Ύστερα από την ψήφιση του νέου αντεργατικού εκτρώματος από την κυβέρνηση της ΝΔ, χρειάζεται να σταθούμε στην πολιτική που υιοθέτησε η ηγεσία του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ όλο αυτό το διάστημα της απεργιακής μάχης ενάντια στο νέο νόμο.

Πλήρως αποκαλυπτική αυτής της πολιτικής ήταν και η στάση του απέναντι στην απεργία στις 3/6 μετά την απόφαση της ΓΣΕΕ για απεργία στις 10/6. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ, αφού υποτίθεται κατακεραύνωσαν την ηγεσία της ΓΣΕΕ για την επαίσχυντη απόφασή της, τελικά συντάχθηκαν με αυτήν, με αυτούς δηλαδή που πριν λίγο ονόμαζαν συνδικαλιστική μαφία, στηρίζοντας ταυτόχρονα την κατάπτυστη απόφαση της ΑΔΕΔΥ και του ΕΚΑ για ματαίωση της ήδη αποφασισμένης απεργίας στις 3/6. Ακόμα παραπέρα μάλιστα, το ΠΑΜΕ στοίχισε τα 500 -και βάλε- συνδικάτα που ελέγχει πίσω από αυτή του τη στάση, υποχρεώνοντάς τα να αλλάξουν άρον-άρον τις αποφάσεις τους, εκθέτοντας τα μέλη του που «οργώνουν τους χώρους δουλειάς για την προετοιμασία της απεργίας στις 3/6», όπως μας πληροφορούσε ο «Ρ» μέχρι και τις 30/5.

Για να βγουν από το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν και προσπαθώντας να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα σε μια σειρά από χώρους, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την απόφασή τους αυτή λέγοντας πώς δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για να συμμετέχει ο κόσμος σε δύο συνεχόμενες απεργίες. Αυτοί δηλαδή, που κατά τα άλλα κλίνουν την κλιμάκωση του αγώνα σε όλες τις πτώσεις και δεν σηκώνουν μύγα στο αγωνιστικό σπαθί τους, τώρα -κάτω από την ηττοπαθή λογική που τους χαρακτηρίζει- υιοθετούν ακόμα και την επιχειρηματολογία του Παναγόπουλου, ότι δήθεν «δεν τραβάει ο κόσμος», όπως πολλές φορές ο ίδιος έχει πει για να δικαιολογήσει την αδράνεια της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και τη φιλοκυβερνητική στάση της. Και βέβαια, στην κατεύθυνση αυτή, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ σε μια σειρά από πρωτοβάθμια σωματεία αρνήθηκαν να στηρίξουν προτάσεις για στάσεις εργασίας και διεξαγωγής συγκέντρωσης την Πέμπτη 3/6, την ημέρα δηλαδή που αρχικά είχε αποφασιστεί από ΕΚΑ και ΑΔΕΔΥ να είναι ημέρα απεργίας.

Μετά την υπονομευτική στάση του ΠΑΜΕ στην απεργία της 3ης του Ιούνη η ηγεσία του ΚΚΕ γύρισε το νόμισμα από την άλλη μεριά σηκώνοντας τους τόνους απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και το αντεργατικό νομοσχέδιο, πλειοδοτώντας «αγωνιστικά», προειδοποιώντας την κυβέρνηση «να μην τολμήσει να ψηφίσει το νέο νομοσχέδιο». Θέλησε με αυτόν τον τρόπο να ξεπλύνει τη στάση που κράτησε στις 3/6. Στελέχη τους μάλιστα με αρθρογραφία τους στο «Ριζοσπάστη», ο οποίος κατά τα άλλα κάνει συνεχώς λόγω για κλιμάκωση του αγώνα, δήλωναν ότι «το κρίσιμο σε αυτή τη φάση δεν είναι η ημερομηνία αλλά η ανάγκη πανεργατικής απεργίας».

Ακόμα πιο άθλια υπήρξε η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην απεργία της ΠΕΝΕΝ, η οποία παρέμεινε στην αρχική της απόφαση για απεργία στις 3/6 και αντιμετώπισε αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς από την κυβέρνηση και το εφοπλιστικό κεφάλαιο με την ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού και την ποινικοποίηση της απεργίας. Οι αθλιότητες με τις οποίες επιτίθενται στελέχη του ΠΑΜΕ στην ΠΕΝΕΝ, καταγγέλλοντάς την για «τυχοδιωκτικά παιχνίδια», επιχαίροντας για την τελική υποχώρηση του ναυτεργατικού συνδικάτου κάτω από τις αφόρητες πιέσεις που δέχθηκε, δίνοντας μάλιστα και μαθήματα για το πόσο «σκληρή ταξική αναμέτρηση είναι η απεργία», αποτελούν πραγματικό βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης και του εφοπλιστικού κεφαλαίου, αποτελούν τελικά -σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία- πολύτιμες υπηρεσίες στην κλιμακούμενη κατασυκοφάντηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

***

Στην πραγματικότητα όμως η στάση αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου και είναι χαρακτηριστική για την πολιτική που ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της καραντίνας. Όσο κι αν τώρα το ΚΚΕ εμφανίζεται -είτε μέσα από δηλώσεις και ομιλίες του γ.γ. Δ. Κουτσούμπα, είτε ακόμα και μέσα από τις θέσεις του 21ου συνεδρίου του- ότι τάχα είναι η μόνη δύναμη που εναντιώθηκε στη γραμμή του «θα λογαριαστούμε μετά την πανδημία», η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.

Το ΚΚΕ στην αρχή της πανδημίας συστρατεύτηκε κανονικά στο κάλεσμα της «εθνικής ενότητας» του Μητσοτάκη προσφέροντας τις χειρότερες υπηρεσίες στο εργατολαϊκό κίνημα. Το καλύτερο που είχε να επιδείξει ήταν οι «συμβολικές κινητοποιήσεις» του στις οποίες συμμετείχαν μερικές δεκάδες στελέχη του και για τις οποίες δεν καλούσε και δεν μάθαινε ποτέ κανείς δημόσια πού και πότε θα γίνουν. Η στάση του αυτή επιβεβαιώθηκε σε μια σειρά από κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη χρονιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πρωτομαγιά του 2020 με τις θεαματικές επιδείξεις «υπεύθυνης δύναμης» μπροστά στο Κοινοβούλιο, με τις μεζούρες στο χέρι και τα αυτοκόλλητα στην άσφαλτο, προχωρώντας σε επιδείξεις νομιμοφροσύνης προς όσα επιτάσσει η κυβέρνηση και η αστική τάξη. Γι’ αυτή τη στάση τους, μάλιστα, εισέπραξαν για άλλη μια φορά τα εύσημα, όχι από τον κόσμο της εργασίας αλλά από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά πρακτορεία -εγχώρια και διεθνή- και από όλους αυτούς που με άλλοθι και πρόσχημα την πανδημία επιχείρησαν να σπείρουν το φόβο στο λαό μας για να σαρώσουν λαϊκές και εργατικές κατακτήσεις και δικαιώματα. Την ίδια ακριβώς στάση ακολούθησαν και στο Πολυτεχνείο, ενώ ακόμα πιο ξεκάθαρη ήταν η στάση τους στην απεργία των ΑΔΕΔΥ και του ΕΚΑ, όπου το ΠΑΜΕ ήταν άφαντο από την απεργιακή συγκέντρωση που πραγματοποίησαν μια σειρά πρωτοβάθμια σωματεία στην πλατεία Κοραή, ζωσμένη από παντού από τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής. Κάτω από τη γενική γραμμή της «υπεύθυνης στάσης» που χάραξε η ηγεσία του ΚΚΕ, της προσαρμογής και της υποταγής δηλαδή στην τρομοκρατική κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ αρνήθηκαν και καταψήφισαν παντού την πρόταση για την πραγματοποίηση συλλαλητηρίων στην Αθήνα στις 26/11. Την ίδια στάση άρνησης απεργιακών κινητοποιήσεων κράτησαν οι εκπρόσωποί του στα συνδικάτα και μπροστά στην ψήφιση του αντιλαϊκού προϋπολογισμού το Δεκέμβρη του 2020.
Με τον ίδιο τρόπο στάθηκαν και οι δυνάμεις του ΚΚΕ (ΜΑΣ) μέσα στα πανεπιστήμια την πρώτη περίοδο των φοιτητικών κινητοποιήσεων ενάντια στο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Οι δυνάμεις του ΜΑΣ εμφανίζονταν στις πρώτες κινητοποιήσεις δια αντιπροσώπων, με μερικές δεκάδες μέλη, πιστές στη γραμμή των συμβολικών κινητοποιήσεων και του «μετά θα λογαριαστούμε». Μόνο ύστερα από την μαζικοποίηση του αγώνα του φοιτητικού κινήματος έσπευσαν να καλέσουν τον κόσμο στο δρόμο, προσαρμόζοντας οπορτουνιστικά τη στάση τους. Και σε αυτήν την περίπτωση ακόμα πάντως δεν στήριξαν ποτέ αληθινά τη γραμμή για διεξαγωγή μαζικών γενικών συνελεύσεων και κεντρικών διαδηλώσεων, αλλά αντίθετα κήρυξαν από κοινού με τα ΕΑΑΚ την αναστολή του αγώνα του φοιτητικού κινήματος.

***

Σήμερα, η ηγεσία του ΚΚΕ συνεχίζει να βαδίζει στον ίδιο ρεφορμιστικό δρόμο που βάδισε όλο το προηγούμενο διάστημα. Μπροστά στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη οι προτάσεις του ήταν ένα κράμα αριστερού και δεξιού οπορτουνισμού που από τη μια έβαζε εργατικά συνδικάτα που ελέγχει να καταθέσουν «Πρόταση νόμου» ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, την οποία προσπαθούσε να παρουσιάσει σαν «απάντηση στο νομοσχέδιο έκτρωμα της κυβέρνησης», μετατρέποντας τα σωματεία σε όργανα για την υλοποίηση των δικών του κοινοβουλευτικών ελιγμών, σπέρνοντας ταυτόχρονα κοινοβουλευτικές αυταπάτες, ενώ από την άλλη με την βαρύγδουπη πανελλαδική του καμπάνια ανέφερε πως «Η εκμετάλλευση δεν “διευθετείται”, ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ», επαναφέροντας την γνωστή κούφια αντικαπιταλιστική φλυαρία της ηγεσίας του ΚΚΕ, λες και ο στόχος που μπαίνει αυτή τη στιγμή στο κίνημα προς υλοποίηση είναι αυτός της κατάργησης της εκμετάλλευσης. Πρόκειται για την παλιά και μπαγιάτικη συνταγή της «λαϊκής εξουσίας» που βλέπει τη λύση όλων των προβλημάτων των εργαζομένων σε ένα αόριστο και ακαθόριστο ρόδινο μέλλον και που στην ουσία δραπετεύει από τη σημερινή δύσκολη πραγματικότητα και υπονομεύει την άμεση πάλη των εργαζομένων για την απόκρουση της αντιλαϊκής επίθεσης.

Όποια μορφή κι αν πήρε η πολιτική του ΚΚΕ όλο αυτό το διάστημα, στον πυρήνα της βρίσκεται η έλλειψη πίστης στη δύναμη του λαϊκού αγώνα. Όσο κι αν η ηγεσία του μετά την άθλια στάση της στις 3/6 σήκωσε δημαγωγικά τους «αγωνιστικούς» τόνους, τίποτα δεν μπορεί να συγκαλύψει την οπορτουνιστική της πολιτική και την υπονομευτική της στάση, όχι μόνο στην πρόσφατη μάχη ενάντια στο νόμο Χατζηδάκη, αλλά συνολικά σε όλη την περίοδο της πανδημίας.