Σπεύδοντας ήδη από την επαύριο της εκλογής του (19 Ιούνη) να συνθηκολογήσει με την ξενόδουλη αντίδραση και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο πρόεδρος Γ. Πέτρο απευθυνόμενος προς τους εκπροσώπους της ματοβαμμένης Δεξιάς διευκρίνισε χωρίς περιστροφές πως “η κυβέρνησή μου δε θα χρησιμοποιήσει το κράτος για να προχωρήσει σε διωγμό της αντιπολίτευσης”.

Λίγες μέρες αργότερα συναντήθηκε με τον Ουρίμπε, προαναγγέλοντας στο ίδιο μήκος κύματος την έναρξη “διαλόγου” με στόχο “την εθνική συμφωνία με όλες τις πολιτικές δυνάμεις για να μειωθούν οι ανισότητες και να εδραιωθεί η ειρηνευτική διαδικασία που ξεκίνησε το 2016”. Για να επενδύσει και θεσμικά την πολιτική της υποτιθέμενης “εθνικής συμφιλίωσης”, ο νέος πρόεδρος της Κολομβίας κατέθεσε πρόσφατα σχέδιο νόμου που εξουσιοδοτεί εκπροσώπους από όλα τα υπουργεία να ξεκινήσουν “διάλογο ειρήνευσης” με τις αντάρτικες αριστερές ομάδες αλλά και τις παραστρατιωτικές εγκληματικές συμμορίες που αποτελούν βασικό μοχλό του “βαθέος κράτους”, εξαπολύοντας μαζί με τον στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις εδώ και πολλές δεκαετίες πογκρόμ κατά των οργανώσεων και αγωνιστών του προοδευτικού κινήματος της χώρας.
Εγγυητής “της ολικής ειρήνης υπό την επιτήρηση και τον έλεγχο διεθνών οργανισμών” αναλαμβάνει στη συγκυρία ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ν. Μαδούρο. Ωστόσο, οι λαϊκές οργανώσεις που δεν παρέδωσαν τα όπλα (ELN) όπως και οι διαφωνούντες του FARC εκφράζουν ήδη στον ένα ή τον άλλο βαθμό τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις τους, καθώς η περιβόητη -αντίστοιχων προσδοκιών- συμφωνία του 2016 αποδείχτηκε ως γνωστό πουκάμισο αδειανό.