Οργή, αγανάκτηση και πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων προκάλεσε η δολοφονία του 18χρονου Ρομά Νίκου Σαμπάνη την Παρασκευή 22 Οκτώβρη από επτά αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ. Οι εν λόγω αστυνομικοί, μετά από (αδικαιολόγητη) 35λεπτη καταδίωξη τριών νέων Ρομά που αρνήθηκαν να σταματήσουν για έλεγχο, γάζωσαν κυριολεκτικά το όχημα και τους επιβαίνοντες σε αυτό με 38 (!) σφαίρες, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενός και το θάνατο του άλλου. Ο τρίτος, 14 χρονών, που ήταν οδηγός του οχήματος, παρουσιάστηκε το μεσημέρι της Τετάρτης 27 Οκτώβρη στον ανακριτή για κατάθεση. Η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά «ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ» εξέδωσε ανακοίνωση διατυπώνοντας «δέκα ανοικτά και αμείλικτα ερωτήματα για τη δολοφονία του Ρομά στο Πέραμα…» που «…ζητούν άμεσες και ξεκάθαρες απαντήσεις από το επίσημο κράτος, το οποίο οφείλει να αποδώσει δικαιοσύνη χωρίς σκιές συγκάλυψης».

Απολύτως δικαιολογημένα, η υπόθεση έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων τόσο στις κοινότητες των Ελλήνων Ρομά, όσο και στην ελληνική κοινωνία ευρύτερα. Και δεν μπορεί παρά να αποτελεί πρόκληση για τα δημοκρατικά αισθήματα του λαού μας η εν ψυχρώ δολοφονία ενός νέου ανθρώπου από την αστυνομία, με μοναδική δικαιολογία πως οι τρεις άοπλοι νέοι οδηγούσαν κλεμμένο αυτοκίνητο και προσπάθησαν να διαφύγουν τον αστυνομικό έλεγχο. Η πρακτική απόληξη μιας τέτοιας συλλογιστικής είναι η νομιμοποίηση της χρήσης αιματηρής βίας και πυρομαχικών από τις αστυνομικές δυνάμεις σε συχνή και καθημερινή βάση. Στη βάση αυτή, στέκεται εντελώς έωλη η επιχειρηματολογία της υπεράσπισης των αστυνομικών, καθώς από τα μέχρι τώρα στοιχεία (35 λεπτά καταδίωξη μέσα στην πόλη, 38 σφαίρες -οι περισσότερες από τις οποίες πάνω στο όχημα και όχι στα λάστιχα) προκύπτει ότι η συγκεκριμένη δολοφονία είχε κίνητρα άλλα από την προστασία των πολιτών και της ιδιοκτησίας τους.

Και αν αποτελεί μια φορά πρόκληση η παρουσίαση του γεγονότος από τα ΜΜΕ, τα οποία αναπαρήγαγαν ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία ρατσιστικά σχόλια και υπονοούμενα για το ποιόν του 18χρονου Ρομά, ψευδείς ειδήσεις για την ηλικία του, καθώς τον παρουσίαζαν για 20χρονο, καλύπτοντας απροκάλυπτα το γεγονός πως ένας νέος άνθρωπος έχασε τη ζωή του από αστυνομικά πυρά, η στάση της πολιτικής ηγεσίας είναι αποκαλυπτική για τον αντιδημοκρατικό κατήφορο στον οποίο βαδίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ειδικότερα, ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, πριν καν συλλεχθούν τα στοιχεία, έσπευσε να δηλώσει στον ΣΚΑΪ πως «Το αυτοκίνητο που εμβολίζει θεωρείται φονικό όπλο, οπότε απολύτως δικαιολογείται η άμυνα των αστυνομικών». Παράλληλα, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος, σε μια προκλητική κίνηση, επισκέφτηκε τους επτά αστυνομικούς, δηλώνοντας πως «η κίνησή μου είχε αποκλειστικά ανθρώπινο και συμβολικό χαρακτήρα, για να στηρίξω ψυχικά νέους ανθρώπους που υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία».

Τα παραπάνω αποτελούν τρανταχτές αποδείξεις για το γεγονός πως η κυβέρνηση και τα προσκείμενα σε αυτήν ΜΜΕ επιχείρησαν από την πρώτη στιγμή να συγκαλύψουν τις ευθύνες τής αστυνομικής ηγεσίας και να «βγάλουν λάδι» τους επτά αστυνομικούς, να καλλιεργήσουν το ρατσιστικό μίσος απέναντι στους Ρομά -ενερ­γοποιώντας τον κοινωνικό αυτοματισμό- και εν τέλει να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση του λαού πως η αστυνομία μπορεί να αυθαιρετεί, να βιαιοπραγεί, ακόμη και να δολοφονεί, λαμβάνοντας την κυβερνητική στήριξη και κάλυψη.

Μάλιστα δεν είναι η πρώτη φορά που πράξεις δολοφονικής αστυνομικής βίας λαμβάνουν πλήρη υποστήριξη από το κράτος και τους μηχανισμούς του. Από το φοιτητή στη Θεσσαλονίκη που ξυλοκοπήθηκε από …ζαρντινιέρα (!) το 2006, τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, που -στις 6 Δεκέμβρη του 2008- η σφαίρα που τον έριξε νεκρό «εξοστρακίστηκε», τον Παύλο Φύσσα που σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων γράφτηκε πως σκοτώθηκε για το …ποδόσφαιρο (!), τον Ζακ Κωστόπουλο, που παρουσιάστηκε από μεσημεριανή εκπομπή με τον πιο εμετικό τρόπο σαν «ομοφυλόφιλος οροθετικός ληστής», για να δικαιολογηθεί η δολοφονία του καθώς και η συμμετοχή αστυνομικών σε αυτήν, μέχρι τις δεκάδες υποθέσεις αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, ξυλοδαρμού και εξευτελισμού αγωνιστών, μεταναστών και απλών ανθρώπων, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό -σωματικό και ψυχικό- πολλών εξ αυτών, τις περισσότερες φορές με μόνιμα χαρακτηριστικά. Σε όλες τις περιπτώσεις, η ίδια ακριβώς λογική: Το θύμα παρουσιάζεται ως θύτης, εγκληματίας, κουκουλοφόρος, ληστής κλπ, μετά τη φυσική του δολοφονία ακολουθεί ο διασυρμός του και η δολοφονία του χαρακτήρα του από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, η αστυνομία βρίσκεται πάντα σε άμυνα και εν τέλει η όποια πράξη της δικαιολογείται, ενώ πολλές φορές θεωρείται και αναγκαία.

Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου από την αστυνομία -που υποτίθεται πως πρέπει να «προστατεύει» τους πολίτες ακριβώς από τέτοια περιστατικά- έρχεται να προστεθεί στην αλυσίδα δεκάδων περιστατικών αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας το τελευταίο διάστημα. Τα περιστατικά αυτά πιστοποιούν πως η κρατική τρομοκρατία και καταστολή οξύνεται επικίνδυνα, με στόχο την καλλιέργεια φόβου στην κοινωνία, για να μπορεί η κυβέρνηση να περνά ανενόχλητη και χωρίς αντιδράσεις την αντιλαϊκή της πολιτική, αλλά και την καταστολή των λαϊκών αγώνων και κινητοποιήσεων. Ο μόνος που μπορεί να βάλει φραγμό στα αντιδημοκρατικά μέτρα, την κρατική καταστολή και την αστυνομική βία είναι το οργανωμένο μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα και οι φορείς του.

Αυτό είναι που έσπασε τις φασιστικές απαγορεύσεις στην περίοδο της καραντίνας, αυτό είναι που πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων τον νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, αυτό είναι που θα μπορέσει να χτίσει ένα πλατύ παλλαϊκό-πανεργατικό μέτωπο αντίστασης και πάλης απέναντι στην πολιτική της φτώχειας και της ακρίβειας, των απολύσεων και της ανεργίας, της τρομοκρατίας και της καταστολής.