Αντιιμπεριαλιστικός αγώνας του λαού ενάντια
στην εξάρτηση, τον εθνικισμό και τον πόλεμο

Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την τελευταία δεκαετία επηρεάστηκαν σοβαρά από δυο βασικούς παράγοντες.Πρώτο, από την εξασθένηση της θέσης της Ελλάδας στην περιοχή, μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και την υπαγωγή της κάτω από διεθνή έλεγχο και επιτήρηση με τα ιμπεριαλιστικά Μνημόνια, που στένεψαν ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες της ντόπιας άρχουσας τάξης να ανταγωνιστεί και να αντιμετωπίσει τις κλιμακούμενες πιέσεις και τους εκβιασμούς της επεκτατικής πολιτικής της άρχουσας τάξης της Τουρκίας.

Και δεύτερο, από την ισχυροποίηση της Τουρκίας σε όλους τους τομείς, την ανάδειξή της σε μεσαίας κλίμακας περιφερειακή οικονομική και στρατιωτική δύναμη στην περιοχή της M. Ανατολής, του Καυκάσου και των Βαλκανίων, γεγονός που επισφραγίστηκε με την ένταξή της στους G-20 και τη δυνατότητά της, χωρίς να ξεφεύγει από τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις, να ελίσσεται μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και να αξιοποιεί τις αντιθέσεις τους, με βάση τη γενική δύναμη που διαθέτει και τη δεσπόζουσα γεωστρατηγική θέση που κατέχει.

 Κλιμακώνοντας τώρα τις επιθετικές της κινήσεις η ηγεσία του τουρκικού κράτους, ύστερα από την εισβολή στη Βόρεια Συρία με το πράσινο φως ΗΠΑ-Ρωσίας και τη δημιουργία προτεκτοράτου στα εκεί κατεχόμενα, και ενεργώντας με την πεποίθηση ότι αποτελεί μια ηγεμονική περιφερειακή δύναμη που επηρεάζει και διαμορφώνει τις εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής, βάζει σε εφαρμογή τα σχέδιά της για τη «γαλάζια πατρίδα». Οριοθέτησε τις θαλάσσιες ζώνες με τη Λιβύη, ανακηρύσσοντας τις ΑΟΖ και ενώνοντας τα παράλια των δυο χωρών με ένα τεράστιο θαλάσσιο διάδρομο, που τεμαχίζει την Ανατολική Μεσόγειο και αναγορεύει την Τουρκία σε δραγουμάνο της, αποκλείει την Ελλάδα από όλη την νοτιανατολική θαλάσσια περιοχή, που εκτείνεται πέρα από τα νησιά της τα οποία αγνοεί εντελώς, και έτσι καταπατά ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και δημιουργεί νέα τετελεσμένα για να επιβάλει ντε φάκτο τις επεκτατικές διεκδικήσεις της.

Ταυτόχρονα προχώρησε στην υπογραφή στρατιωτικής συμφωνίας με τη Λιβύη και η τουρκική εθνοσυνέλευση ψήφισε εσπευσμένα εντολή για αποστολή στρατιωτικής δύναμης στη χώρα, που ξεκίνησε κιόλας η μεταφορά της σύμφωνα με ανακοίνωση του Ερντογάν. Έτσι επιχειρεί η Άγκυρα να ε­πέμβει στρατιωτικά και να επηρεάσει την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη σπαρασσόμενη από εμφύλιο πόλεμο χώρα, να θωρακίσει στρατιωτικά τη συμφωνία για τις ΑΟΖ στηρίζοντας πολιτικο-στρατιωτικά το σύμμαχό της, καθώς η κατάσταση στη Λιβύη είναι κρίσιμη και μπορεί η κυβέρνηση να ανατραπεί και μαζί της να ναυαγήσει και η συμφωνία.

Μετατροπή της χώρας σε πολεμικό ορμητήριο των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται καθοριστικά από τα συμφέροντα και τις παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τον ανταγωνισμό τους για τον έλεγχο πάνω στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, που προσλαμβάνει τώρα οξύτατη μορφή λόγω της διαμάχης που ξέσπασε για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου, τους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου, τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών των χωρών της περιοχής, τη συμφωνία Τουρκίας- Λιβύης και την πρόσφατη δολοφονική επίθεση των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν που απειλεί να βυθίσει την περιοχή σε ένα νέο πόλεμο πολύ πιο καταστροφικό από αυτούς που εξαπέλυσε τις προηγούμενες δεκαετίες ενάντια στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία.

Τόσο διαχρονικά, όσο και μπροστά στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε με την επιθετική κίνηση της Τουρκίας και την εξαγγελία της για γεωτρήσεις νότια της Κρήτης, ποια πολιτική εφάρμοσαν και συνεχίζουν να εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, πριν του ΠΑΣΟΚ , του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα πάλι η κυβέρνηση της ΝΔ;

Η ελληνική ολιγαρχία και οι κυβερνήσεις της, διαχρονικά, από την κρίση στα Ίμια το 1996, το «ευχαριστώ στους αμερικάνους» και την παραδοχή των «γκρίζων ζωνών», την αποφυγή επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και το casus belli της Τουρκίας το 1995, την άτακτη φυγάδευση των S-300 στην Κρήτη, τη συμφωνία της Μαδρίτης και την αναγνώριση των τουρκικών «ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο», τη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι το 1999 και την ανάληψη της υποχρέωσης να διευθετηθούν οι «συνοριακές και άλλες συναφείς διαφορές», έχουν επιλέξει το ρόλο του πειθήνιου διεκπεραιωτή των αμερικανονατοϊκών συμφερόντων εμπλέκοντας την Ελλάδα στους επιθετικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για να αποκτήσουν την εύνοια και την προστασία τους, και ταυτόχρονα ακολουθούν μια πολιτική κατευνασμού και υποχωρήσεων μπροστά στις επεκτατικές διεκδικήσεις της τουρκικής ολιγαρχίας.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και η σημερινή της ΝΔ, ενεργώντας σαν όργανο των ξένων αφεντικών τους, έκαναν τη χώρα ένα κανονικό «μεντεσέ» των αμερικανών, τη μετέτρεψαν σε ένα απέραντο στρατόπεδο και πολεμικό ορμητήριο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για την προώθηση των επεμβατικών σχεδίων τους στην περιοχή, ευελπιστώντας να αποκτήσουν τη στήριξή τους στον ανταγωνισμό με την αστική τάξη της Τουρκίας. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής για να εξισορροπήσουν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς της Άγκυρας, προχώρησαν στην αμερικανόπνευστη «στρατηγική συμμαχία» με το σιωνιστικό Ισραήλ και το φασιστικό καθεστώς της Αιγύπτου, εμπλέκοντας με τυχοδιωκτικό τρόπο τη χώρα μας στη φιλοπόλεμη πολιτική των ΗΠΑ και του ισραηλινού σιωνισμού και θέτοντας σε μεγάλους κινδύνους το λαό μας. Έτσι η ντόπια μεγαλοαστική τάξη και οι κυβερνήσεις της πίστεψαν τα τελευταία χρόνια πως θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τα προβλήματα στις αμερικανο-τουρκικές και τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, προκειμένου να διεκδικήσουν ουσιαστικότερο ρόλο και μερίδιο στην περιοχή, να φρενάρουν τις επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας, ακόμη και να τη «στριμώξουν» στον καθορισμό των ΑΟΖ και να περιορίσουν την έκταση της «γαλάζιας πατρίδας», με το απατηλό όνειρο μιας ελληνο-κυπριακής ΑΟΖ ανάμεσα στην Κρήτη και την Κύπρο.

Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινήθηκε και η κυβέρνηση της Κύπρου, ποντάροντας στην ίδια αμερικανοστήριχτη «στρατηγική συμμαχία», προσφέροντας τον πλούτο της και αναζητώντας προστασία από αυτούς που ευθύνονται για την τραγωδία της και τα πολύχρονα δεινά της, για να βρεθεί τώρα ξανά έκθετη και μόνη, μπροστά στους ωμούς εκβιασμούς της Τουρκίας που καταπατά βάναυσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, αχρηστεύοντας την ΑΟΖ της και απειλώντας την, είτε με ένα νέο 1974, είτε με μια «λύση» του κυπριακού προβλήματος ίδια και χειρότερη από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν.

Τώρα μπροστά στην τουρκο-λιβυκή συμφωνία που τινάζει στον αέρα τα σχέδια επί χάρτου και τις μύχιες σκέψεις των ντόπιων κυρίαρχων δυνάμεων, η κυβέρνηση της ΝΔ και όλο το αστικό πολιτικό σύστημα τρέχουν πανικόβλητοι, κάνουν σπασμωδικές κινήσεις, ικετεύουν τα ξένα αφεντικά τους, εναποθέτοντας τη «διευθέτηση» της ελληνοτουρκικής κρίσης στην «υψηλή εποπτεία» των αμερικανονατοϊκών συμμάχων τους. Σε αυτούς προστρέχει ο Μητσοτάκης. Στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Στον Τραμπ που επισκέφτηκε προχθές και στους ευρωπαίους ηγέτες που θα επισκεφτεί τις επόμενες ημέρες για να ζητήσει βοήθεια και στήριξη, σαν «αναγνώριση» των υπηρεσιών που τους προσφέρουν οι «αξιόπιστοι σύμμαχοί τους ». Σε ρόλο αξιοθρήνητων κομπάρσων, όπως φάνηκε στην Ουάσιγκτον, τους εκλιπαρούν και εισπράττουν αμφίσημες δηλώσεις και υπεκφυγές, ανέξοδες υποσχέσεις και δηλώσεις «συμπαράστασης», σε μια πολυαναμενόμενη επίσκεψη «υψηλών προσδοκιών», που εξελίχθηκε σε φιάσκο. Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ τηρούν, στην πραγματικότητα, στάση «ίσων αποστάσεων», αν δεν ενθαρρύνουν κατά καιρούς τον τουρκικό επεκτατισμό, και δεν διακινδυνεύουν τις σχέσεις τους με την «κρίσιμης» γεωπολιτικής σημασίας Τουρκία.

Ταυτόχρονα η κυβέρνηση με τη στήριξη των ξένων προστατών της, προχώρησε στη σύναψη συμφωνίας με το Ισραήλ και την Κύπρο για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο -δια μέσου της Κύπρου και της Ελλάδας- στις αγορές της Ευρώπης. Η συμφωνία αυτή που υπογράφτηκε με τυμπανοκρουσίες πριν λίγες μέρες στην Αθήνα, εμφανίστηκε σαν απάντηση στο μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης που υποτίθεται το ακυρώνει, καθώς θα διασχίζει υποθαλάσσια τις ΑΟΖ τους. Ενώ βέβαια η τουρκολυβική συμφωνία μπορεί άμεσα να μπει σε εφαρμογή με την αποστολή γεωτρύπανων που θα καταπατήσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, η συμφωνία για τον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου προς το παρόν καμιά πρακτική σημασία δεν έχει, αφού πρόκειται για σχέδιο επί χάρτου, θα απαιτηθούν τεράστια ποσά και απροσδιόριστος χρόνος για την κατασκευή του και, το σπουδαιότερο, πρόκειται για έργο με τεράστιες τεχνικές δυσκολίες που το καθιστούν ασύμφορο οικονομικά σε σχέση με τις άλλες εναλλακτικές λύσεις που προτείνονται (όπως αυτή δια μέσου της Τουρκίας), γεγονός που σημαίνει ότι είναι αμφίβολο αν και πότε θα γίνει ο αγωγός East Med. Βασικός λόγος υπογραφής της συμφωνίας είναι να αποτελέσει ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας αν συρθεί σε διαπραγματεύσεις ή αν οδηγηθεί στη Χάγη. Ανεξάρτητα βέβαια από την τύχη που θα έχει ο αγωγός φυσικού αερίου, και μόνο η εμπλοκή της Ελλάδας με το Ισραήλ κάτω από την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ σε ένα τέτοιο σχέδιο στην Ανατολική Μεσόγειο εκθέτει τη χώρα και το λαό μας σε μεγάλους κινδύνους, σε μια περιοχή μάλιστα που κάθε στιγμή διατρέχει τον κίνδυνο γενικευμένης ανάφλεξης, όπως φάνηκε ξανά τώρα με τη δολοφονική επίθεση των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν και τα φιλοπόλεμα σχέδιά τους.

Η πολιτική του κατευνασμού και των υποχωρήσεων οδηγεί σε συνεκμετάλλευση και διχοτόμηση του Αιγαίου

Αν αυτή είναι η γενική κατεύθυνση της πολιτικής εθνικής υποτέλειας και κατευνασμού που εφαρμόζει δεκαετίες η ντόπια μεγαλοαστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, πώς εκφράζεται συγκεκριμένα σήμερα και πού οδηγεί η πολιτική αυτή σε συνθήκες όξυνσης της τουρκικής επιθετικότητας;

Πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι υπογραφής της τουρκολυβικής συμφωνίας και της νέας κατάστασης που δημιουργούσε στην περιοχή, βγήκε μπροστά η «αντ’ αυτού», Ντόρα Μπακογιάννη, από κοινού με τον Ευάγγελο Βενιζέλο για να δικαιολογήσουν και να εξωραΐσουν τη στάση της Τουρκίας, υποστηρίζοντας πως η γειτονική χώρα προχώρησε σε αυτή την κίνηση επειδή «ένιωσε απομονωμένη από τις ενεργειακές εξελίξεις στη Μεσόγειο και δεν μπορεί να το αποδεχτεί».

Προχωρώντας παραπέρα υποστήριξε πως: «Αν κάνουμε πόλεμο θα είμαστε μόνοι μας. Δεν θα έρθει κανείς να θυσιαστεί για εμάς», όχι βέβαια για να εκθέσει τους «συμμάχους» της για τη στάση που όντως θα κρατήσουν σε περίπτωση πολέμου, αλλά για να τρομοκρατήσει το λαό, να παραλύσει τις αντιστάσεις του με την απειλή του πολέμου και προετοιμάζοντας το κλίμα για τον «επώδυνο συμβιβασμό», να προτείνει τελικά ότι «πρέπει να συμφωνήσουμε στη διαδικασία με την Τουρκία, στο συνυποσχετικό και πιστεύω πως πρέπει να πάμε (στη Χάγη), γιατί στην εξωτερική πολιτική, το κάθε πέρσι και καλύτερα είναι μια πραγματικότητα». Έτσι στήνεται σκηνικό “διαπραγματεύσεων” για συνεκμετάλλευση και διχοτόμηση του Αιγαίου.

Στη συνέχεια ένα-ένα τα κεντρικά στελέχη του αστικού πολιτικού συστήματος με προεξάρχοντα τον Σημίτη και στο τέλος το Μητσοτάκη και τον Τσίπρα, βγήκαν για να υπερθεματίσουν και να προετοιμάσουν το λαό για προσφυγή στη Χάγη.

Τη σκυτάλη πήραν αμέσως μετά οι προπαγανδιστές της αστικής πολιτικής για να αναπτύξουν την πολιτική του κατευνασμού. Με καταιγισμό αρθρογραφίας στις ναυαρχίδες του αστικού τύπου (Βήμα- Καθημερινή) ανέλαβαν, ένα μήνα τώρα, ψηλά ιστάμενοι κρατικοί πολιτικο-διπλωματικοί παράγοντες να υποστηρίξουν και να επεξηγήσουν αυτή την πολιτική, που δυσκολεύονται να υπερασπιστούν δημόσια λόγω πολιτικού κόστους τα κεντρικά κυβερνητικά στελέχη, πρώην και σημερινά. Αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας πλειάδας παρόμοιων τοποθετήσεων είναι το άρθρο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη, (Π.Ι.) εκπροσώπου της Ελλάδας για δεκαετίες στην ΕΕ, στην εφημερίδα το Βήμα (13 Δεκέμβρη 2019). Σε αυτό το άρθρο, με το χαρακτηριστικό τίτλο : «Πώς και γιατί φθάσαμε στη συγκρουσιακή κλιμάκωση», αναλύεται η στάση της Τουρκίας, η διαχρονική πολιτική του κατευνασμού απέναντι στην Άγκυρα και προκύπτουν οι συνέπειες μιας τέτοιας πολιτικής. Για να κατανοηθεί η ουσία αυτής της πολιτικής θα παραθέσουμε εκτεταμένα αποσπάσματα του κειμένου.

Γράφει ο συγγραφέας του άρθρου: «Το ερώτημα είναι εάν μπορούμε να συμφωνήσουμε και σε μια ψύχραιμη ανάλυση στο γιατί έχουμε φθάσει σε αυτό το εξόχως επικίνδυνο σημείο, γιατί δεν μπορέσαμε να ακυρώσουμε ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσουμε την τουρκική έκνομη συμπεριφορά και επιθετικότητα».

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η παρακάτω απάντηση που δίνεται σε αυτό το ερώτημα: στο ποιοι λόγοι δηλαδή οδήγησαν στο σημερινό «εξόχως επικίνδυνο σημείο» τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πως πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα. «Αφετηρία, κλειδί για την κατανόηση της όλης δυναμικής είναι η μη επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Η μη επίλυση στις δύο τουλάχιστον περιπτώσεις στις οποίες φθάσαμε πολύ κοντά στη λύση (το 2004 με το σχέδιο Ανάν και την καταψήφισή του από την ελληνοκυπριακή πλευρά σε δημοψήφισμα και το 2017 στο Κραν Μοντανά με την κατάρρευση της διαδικασίας λίγο πριν από τη λύση με ευθύνη και της ελληνοκυπριακής πλευράς) είχε μεταξύ άλλων θεμελιώδεις γεωπολιτικού χαρακτήρα συνέπειες. Οι δύο οι σημαντικότερες:

Πρώτον, οδήγησε σε πλήρη εκτράχυνση τις σχέσεις Κύπρου – Τουρκίας με σειρά από επιθετικές πράξεις (μη αναγνώριση Κυπριακής Δημοκρατίας από πλευράς Άγκυρας, μη εφαρμογή τελωνειακής ένωσης, εμπλοκές στο τρίγωνο των σχέσεων Κύπρου – Τουρκίας – ΕΕ, κ.ά.).
Δεύτερον, η Λευκωσία ως αντιστάθμισμα στην όξυνση της κατάστασης αναζήτησε συμπράξεις για στήριξη σε άλλες όμορες μεσογειακές χώρες, κυρίως με Ισραήλ και Αίγυπτο, πιστεύοντας ότι έτσι θωρακίζεται έναντι της Τουρκίας.

Τις συμπράξεις αυτές ενίσχυσε και η ανακάλυψη ενεργειακών πόρων στην περιοχή, περιλαμβανομένης και της ΑΟΖ της Κύπρου. Στη συνέχεια η Λευκωσία «συμπαρέσυρε» κατά κάποιον τρόπο και την Αθήνα στις συμπράξεις αυτές, με αποτέλεσμα να γίνουν τριμερείς οιονεί συμμαχίες και με διεύρυνση των πεδίων συνεργασίας και σε, μεταξύ άλλων, θέματα ασφάλειας, κ.ά. Και να προβάλλονται με κάπως πομπώδη τρόπο ως τέτοιες.

Αναποφεύκτως η Τουρκία ερμήνευσε – καλώς ή κακώς – όλες αυτές τις συμπράξεις/συμμαχίες, και μάλιστα με χώρες με εχθρικές σχέσεις (Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος), ως μία ακόμα προσπάθεια αποκλεισμού της από τον περίγυρό της, την Αν. Μεσόγειο συγκεκριμένα …
Η ανάλυση αυτή λέει ότι η Ελλάδα τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να μπει στη λογική των τριμερών συμπράξεων…
Εκεί που πρέπει να επικεντρωθούμε (πρωτίστως η Λευκωσία), ως έχουν τα πράγματα, είναι στη (δίκαιη, βιώσιμη) επίλυση του κυπριακού ζητήματος, η μη επίλυση του οποίου τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο και δυναμική της έντασης. Η λύση με άλλα λόγια είναι το κλειδί για να μπει η έκρυθμη κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο σε κάποια διαδικασία ομαλοποίησης.

Και τώρα (μετά τη συνάντηση του Βερολίνου) υπάρχει μια θετική προοπτική να ξαναρχίσει η διαδικασία επίλυσης στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Θα πρέπει να αξιοποιηθεί ευρηματικά απ’ όλες τις πλευρές. (Και φυσικά στο κατάλληλο timing θα πρέπει να αναζητήσουμε τις προσπελάσεις για την επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο. Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών. Ας το κατανοήσουμε)».

Τι ακριβώς υποστηρίζει ο Π.Ι. δημόσια, αλλά και παρασκηνιακά το σύνολο σχεδόν των αστικών δυνάμεων για τις αιτίες της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Το «κλειδί» όπως γράφει για την κατανόηση της σημερινής κατάστασης είναι η μη επίλυση του κυπριακού, που την ευθύνη έχουν οι ελληνοκύπριοι με την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν το 2004, και με την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά το 2017, γεγονός που είχε «θεμελιώδεις γεωπολιτικού χαρακτήρα συνέπειες». Η μη υπερψήφιση του σχεδίου Ανάν, υποστηρίζει ο συντάκτης και μαζί του το σύνολο σχεδόν του αστικού κόσμου που στήριξε αυτό το επαίσχυντο σχέδιο, οδήγησε αφενός στην εκτράχυνση των σχέσεων Τουρκίας-Κύπρου και αφετέρου έσπρωξε την Κύπρο και την Ελλάδα σε συμπράξεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, γεγονός που εξόργισε περισσότερο την Τουρκία, αφού το εξέλαβε «ως μία ακόμα προσπάθεια αποκλεισμού της από τον περίγυρό της, την Αν. Μεσόγειο». Ο Π.Ι. δεν αποκρούει την τριμερή συνεργασία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο επειδή είναι μια αντιδραστική συμμαχία κάτω από την μπαγκέτα των ΗΠΑ για την εξυπηρέτηση των φιλοπόλεμων σχεδίων τους που θέτει σε κίνδυνο το λαό μας, αλλά γιατί η τριμερής ενοχλεί και εξοργίζει την Τουρκία αφού την απομονώνει και την αποκλείει από τον περίγυρό της, την Αν. Μεσόγειο, όπως ισχυρίζεται.

Για την εκτράχυνση των σχέσεων Τουρκίας – Κύπρου δηλαδή, δεν ευθύνεται η Τουρκία που εισέβαλε στρατιωτικά πριν 45 χρόνια και έχει από τότε στην κατοχή της το 40% του νησιού, καταπατώντας βάναυσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου και όλες τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά ευθύνεται ο κυπριακός λαός επειδή όρθωσε το ανάστημά του και απέρριψε το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν που ξεπουλούσε το νησί στους ιμπεριαλιστές και την άρχουσα τάξη της Τουρκίας.

Με βάση αυτή την ανάλυση του Π.Ι. ποια πολιτική πρέπει να εφαρμόσει η κυβέρνηση της Ελλάδας για να εκτονωθεί και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο; Πρώτο, θα πρέπει να μπει τέρμα σε «ενοχλητικές» για την Τουρκία συνεργασίες που θεωρεί ότι την απομονώνουν και την αποκλείουν και δεύτερο πρέπει να αναζητηθεί και να επιβληθεί ένα νέο σχέδιο Ανάν, αφού «η λύση (του κυπριακού) είναι το κλειδί για να μπει η έκρυθμη κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο σε κάποια διαδικασία ομαλοποίησης».

Πρόκειται για τον ορισμό της πολιτικής του κατευνασμού, αν όχι της υπόκλισης στις απαιτήσεις της άρχουσας τάξης της Τουρκίας. Αυτό που υποστηρίζει ο Π.Ι. και οι βασικοί πολιτικοί εκπρόσωποι της ντόπιας άρχουσας τάξης είναι πως για να κατευναστεί η επιθετικότητα της Τουρκίας και να σταματήσει «ο φαύλος κύκλος και δυναμική της έντασης» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να της προσφέρουμε την Κύπρο, να την ξεπουλήσουμε δηλαδή, όπως προσπάθησαν εξάλλου σύσσωμοι να κάνουν με το σχέδιο Ανάν και επί πλέον, να σταματήσει κάθε πολιτική (τριμερής) που ενοχλεί και εξαγριώνει την Άγκυρα και «να αναζητήσουμε τις προσπελάσεις για την επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο» μέσα από τη Χάγη, αφού δύσκολα θα βρεθεί ντόπια κυβέρνηση, όσο υποτελής και εθνικής μειοδοσίας κι αν είναι, που θα αναλάβει την ευθύνη να παραχωρήσει απευθείας μέσα από διμερείς διαπραγματεύσεις, κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Τι υποστηρίζει στην ουσία αυτή η πολιτική; Προκειμένου να αποφύγουμε τον πόλεμο με την Τουρκία, στον οποίο «θα είμαστε μόνοι», να αναγνωρίσουμε τα τετελεσμένα που έχει επιβάλει η Τουρκία στην Κύπρο, στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο και να παραχωρήσουμε μέσα από διαπραγματεύσεις στη Χάγη αυτά που απαιτεί. Η πολιτική του κατευνασμού βέβαια ποτέ δεν οδήγησε σε αποτροπή του πολέμου, αντίθετα η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι ανοίγει την όρεξη στον επιθετιστή να απαιτεί νέες παραχωρήσεις που φέρνουν όλο και πιο κοντά τον πόλεμο.

Πολιτική ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στους δυο λαούς και κοινός αγώνας ενάντια στους κοινούς εχθρούς

Η πολιτική ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι προς το συμφέρον των δυο λαών μας, αλλά αυτό είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτω από τον έλεγχο και την κηδεμονία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ούτε μπορεί να έχει σχέση με τα παζάρια και την «ταχτοποίηση» των διαφορών ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας. Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα κάτω από την ιμπεριαλιστική ομπρέλα. Υπάρχει μόνο καταπάτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, διαρκής απειλή πολέμου και καταστροφή.

Μόνο ο κοινός αγώνας των λαών Ελλάδας και Τουρκίας ενάντια στους κοινούς εχθρούς τους, τον ιμπεριαλισμό και τις ντόπιες κυρίαρχες τάξεις, τα ξένα πολυεθνικά μονοπώλια που έρχονται να καταληστέψουν τον εθνικό τους πλούτο, είναι σε θέση να οδηγήσει σε μία φιλειρηνική επίλυση των προβλημάτων και να συμβάλει στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και την απαλλαγή τους από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά.

Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν. Δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν από την ένταση και τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων τάξεων. Η ελληνοτουρκική φιλία, όμως, δεν οικοδομείται με τον κατευνασμό και την υποχωρητικότητα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και, πολύ περισσότερο, με την πειθήνια υπακοή στα ιμπεριαλιστικά προστάγματα. Μόνο η συνεπής αντιιμπεριαλιστική πάλη, ενάντια στην πολιτική της υποτέλειας και της υποταγής, η κοινή πάλη του ελληνικού και τούρκικου λαού ενάντια στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων και τον εθνικισμό και η αποφασιστική καταγγελία επεκτατικών βλέψεων και αλλαγής συνόρων μπορούν να αποτρέψουν επικίνδυνες εξελίξεις.