Η κυβέρνηση συνεχίζει το ακούραστο έργο τής νομοθέτησης κατασταλτικών μέτρων με νέο νομοσχέδιο (έκτο κατά σειρά τα τελευταία πέντε χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας), το οποίο φέρνει εκτεταμένες αντιδραστικές αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες. Βασική κατεύθυνση του νομοσχεδίου είναι η περαιτέρω ενίσχυση της καταστολής, η συρρίκνωση εγγυήσεων και δικαιωμάτων κατηγορούμενων και η θέσπιση νέων ταξικών εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαστική προστασία.

Ειδικότερα, το νομοσχέδιο προβλέπει μία συνολική αυστηροποίηση των ποινών με αύξηση των ανώτατων και των κατώτατων ορίων, με την μετατροπή τής αναστολής της ποινής στα πλημμελήματα από κανόνα σε εξαίρεση ακόμα για ποινές άνω του ενός έτους, ενώ θεσπίζει μία σειρά από νέα αδικήματα. Η αυστηροποίηση αυτή των ποινών είναι βέβαιο ότι στοχεύει και θα αξιοποιηθεί για την καταστολή και τρομοκράτηση του εργατολαϊκού κινήματος, αφού -με το νέο πλαίσιο ποινών και αναστολής- «εγκλήματα» που φορτώνονται συνδικαλιστές και διαδηλωτές, όπως ενδεικτικά η παρεμπόδιση εργασίας μη απεργών, η αντίσταση κατά της αρχής κ.ά., θα μπορούν να καταλήγουν σε πραγματική έκτιση ποινής στη φυλακή. Η στόχευση του νομοσχεδίου στους λαϊκούς αγώνες αποδεικνύεται και από το νέο αδίκημα για τη «Διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων», το οποίο φωτογραφίζει τις κινητοποιήσεις των υγειονομικών. Ιδιαίτερα ενδεικτικές της σκοπιμότητας της κυβέρνησης είναι οι τροποποιήσεις που αφορούν τους εμπρησμούς δασών (ενδεικτικά ποινικοποιείται ακόμα και η κατοχή πρόσφορων για φωτιά αντικειμένων(!)), οι οποίες έρχονται να αποτελέσουν στήριγμα του αφηγήματος της κυβέρνησης περί «εμπρηστών» που ευθύνονται για τις φωτιές το καλοκαίρι, ώστε να αφαιρεθούν από το κάδρο οι δικές της ευθύνες για την παντελή ένδεια του κρατικού μηχανισμού σε εξοπλισμό και μέτρα δασοπροστασίας.

Ταυτόχρονα, στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας απαλείφονται μία σειρά από διαδικασίες προωθώντας «Fast Track» παραπομπές στα δικαστήρια, αλλά και θεμελιώδεις εγγυήσεις στο σημείο όπου οι εισαγγελικές αρχές σε πληθώρα περιπτώσεων δεν θα υποχρεούνται καν σε ειδική αιτιολόγηση των πράξεών τους. Οι μονομελείς συνθέσεις (ένας μόνο δικαστής) επεκτείνονται σε σοβαρά αδικήματα και περιορίζεται το δικαίωμα έφεσης κατά πρωτοβάθμιων δικαστικών αποφάσεων. Ακόμη, προσβάλλεται η αμεσότητα της ποινικής δίκης όπου μάρτυρες θα δύνανται να «τηλε-εξεταστούν», ενώ οι αστυνομικοί θα εξαιρούνται από την εξέταση στο ακροατήριο (όπου περνάνε τη βάσανο των ερωτήσεων και πολλάκις έχουν ανατραπεί/απαξιωθεί οι καταθέσεις τους) και θα αναγιγνώσκεται απλώς η προανακριτική κατάθεσή τους.

Παράλληλα, προβλέπεται σημαντική αύξηση διάφορων παραβόλων, τα οποία θέτουν νέα οικονομικά εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, σε βαθμό που καθίσταται απαγορευτική για τους οικονομικά ασθενέστερους, αποδεικνύοντας την εισπρακτική σκοπιμότητα της κυβέρνησης, αλλά και την όρθωση νέων ταξικών φραγμών στην πρόσβαση σε δικαστική προστασία.

Η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο αυτό, αυστηροποιώντας τις ποινές, «νίπτει τας χείρας της» για όλο το κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της περιθωριοποίησης πάνω στο οποίο η εγκληματικότητα γεννιέται και συντηρείται και το οποίο είναι αποτέλεσμα της ίδιας της αντιλαϊκής πολιτικής της και «παίζει μπάλα» στο γνώριμο παιχνίδι της καταστολής και της αφαίρεσης δικαιωμάτων. Η βασική στόχευσή της είναι να αποπροσανατολίσει το λαό από τους πραγματικούς υπαιτίους για την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αποδίδοντας τις ευθύνες στην «εγκληματικότητα», η οποία χρειάζεται απλώς μεγαλύτερες ποινές για να «φοβηθεί».
Πρόκειται για ένα αντιλαϊκό και αντιδραστικό νομοσχέδιο, το οποίο πρέπει να βρει απέναντί του όλο το λαό.