Σχόλιο του Γραφείου Τύπου του Μ-Λ ΚΚΕ

Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830) υπογράφτηκε από τις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830! Ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως «κυρίαρχο» και «ανεξάρτητο» κράτος.

Σήμερα, με βάση τις ιστορικές αναλογίες, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ καθορίζουν, όχι μόνο το πλαίσιο του 61ου γύρου των λεγόμενων διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που ανακοίνωσε το ελληνικό ΥΠΕΞ –μετά από πρόταση του Τσαβούσογλου- για τις 25 Γενάρη (υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα, εναέριο χώρο, αποστρατικοποίηση νησιών, καθεστώς νησίδων και βραχονησίδων, κέντρα εναέριας κυκλοφορίας (FIR) και δικαιοδοσία επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης και προφανώς και τη «δίκαιη λύση» του Κυπριακού στη βάση δύο χωριστών κρατών, την οποία θα αποκαλούν δήθεν «ομοσπονδία»), αλλά και το πλαίσιο του επικείμενου πολυμερούς «διαλόγου», με βάση τα συμφέροντά τους και εν μέρει και της Τουρκίας, η οποία επικύρωσε πλέον την παρουσία της σαν ισχυρή περιφερειακή δύναμη με τη στρατιωτική δράση της στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη, το Ναγκόρνο Καραμπάχ, την Κύπρο. Ήδη, ο Μητσοτάκης -στο πλαίσιο της επικοινωνιακής πολιτικής- ζητά από τον αρμόδιο για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας, Ζ. Μπορέλ, ένα πλήρες κείμενο για τις δήθεν «επιλογές» που έχει η ΕΕ στις σχέσεις της με την Τουρκία, ενώ είναι πασίγνωστες οι θέσεις που εξέφρασε το κοινοτικό ιερατείο κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής του Δεκέμβρη.

Προφανής στόχος των διερευνητικών επαφών είναι η άσκηση πιέσεων στην ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί όχι μόνο την «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, αλλά και αυτόν τον πολυμερή «διάλογο», με όλα τα θέματα της Ανατ. Μεσογείου ανοιχτά. Αυτό φάνηκε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, με την απόρριψη της ελληνικής πρότασης για το πλαίσιο διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας με μοναδικό θέμα την υφαλοκρηπίδα (θυμίζουμε τη θέση Μητσοτάκη για «πλήρη κυριαρχία» στα 6, αντί για 12 μίλια) και τις ΑΟΖ, την παράβλεψη των παλαιότερων «δεσμεύσεων» της ΕΕ, την αθέτηση των κυρώσεων κατά της Άγκυρας και τέλος την πρόσκληση της Τουρκίας για συνολικές διαπραγματεύσεις γύρω από τα καυτά ζητήματα της Ανατ. Μεσογείου.

Από την πλευρά του ο Ερντογάν, ως προς τις επικείμενες διερευνητικές συνομιλίες, προκαλεί με τις… «ειρηνοποιές» προθέσεις του: «…Πρέπει να μετατρέψουμε την Ανατολική Μεσόγειο από πεδίο ανταγωνισμού σε λεκάνη συνεργασίας που θα εξυπηρετεί τα μακροχρόνια συμφέροντά μας. Είμαστε αντίθετοι στις προσπάθειες περιορισμού της χώρας μας στις ακτές της με βάση μαξιμαλιστικούς χάρτες που δεν έχουν καμία εγκυρότητα. Προσκαλούμε την Ελλάδα να εγκαταλείψει αυτές τις δραστηριότητες που θα αυξήσουν κι άλλο τις εντάσεις. Οι διερευνητικές συνομιλίες που θα αρχίσουν στις 25 Ιανουαρίου, ελπίζουμε ότι θα εγκαινιάσουν μια νέα εποχή»!

Μετά την «ευόδωση» των διερευνητικών Ελλάδας-Τουρκίας, οι ιμπεριαλιστές υιοθετούν -ουσιαστικά- την πρόταση Ερντογάν για την έναρξη του «διαλόγου», χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή (δηλ. της εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης), θα έχει γίνει ένα ακόμη βήμα ενδοτισμού από την κυβέρνηση της Δεξιάς, καθώς, μετά από ένα τέτοιο «διάλογο» επί πολλών θεμάτων, ακόμα και ένας επόμενος, επίσημος, απ’ ευθείας ελληνοτουρκικός «διάλογος» ή ακόμα και η προσφυγή στη Χάγη θα αθροίζουν ένα σύνολο τουρκικών απαιτήσεων που θα επιμεριστούν αναλόγως, με προφανή κερδισμένο την Τουρκία.

Εξάλλου, η πρόσφατη τηλεδιάσκεψη (9/01) της προέδρου της Κομισιόν και του Ζ. Μπορέλ με τον Ερντογάν είχε σαν βασικό αντικείμενο τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής του Δεκέμβρη και ειδικότερα τις εξελίξεις στην Ανατ. Μεσόγειο, στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της ΕΕ με τις ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, καθώς και τους τρόπους περαιτέρω ανάπτυξης των ευρω-τουρκικών σχέσεων και τις περιφερειακές εξελίξεις. Ο Τούρκος πρόεδρος, ξεχνώντας τις προηγούμενες απαξιωτικές τοποθετήσεις του, υποστήριξε ότι η ΕΕ αποτελεί θέμα προτεραιότητας για την Τουρκία και ότι πρέπει να επαναληφθούν οι τακτικές ευρω- τουρκικές Σύνοδοι (sic). Παράλληλα, η Άγκυρα εκφράζει (μέσω του CNN) την πρόθεσή της να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, προβάλλοντας ταυτόχρονα τις διεκδικήσεις της, τόσο στη Β. Συρία και το Ιράκ, όσο και την αντιμετώπιση των «τρομοκρατικών οργανώσεων» όπως το ΡΚΚ, YPG κλπ. Ως προς το θέμα των S-400, δηλώνει πως «οι Ένοπλες Δυνάμεις θα αποφασίσουν πότε θα υπάρξει αναγκαιότητα χρήσης τους».

Μέσα από όλο αυτό το σκηνικό των τουρκικών διαβουλεύσεων, το γκρίζο σύννεφο των τουρκικών διεκδικήσεων και της συνεκμετάλλευσης των πόρων, σκεπάζει όλο και ευρύτερες περιοχές του Αιγαίου, ενώ οι διεκδικήσεις για τη «γαλάζια πατρίδα» επεκτείνονται σε Μ. Ανατολή, Βαλκάνια και Υπερδνειστερία. Είναι ηλίου φαεινότερο πως η κυβέρνηση, με τις διαρκείς υποχωρήσεις, σύρεται προς μία κατεύθυνση όπου επανέρχεται όλο και πιο επιτακτικά το φάντασμα της αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λοζάνης, ως προϋπόθεση για τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες.

Μέχρι στιγμής, η πολιτική της υποτέλειας και του ενδοτισμού, που εκφράζεται με τη διαρκή επίκληση των ξένων προστατών για την εγγύηση της εθνικής κυριαρχίας, τις γονυκλισίες και τα παρακάλια σε ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ, αποδεικνύει ότι μόνο σε νέες τραγωδίες μπορεί να οδηγήσουν το λαό και τον τόπο, αφού η προμετωπίδα της «εθνικής κυριαρχίας», απ’ αυτούς που ξεπούλησαν το λαό και τον τόπο στους ιμπεριαλιστές, μετατρέπεται σε μία εθνικιστική, ακροδεξιά, πατριδοκάπηλη προπαγάνδα κατά των «Τούρκων», ανακατεύοντας την τούρκικη αστική τάξη με ένα λαό που δεν έχει τίποτα να χωρίσει με το δικό μας.

Είναι γεγονός πως το εθνικοανεξαρτησιακό ζήτημα στη χώρα μας, το οποίο ξεπούλησαν τόσο η αστοτσιφλικάδικη όσο και -αργότερα- η μεγαλοαστική τάξη, επιφορτίστηκε να εκπληρώσει το πρωτοπόρο κόμμα της εργατικής τάξης. Το επαναστατικό ΚΚΕ είχε πάντοτε στην προμετωπίδα του το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, το ενέκρινε σε όλα τα Συνέδριά του (3ο/1927, 4ο/1928, 5ο/1934, 6ο/1935, 7ο/1945), το έκανε πράξη με την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, το επέβαλλε σαν λαϊκή γραμμή πάλης στην απολογία Μπελογιάννη (1952) κλπ, κλπ. Παράλληλα, αποκάλυψε τον κάλπικο εθνικισμό τον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό και την πατριδοκαπηλεία της ξενόδουλης μεγαλοαστικής τάξης, συνδέοντας διαλεκτικά την ταξική πάλη με την εθνική ανεξαρτησία, σαν ένα αναπόσπαστο σύνολο.

Η ξενόδουλη πολιτική δεν μπορεί παρά να δημιουργεί ανησυχία και αποστροφή σε μεγάλη μερίδα των λαϊκών στρωμάτων, όσο κι αν το τεράστιο ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας επιχειρείται από τα ρεβιζιονιστικά και ρεφορμιστικά κόμματα της Αριστεράς να χαθεί μέσα στην… αλληλεξάρτηση των κρατών, με το γνωστό αλαλούμ της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, ή σαν απαίτηση -για κάποιους- μιας γενικής και αόριστης «ανεξαρτησίας».

13-1-2021
Γραφείο Τύπου του Μ-Λ ΚΚΕ