Προ των πυλών βρίσκεται το νέο αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο που έχει ετοιμάσει η κυβέρνηση της ΝΔ. Στόχος του νομοσχεδίου είναι η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα στην απαλλαγή του κράτους από το «βάρος» χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης.

Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, οι εργαζόμενοι θα έχουν την “επιλογή” να μην καταβάλλουν πλέον τις εισφορές για την επικουρική σύνταξη στο κράτος, αλλά να «επενδύουν» σε ασφαλιστικές εταιρείες έχοντας να διαλέξουν μεταξύ «πακέτων» υψηλού, μέσου ή χαμηλού ρίσκου για τη λήψη σύνταξης. Έτσι ανοίγει το δρόμο στις ασφαλιστικές εταιρείες που θα λυμαίνονται τις εισφορές των εργαζομένων, με αβέβαιο το τελικό ποσό που θα εισπράττουν ως επικουρική σύνταξη ή και αν θα εισπράξουν σύνταξη, γιατί δεν πρέπει να διαφεύγουν οι περιπτώσεις των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών που τινάχτηκαν στον αέρα και οι ασφαλισμένοι έχασαν όλα τους τα χρήματα, όπως η ASPIS στην εγχώρια αγορά, ή αντίστοιχα ασφαλιστικοί κολοσσοί των ΗΠΑ.

Το κυβερνητικό νομοσχέδιο ξεκάθαρα υπηρετεί την ικανοποίηση της βασικής στόχευσης παγκοσμίως των τραπεζοασφαλιστικών και επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία επενδύουν στην απαξίωση του δημόσιου συστήματος ασφάλισης, για να μπορούν μέσα από ιδιωτικά συστήματα ασφάλισης να βάλουν χέρι στις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τα κέρδη τους, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για ένα σύστημα που οι ασφαλισμένοι θα ξέρουν τι εισφορές θα δίνουν, αλλά δεν θα ξέρουν αν και πόση σύνταξη θα πάρουν.

Αυτή την πραγματικότητα που θα επιφέρει το νέο αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο, τα κυβερνητικά παπαγαλάκια την εμφανίζουν με παραπλανητικούς τίτλους του τύπου «αύξηση συντάξεων και ανταπόδοσης, μείωση εισφορών». Πρόκειται για δημαγωγικά τεχνάσματα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση στην προσπάθεια παραπλάνησης της κοινής γνώμης, με την προκλητική στήριξη των ΜΜΕ, που εμφανίζουν το νομοσχέδιο που έρχεται ως ευκαιρία για αυξήσεις δήθεν στις συντάξεις. Αυξήσεις που είναι αμφίβολο αν ισχύσουν, αλλά κι αν ναι, αυτό θα συμβεί μετά από 30-35 χρόνια.

Στα τεχνάσματά της, επίσης, συμπεριλαμβάνεται και η γνωστή τακτική της κινδυνολογίας. Έτσι στη φάση αυτή προβάλλεται με έμφαση ο δημογραφικός κίνδυνος, με αξιοποίηση μάλιστα στοιχείων από «έγκριτες μελέτες», όπως του ομότιμου καθ. του Παντείου, Σ. Ρομπόλη, που προσδιορίζει την επιβάρυνση του ασφαλιστικού εξαιτίας του δημογραφικού στα 49,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2065. Μάλιστα, καθώς μέχρι τότε το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται, επιδίδοντας εμμέσως πλην σαφώς ευθύνες στην αύξηση των ετών που ζούμε, εκτιμά ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα επιβαρυνθεί κατά την περίοδο 2017-2065, κατά 49,4 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως, εφόσον δεν βρεθούν πόροι για τη χρηματοδότηση της επιβάρυνσης αυτής του ασφαλιστικού συστήματος, για την αντιστάθμιση του ελλείμματος απαιτούνται εφιαλτικά μέτρα, όπως η μείωση των συντάξεων κατά 30%, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 73 έτη έως το 2060, η αύξηση των εισφορών για την κύρια σύνταξη από 20% που είναι σήμερα σε 27% (δηλαδή αύξηση κατά 35%) και στην επικουρική από 6% σε 8,1%.

Στα ίδια πλαίσια καλλιέργειας κλίματος κινδυνολογίας κινείται και η δημοσίευση στον αστικό τύπο ακόμη και μελέτης για το πώς επιδρά η επικράτηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης στο ασφαλιστικό σύστημα. Σε αυτή λοιπόν εκτιμάται ότι οι ετήσιες απώλειες εισφορών λόγω της πλήρους κυριαρχίας των ελαστικών μορφών απασχόλησης φθάνουν τα 2,5 δισ. ευρώ και η εξέλιξη των στοιχείων της αγοράς εργασίας δείχνει ότι τα επόμενα χρόνια η εικόνα θα επιδεινωθεί. Το ποσό αυτό μέχρι το έτος 2055 φθάνει τα 65,6 δισ. ευρώ, 48 δισ. ευρώ από την κύρια σύνταξη και 17,6 δισ. από την επικουρική σύνταξη. Αυτό κι αν δεν είναι προκλητικό επιχείρημα. Αντί λοιπόν, από αυτή τη διαπίστωση να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η κυβέρνηση θεωρεί ότι καλώς υπάρχουν αυτές οι σχέσεις και, αφού λειτουργούν σε βάρος του ασφαλιστικού, η “λύση” είναι να το ιδιωτικοποήσει…