Αν λάμβανε κανείς υπόψη τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις στη Βρετανία, που καταγράφουν ισχυρό προβάδισμα των Συντηρητικών έναντι των Εργατικών, τότε το αποτέλεσμα των εκλογών της 12ης Δεκεμβρίου θα έπρεπε να θεωρείται προδιαγεγραμμένο υπέρ των Τόρις.
Τόσο όμως το εκλογικό σύστημα (πλειοψηφικό με μονοεδρικές περιφέρειες), όπου δεν αποκλείεται ακόμη και το ενδεχόμενο το πρώτο κόμμα σε ποσοστά να έχει λιγότερες έδρες από το δεύτερο, όσο και το βασικό διακύβευμα των εκλογών που θέτουν τα δυο κόμματα (;eγκριση της συμφωνίας για το Brexit από τους Συντηρητικούς – Τερματισμός της λιτότητας από τους Εργατικούς), καθιστούν ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα την κατάληξη της εκλογικής διαδικασίας.
Συνυπολογίζοντας επίσης το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν τάση μείωσης της ψαλίδας, μεταξύ των δύο βασικών μονομάχων, αν και η διαφορά αγγίζει τις δέκα μονάδες, αλλά και την παράδοση που υπάρχει στη Βρετανία αυτές να πέφτουν έξω, ιδιαίτερα στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, όλοι αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την αποτύπωση των εκλογικών συσχετισμών στην Βουλή των Κοινοτήτων και το αν αυτοί θα ξεκλειδώσουν ή όχι την έγκριση της συμφωνίας για το Brexit.
Ο Τζόνσον ενισχυμένος από την “άτυπη” συμφωνία με τον Φάρατζ χρειάζεται απόλυτη πλειοψηφία, γύρω στις 320 έδρες (το ιρλανδικό Sin Fein κατεβαίνει στις εκλογές, αλλά δεν παίρνει τις έδρες του στη Βουλή) για να προχωρήσει στην έξοδο από την Ε.Ε. στην βάση της συμφωνίας που εξασφάλισε. Από την μεριά του ο Κόρμπιν χρειάζεται γύρω στις 270 έδρες, γιατί το πιθανότερο είναι να εξασφαλίσει την κυβερνητική συνεργασία ή την ανοχή του Σκοτσέζικου Εθνικού Κόμματος, των Ουαλών και πιθανώς των Φιλελευθέρων, που θα του δώσουν τις επιπλέον έδρες που χρειάζεται.
Έχοντας αυτούς τους στόχους τα επιτελεία των κομμάτων χαράσσουν την προεκλογική τακτική τους. Οι Τόρις, μετά και την απόφαση του κόμματος του Brexit να μην κατεβάσει υποψήφιους σε περιοχές όπου εκλέγονται παραδοσιακά βουλευτές των Συντηρητικών, αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη στο στρατόπεδο των οπαδών του Brexit, χωρίς να λείπουν οι φωνές που τους καταλογίζουν ότι η συμφωνία που εξασφάλισε ο Τζόνσον είναι “Brexit μόνο κατ’ όνομα”.
Δημοσιεύματα κάνουν αναφορά σε ένα καινούργιο νεολογισμό, το Brino (Brexit in name only), αφού ακόμη και αν ο Τζόνσον εξασφαλίσει την έγκριση της συμφωνίας που έχει υπογράψει με τις Βρυξέλλες, θα πρέπει να ακολουθήσουν σκληρές διαπραγματεύσεις για την εμπορική συμφωνία που θα διέπει τις σχέσεις των δύο πλευρών, οι οποίες πιθανό να κρατήσουν ακόμη και χρόνια. Παρά το γεγονός ότι ο Τζόνσον διατείνεται ότι αυτή η διαδικασία θα έχει ολοκληρωθεί εντός του 2020, η μέχρι σήμερα πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών επιτρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι.
Όσο θα διαρκούν οι διαπραγματεύσεις η Βρετανία -και ενώ θα έχει τυπικά αποχωρήσει από την ΕΕ- θα παραμένει στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση και θα συνεχίζει να πληρώνει το μερίδιό της στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Με βάση το σκεπτικό αυτό η νέα επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και με βάση τη νέα συμφωνία κάλεσε την κυβέρνηση του Λονδίνου, θέτοντας συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, να διορίσει Βρετανό Επίτροπο στη νέα Επιτροπή. Δέχθηκε όμως τη ρητή άρνηση του Μπ. Τζόνσον με το σκεπτικό ότι δεν γίνονται διορισμοί αξιωματούχων στο εξωτερικό κατά την προεκλογική περίοδο. Το θέμα όμως παραμένει ανοιχτό όσο δεν ολοκληρώνεται η διαδικασία του Brexit, με κίνδυνο να μπλοκάρει η λειτουργία της Κομισιόν, αφού προκύπτουν ερωτήματα για την νομιμότητα του ορισμού του Κολεγίου των 27 (αντί για 28) Επιτρόπων, όσο παραμένει κενή η θέση του Βρετανού Επιτρόπου.
Ο Τζόνσον, παρουσιάζοντας το εκλογικό μανιφέστο των Συντηρητικών τόνισε ότι “θα φέρουμε εις πέρας το Brexit” ένα σύνθημα που επαναλαμβάνει μονότονα σε κάθε δημόσια τοποθέτησή του. Συμπλήρωσε ότι δεν θα παρατείνει την εφαρμογή του Brexit πέραν του Δεκεμβρίου του 2020, καθώς “θα διαπραγματευτούμε μια εμπορική συμφωνία του χρόνου, μία συμφωνία που θα ενισχύσει την Ένωσή μας” .
Κλείνοντας το μάτι στην μεγαλοαστική τάξη υποσχέθηκε πως, όταν ολοκληρωθεί το Brexit, θα αποκαταστήσει την “επιχειρηματική εμπιστοσύνη” και θα απελευθερώσει, ένα “τσουνάμι επενδύσεων” με περικοπές φόρων και δημοσίων δαπανών ύψους 23,5 δισεκατομμυρίων λιρών για το διάστημα 2020-2024.
Από τη μεριά τους οι Εργατικοί, που κατηγορούν τον Τζόνσον ότι θέλει να βγάλει τη Βρετανία από την Ε.Ε. για να τη μετατρέψει σε παγκόσμια πρωταθλήτρια των χαμηλών φόρων για τους πολύ πλούσιους και του θατσερισμού στην πιο ακραία μορφή του, εμφανίζονται διχασμένοι γύρω από το ζήτημα του Brexit. Έτσι προσπαθούν να μεταφέρουν την προεκλογική συζήτηση στο γήπεδο της κοινωνικής πολιτικής και της οικονομίας.
Αποτυπώνοντας τα αδιέξοδα του άγριου θατσερικού νεοφιλελευθερισμού, που εφαρμόστηκε επί δεκαετίες από όλες τις κυβερνήσεις, τόσο των Συντηρητικών όσο και των Εργατικών, ο Κόρμπιν παρουσίασε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα κεϋνσιανού τύπου, με στόχο την αναστήλωση του βρετανικού ιμπεριαλισμού από τα συντρίμμια της καπιταλιστικής κρίσης και την εκτόνωση των οξυμένων κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων.
Το μανιφέστο του Κόρμπιν περιγράφηκε από αναλυτές ως η πιο “αριστερή” εκλογική διακήρυξη του κόμματος τα τελευταία 45 χρόνια. Ο ίδιος το ονόμασε το μανιφέστο της ελπίδας, “ένα ριζοσπαστικό μανιφέστο” για το οποίο δήλωσε περήφανος, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με τον Φρ. Ρούσβελτ και την προσπάθειά του να βγάλει τις ΗΠΑ από τη μεγάλη κρίση του 1929. Σε αυτό προβλέπονται κρατικοποιήσεις στους σιδηροδρόμους, την υδροδότηση, την ενέργεια και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, καθώς και ο τερματισμός της ιδιωτικοποίησης του εθνικού συστήματος υγείας (NHS).
Ο ηγέτης των Εργατικών υποσχέθηκε επίσης να καταργήσει τα δίδακτρα και να θεσπίσει έναν “πραγματικό μισθό”, της τάξεως των 10 στερλινών την ώρα, ενώ δεσμεύθηκε για τη δημιουργία ενός εκατομμυρίου “πράσινων” θέσεων εργασίας, με φορολόγηση -με 11 δις στερλίνες- των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση. Επίσης εξήγγειλε την ανέγερση 150.000 εργατικών κατοικιών αξίας 75 δισ. λιρών, στο πλαίσιο ενός από τα μεγαλύτερα κατασκευαστικά προγράμματα της χώρας εδώ και δεκαετίες.
Στο μέτωπο του Brexit, ο Κόρμπιν υποστήριξε ότι εντός τριών μηνών θα διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση μία νέα συμφωνία, η οποία δεν θα αφήσει τη Βρετανία “στο έλεος του Ντόναλντ Τραμπ” αποτυπώνοντας για ακόμη μια φορά τις σκληρές ενδοαστικές αντιθέσεις, για την μελλοντική πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο βρετανικός ιμπεριαλισμός.
Τη συμφωνία αυτή θα θέσει στη συνέχεια στην ψήφο του βρετανικού λαού μαζί με το ερώτημα της παραμονής στην ΕΕ και το αποτέλεσμα θα είναι νομικά δεσμευτικό για την κυβέρνηση. Ο ίδιος θα παραμείνει ουδέτερος σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Ο ηγέτης των Εργατικών οξύνοντας την άντι-Τραμπ ρητορική του θέλει επίσης να υποδαυλίσει την αντιπάθεια που έχει ο βρετανικός λαός για τον Αμερικανό πρόεδρο, ταυτίζοντάς τον παράλληλα με τον Μπ. Τζόνσον.