Τις κατευθύνσεις μιας τέτοιας οδηγίας όπως ήταν η Οδ. 2003/88/ΕΚ, υπηρέτησαν οι κυβερνήσεις ΝΔ/ΠΑΣΟΚ/ΣΥΡΙΖΑ, ενσωματώνοντας σταδιακά στην εργατική νομοθεσία τις κατευθύνσεις για τη λεγόμενη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σε ένα άκρως αντεργατικό πλαίσιο. Τα κόμματα αυτά έχουν ψηφίσει μέχρι σήμερα 7 νόμους που αφορούν στην ουσία στην ελαστικοποίηση του ωραρίου. Ο νόμος που βρίσκεται σήμερα σε ισχύ είναι ο Ν.3986/2011 του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο διατήρησαν όπως ήταν φυσικό και οι επόμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα στην εφαρμογή της οδηγίας, καθώς ήταν η πρώτη που ανέλαβε να μεταφέρει το σύνολο της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, με τον Ν.4498/2017, ο οποίος έφερε τον τίτλο «Εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/88/ΕΚ» και αφορούσε στους νοσοκομειακούς γιατρούς. Ο συγκεκριμένος νόμος καθιέρωσε τις 48 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, με πενθήμερη εργασία, που όμως μπορούν να φτάσουν μέχρι και τις 60 ώρες, δηλαδή 12 ώρες την ημέρα. Δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα παρέκκλισης, με βάση την οποία επιτρέπεται η υπέρβαση ακόμη και των 12 ωρών εργασίας.

Η κατάργηση του οκταώρου όπως και συνολικά η ελαστικοποίηση του ωραρίου έχει δρομολογηθεί εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Όπως στην εν λόγω οδηγία, αλλά ομοίως και σε άλλες σχετικές που εκδίδονται βάσει συγκεκριμένου άρθρου της συνθήκης ίδρυσης Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τίθενται ξεκάθαρα οι στόχοι που εξυπηρετούν, όπως στην προκειμένη περίπτωση «η αποφυγή επιβολής διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων». Στόχος της οδηγίας δεν είναι άλλος από το να γενικεύσει την εφαρμογή της διευθέτησης ως ενός από τα βασικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή του το μεγάλο κεφάλαιο για να επεκτείνει τον απλήρωτο χρόνο της εργασίας. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνει και η Ερμηνευτική Ανακοίνωση (2017) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «αποσαφήνιση και εφαρμογή της Οδηγίας»: «Τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα στις παγκόσμιες αξιακές αλυσίδες με μεθόδους παραγωγής “τη στιγμή που χρειάζεται” (just-in-time) απαιτούν αυξημένη ευελιξία και συνεπάγονται, ενίοτε, εντατικοποίηση της εργασίας. Ως εκ τούτου, το μεταβαλλόμενο περιβάλλον εργασίας και οι ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις αναγνωρίζονται ως ο κύριος μοχλός αλλαγής στον κόσμο της εργασίας (…) Ταυτόχρονα, η ψηφιακή τεχνολογία ανοίγει τον δρόμο σε νέες δυνατότητες παρακολούθησης του χρόνου εργασίας».

Με βάση τα όσα η οδηγία προβλέπει ως «κανονικότητα», οι εργαζόμενοι εργάζονται ως και 13 ώρες συνεχόμενες, και ο εβδομαδιαίος χρόνος δουλειάς ανεβαίνει στις 48 ώρες κατά μέσο όρο, από τις 40. Ο μέσος όρος, δίνεται πλέον η δυνατότητα, να υπολογίζεται εντός 12μήνου, ξεχειλώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τα όρια εκμετάλλευσης, ενώ παράλληλα δεν απαιτείται η εβδομαδιαία ανάπαυση να χορηγείται την ίδια ημέρα της εβδομάδας σε μια περίοδο επτά ημερών, καταργώντας ουσιαστικά την αργία της Κυριακής. Τελικά, με βάση τα όσα προβλέπει η Οδηγία, «ενδέχεται οι ημέρες ανάπαυσης να διαφέρουν ανάλογα με τις σχετικές περιόδους, με αποτέλεσμα ενδεχομένως να οδηγούν σε συνεχείς περιόδους εργασίας διάρκειας έως 12 ημερών». Ενώ για να δώσει ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία στους εργοδότες, η οδηγία περιλαμβάνει σειρά παρεκκλίσεων, όπως εκείνη που προβλέπει ακόμα και την υπέρβαση του 48ωρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, με ατομική συναίνεση υποτίθεται του εργαζόμενου. Πρόκειται για τη λεγόμενη ρήτρα αυτοεξαίρεσης (opt out) που φέρνει τον εργαζόμενο μόνο του ενώπιον του εργοδότη και τον αναγκάζει με το φόβο της απόλυσης να δεχθεί να δουλέψει εξαντλητικά. Εδώ το «ταβάνι» είναι οι 13 ώρες εργασίας τη μέρα, που σημαίνει εργάσιμη βδομάδα 78 ωρών. Μια τέτοιου είδους παρέκκλιση αξιοποίησε άλλωστε και ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ.

Όλο το περιεχόμενο της οδηγίας και των ερμηνευτικών κειμένων που τη συνοδεύουν αποκαλύπτει ξεκάθαρα την επίθεση που έχει εξαπολύσει η ΕΕ στο ωράριο και τα δικαιώματα των εργαζομένων και μάλιστα, όπως περιγράφουν στα εισαγωγικά τους κείμενα, όλα αυτά γίνονται στο όνομα του εκσυγχρονισμού της εργατικής νομοθεσίας. Αυτό τον «εκσυγχρονισμό» υπηρετεί και η κυβέρνηση της ΝΔ σήμερα και αυτόν επικαλείται επιχειρηματολογώντας για το νομοσχέδιό της. Αυτό τον εκσυγχρονισμό επιδιώκει και επιζητά χρόνια τώρα το μεγάλο κεφάλαιο εγχώριο και ξένο. Θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, επιβάλλοντας συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν δεκαετίες πριν. Είναι στο χέρι των ίδιων των εργαζομένων να μην επιτρέψουν να επιβληθεί αυτή η οπισθοδρόμηση.