά στις εντεινόμενες πιέσεις που ασκούν ΗΠΑ και Κίνα.

Σε πρόσφατο τηλεοπτικό του διάγγελμα ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμ. Μακρόν -ο οποίος εμφανίζεται πιο επιθετικός απέναντι την Κίνα- τόνισε ότι θα εργαστεί “για να χτίσει μια Ευρώπη λιγότερο εξαρτημένη από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες”. Πιο ξεκάθαρος ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπ. Λεμέρ, σε δηλώσεις του για τις δραματικές διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού, όπου αποκάλυψε ότι η “Ευρώπη ήταν πολύ κοντά στην καταστροφή”, είπε πως “η Ευρώπη πρέπει να τοποθετηθεί ως μια, οικονομικά και πολιτικά, ανεξάρτητη δύναμη απέναντι στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες”. Με αφορμή το σχέδιο της γαλλικής κυβέρνησης για επιδότηση ύψους 15 δισ. ευρώ των αεροναυτικών μονοπωλίων (Air France, Airbus, Thales, Safran, Dassault) ξεκαθάρισε πως: “Δεν σκοπεύουμε να είμαστε οι ηλίθιοι του χωριού. Σεβόμαστε τους διεθνείς κανόνες, αλλά σημειώνουμε ότι Αμερική και Κίνα προστατεύουν τις αεροναυτικές βιομηχανίες τους”.

Στην άλλη άκρη του άξονα, το Βερολίνο επιδιώκει από τη μια να κατοχυρώσει και να διευρύνει της γερμανο-κινεζικές οικονομικές σχέσεις, προστατεύοντας παράλληλα τον ηγεμονικό ρόλο των γερμανικών μονοπωλίων στην ΕΕ από την κινεζική διείσδυση, από την άλλη θέλει να αποκρούσει και να εξισορροπήσει τις ιδιαίτερα οξυμένες πιέσεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που απαιτεί απόλυτη στοίχιση στο αντι-κινεζικό μέτωπο που επιχειρεί να συγκροτήσει.

Πιέσεις που εκφράστηκαν για ακόμη μια φορά με την απειλή για αποχώρηση 9.500 Αμερικανών στρατιωτών από το γερμανικό έδαφος και ενδεχόμενη μεταφορά τους στην Πολωνία, κίνηση που βάζει φωτιά στο ΝΑΤΟ· επίσης με τα σχέδια των ΗΠΑ για διεύρυνση των κυρώσεων εναντίον του υπό κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η απειλή για αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων έγινε αμέσως μετά το ηχηρό όχι που είπε η Μέρκελ στην πρόσκληση Τραμπ για σύγκληση της συνόδου των G7 στην Ουάσιγκτον. Ειδικά για την εξέλιξη με τον αγωγό, το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών ανταπάντησε ότι “οι νέες κυρώσεις θα αποτελούσαν σοβαρή ανάμειξη στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και στην εθνική κυριαρχία των χωρών – μελών της ΕΕ”.

Ο πρώην σύμβουλος των κυβερνήσεων Μπους και Τραμπ, Κρίστιαν Ουάιτον, μέσω του δικτύου Fox News που στηρίζει την αμερικανική κυβέρνηση ανέφερε ότι: “Το Βερολίνο είναι επίσης στη λάθος πλευρά κατά τη μάχη του ελεύθερου κόσμου με την Κίνα. Το Σεπτέμβριο η Μέρκελ θα υποδεχθεί τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στη Λειψία για μια μεγάλη σύνοδο της ΕΕ. Σε συζητήσεις για την ατζέντα, η Μέρκελ αποφεύγει συστηματικά ερωτήσεις για ανθρώπινα δικαιώματα και την ξεδιάντροπη αρπαγή της εξουσίας στο Χονγκ Κονγκ”, υπενθυμίζοντας ότι η Γερμανία δεν έχει απαγορεύσει τη χρήση της Huawei στα δίκτυα 5G.

Η Α. Μέρκελ, η οποία από την 1η Ιουλίου αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ, επιδιώκει να αναθερμάνει την πολυσυζητημένη “επενδυτική συμφωνία” ΕΕ και Κίνας. Σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη που είχε με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ ζήτησε από το Πεκίνο “να ανοίξει την κινεζική αγορά και να μεταχειριστεί με δίκαιο τρόπο τις ξένες εταιρίες”.
Η Γερμανίδα καγκελάριος δήλωσε ακόμη πως θέλει ένα “ελεύθερο, πολυμερές και βασιζόμενο σε κανόνες εμπόριο καθώς και έναν ενισχυμένο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου” με την Κίνα, που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας, με το διμερές εμπόριο να αγγίζει το 2018 τα 200 δισ. ευρώ.

★★★

Η πολιτική του αυτόνομου “τρίτου δρόμου”, με όλες τις αντιφάσεις και τις παλινωδίες που επιθυμούν να ακολουθήσουν οι Βρυξέλες, καθορίζει πλέον τις σχέσεις με το Πεκίνο.
Την ώρα που ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής του ιμπεριαλιστικού οργανισμού Ζ. Μπορέλ, δήλωνε ότι η ΕΕ δεν θέλει να εμπλακεί σε ένα “ψυχρό πόλεμο” με την Κίνα, την ίδια στιγμή κατηγορούσε Ρωσία και Κίνα πως επιδίδονται σε “εκστρατεία παραπληροφόρησης” για την COVID 19, συμπλέοντας ουσιαστικά με τις αμερικανικές κατηγορίες. Τις δηλώσεις αυτές έκανε μάλιστα μετά την τηλεδιάσκεψη που είχε με τον Κινέζο Υπ Εξ, Ουάνγ Γι.

Πιο ξεκάθαρη η αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βέρα Γιούροβα, τόνισε πως “η Ρωσία και η Κίνα είναι πίσω από εκστρατείες παραπληροφόρησης εναντίον ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν στην ΕΕ για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της Covid-19. Διαθέτουμε αρκετές αποδείξεις”. Εκτόξευσε επίσης κατηγορίες προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις πως “είμαστε μάρτυρες μιας αύξησης σε αφηγήματα που υπονομεύουν τις δημοκρατίες μας και στην ουσία την απάντησή μας προς την κρίση”, στοχεύοντας στην αποδόμηση της “διπλωματίας της μάσκας” και του “δρόμου του μεταξιού” με άξονα την υγεία που επιδίδεται η Κίνα, ανοίγοντας διπλωματικά “προγεφυρώματα” σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Ζοσέπ Μπορέλ αποκάλυψε πως στην συζήτηση με τον Κινέζο υπουργό τέθηκαν και “σοβαρότερα” θέματα με κυριότερο την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ της Κίνας, που φαίνεται πως απασχολεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας δήλωσε πως έλαβε διαβεβαιώσεις ότι η Κίνα “δεν έχει στρατιωτικές φιλοδοξίες”. Υπογράμμισε ωστόσο ότι “τα λόγια μετρούν στη διπλωματία, αλλά τα γεγονότα μετρούν ίσως περισσότερο. Έχουμε πλήρη συνείδηση στην Ευρώπη πως η Κίνα αυξάνει τις στρατιωτικές της δαπάνες”. “Ένα πράγμα είναι αυτό που λένε οι Κινέζοι. Ένα άλλο είναι η γνώση μας των γεγονότων”, κατέληξε.

Οι δηλώσεις Μπορέλ έγιναν την ώρα που στην τηλεδιάσκεψη των υπουργών άμυνας των “27” της ΕΕ παρουσιαζόταν η κοινή πρόταση Βερολίνου και Παρισιού με στόχο την “Ενίσχυση της ικανότητας της Ευρώπης να δρα ως πάροχος και εγγυητής της ασφάλειας”. Σύμφωνα με όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, στο εσωτερικό αυτό έγγραφο αναφέρεται πως η ΕΕ οφείλει να αναλάβει άμεσα δράση εξαιτίας της “επιστροφής στο προσκήνιο του ανταγωνισμού ισχύος και των αντιπαραθέσεων, καθώς και της διαρκούς απειλής προς την διεθνή και βασισμένη σε κανόνες έννομη τάξη”, φωτογραφίζοντας το σύνολο των γεωπολιτικών ανταγωνιστών της.

★★★

Η στροφή στη στάση της ΕΕ ως προς την αντιμετώπιση των πιέσεων της ανερχόμενης Κίνας αλλά και την επιθετικότητα των, σε κρίση ηγεμονίας, ΗΠΑ εκφράζεται επιπλέον με σημαντικές κινήσεις προστατευτισμού της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς. Λίγο πριν την Ευρω-Κινεζική τηλεσύνοδο κορυφής, οι Βρυξέλες παρουσίασαν και έθεσαν σε διαβούλευση τη “Λευκή Βίβλο” για τις ξένες επενδύσεις στην ευρωπαϊκή αγορά, με στόχο την προστασία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στο πλαίσιο του εντεινόμενου αμερικανο-κινεζικού εμπορικού πόλεμου. Το σχέδιο αποσκοπεί κυρίως στον περιορισμό των εμπορικών φιλοδοξιών του Πεκίνου, αλλά και των μονοπωλίων των ΗΠΑ, Ρωσίας, που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.

Οι Βρυξέλες κατηγορούν “τρίτες χώρες” πως προβαίνουν σε επιδοτήσεις μονοπωλιακών ομίλων τους για να αποκτήσουν αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.

Η κίνηση αυτή γίνεται λίγες μέρες αφότου ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ο Γερμανός Μ. Βέμπερ, είχε καλέσει τις Βρυξέλες να βάλουν φρένο στο “κινέζικο ταξίδι για ψώνια”, υπονοώντας την προστασία από επιθετικές εξαγορές ευρωπαϊκών και δη γερμανικών επιχειρήσεων από κινεζικούς κολοσσούς.

Γίνεται επιπλέον στον απόηχο της ήττας της Κίνας σε μία σημαντική μάχη της με την ΕΕ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής αντιπαράθεσης, η Κίνα δεν κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως οικονομία της αγοράς από τον ΠΟΕ, γεγονός που θα ενίσχυε τη θέση της στις εμπορικές διαμάχες με τους ανταγωνιστές της.
Στο ίδιο κλίμα η ΕΕ, με μία πρωτοφανή απόφαση, επέβαλε δασμούς σε θυγατρικές εξαγωγικές εταιρίες κινεζικών συμφερόντων που εδρεύουν στην Αίγυπτο για αθέμιτο ανταγωνισμό. Η Αίγυπτος έχει συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΕ με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Έως σήμερα, αυτοί οι ευρωπαϊκοί δασμοί είχαν επικεντρωθεί μόνο στις επιδοτήσεις που παρέχονται από τη χώρα που εδρεύει η μητρική εταιρεία. Εν προκειμένω την Κίνα.

Η διαμάχη αφορούσε τις εισαγωγές υαλοϋφασμάτων από την Αίγυπτο στην ΕΕ, ένα βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται σε όλα, από ανεμογεννήτριες έως τον αθλητικό εξοπλισμό. Οι δύο αιγυπτιακές θυγατρικές εταιρείες εδρεύουν στη ζώνη οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας Κίνας – Αιγύπτου στο Σουέζ, η οποία αποτελεί μέρος το παγκόσμιου σχεδίου για οικονομική επέκταση της Κίνας “Μια ζώνη – Ένας δρόμος”.