Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του νέου μακελειού από το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, με την ολόπλευρη στήριξη από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν τη στήριξή τους, οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, τα «τύμπανα πολέμου» ηχούν όλο και πιο δυνατά στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Επιθέσεις, τελεσίγραφα, απειλές και στρατιωτική κινητικότητα από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αυξάνουν τους κινδύνους για μια σφοδρή περιφερειακή σύγκρουση με ολέθριες συνέπειες για τους λαούς.

Οι συνεχιζόμενες δολοφονικές ισραηλινές επιθέσεις στη Λωρίδα της Γάζας, με την ουσιαστική στήριξη των ΗΠΑ και άλλων «συμμάχων», προκαλούν εξελίξεις τύπου ντόμινο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά πλέον και της Νότιας Ασίας, λειτουργώντας ως πυροκροτητής σε μια σειρά αλληλοσυνδεόμενα μέτωπα και ανταγωνισμούς, μεγαλώνοντας τον κίνδυνο γενικευμένης ανάφλεξης. Χαρακτηριστικά, η ευρεία ζώνη πιθανής γενικής ανάφλεξης εκτείνεται πλέον από την Ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα μέχρι τα σύνορα Ισραήλ – Λιβάνου και από κει στα τεταμένα σύνορα Ιράν – Πακιστάν.

Η συνέχιση του μακελειού στη Γάζα και η προσπάθεια των ΗΠΑ να αξιοποιήσουν τον πόλεμο για να επιβεβαιώσουν τη γεωπολιτική τους κυριαρχία στην περιοχή έναντι των ανταγωνιστών τους, όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν, υποδαυλίζουν παλιές και νέες εστίες έντασης. Τα νέα πεδία πολεμικών συγκρούσεων, τα οποία έχει ανοίξει το Ισραήλ, και οι δολοφονικές επιθέσεις σε γειτονικές χώρες, όπως η Συρία, ο Λίβανος, το Ιράκ, το Ιράν και η Υεμένη, χρησιμοποιούνται από τις ΗΠΑ, για να αναβαθμίσουν τη μειωμένη τα τελευταία χρόνια επιρροή τους στη Μέση Ανατολή, από τις σημαντικές ανακατατάξεις που επέφεραν η ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας και της Κίνας. Επειδή όμως εκτιμούν ότι δεν θα είναι εύκολο να ελέγξουν πλήρως μία γενικευμένη σύγκρουση, ιδιαίτερα απέναντι στο Ιράν, εμφανίζονται με ένα υποκριτικό διπλωματικό πρόσωπο, με τις αλλεπάλληλες περιοδείες του Μπλίγκεν σε ρόλο «υπεύθυνης δύναμης» που θέλει να εγγυηθεί την ασφάλεια στην περιοχή, αλλά και μία «λύση» για το παλαιστινιακό. Βέβαια τίποτα από αυτά δεν ισχύει στην πραγματικότητα, αφού ο αμερικανικός -και όχι μόνο- στόλος έχει εγκατασταθεί στην Ανατολική Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα.

Είναι χαρακτηριστικές οι πυκνές εξελίξεις των τελευταίων ημερών. Με τις επιθέσεις από ΗΠΑ και Βρετανία κατά της Υεμένης, τα αντίποινα από τους Χούθι, στο πλαίσιο των οποίων χτυπήθηκαν πλοία αμερικανικών συμφερόντων αλλά και το ελληνόκτητο εμπορικό πλοίο «Zografia», ενώ διερχόταν την Ερυθρά Θάλασσα, το μπαράζ ισραηλινών επιθέσεων σε περιοχές βαθιά εντός του νότιου Λιβάνου, τις επιθέσεις που εξαπέλυσε το Ιράν εναντίον στόχων στο ιρακινό Κουρδιστάν, στη Συρία και στο Πακιστάν, κάνοντας λόγο για αντίποινα έναντι της πρόσφατης πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης στο Κερμάν, αλλά και της δολοφονίας ανώτερων Ιρανών αξιωματούχων, την επίθεση εναντίον οργανώσεων σε ιρανικό έδαφος με την οποία «απάντησε» άμεσα το Πακιστάν. Η δε Συρία δέχθηκε επιθέσεις από τις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας, του Ιράν και της Ιορδανίας.

Στην Υεμένη, ΗΠΑ και Βρετανία πραγματοποίησαν πολλαπλές επιδρομές κατά βάσεων και αεροδρομίων των Χούθι. Το πρόσχημα που επικαλέστηκαν από την πρώτη στιγμή, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις επιθέσεις που εξαπέλυσαν και ενώ απειλούν και με νέες επιδρομές στη συνέχεια, ήταν η «προστασία» της διεθνούς εμπορικής ναυτιλίας από τις επιθέσεις που ξεκίνησαν στα μέσα Οκτώβρη οι Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, εναντίον εμπορικών πλοίων που συνδέονται με ισραηλινά συμφέροντα, ως αντίποινα για τη σφαγή των Παλαιστινίων από τον ισραηλινό στρατό στη Γάζα.

Στην πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και άλλοι σύμμαχοί τους στοχεύουν στον έλεγχο της στρατηγικής σημασίας περιοχής της Ερυθράς Θάλασσας, στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με αντιπάλους όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν. Για αυτό ακριβώς εξάλλου, ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ έχουν αναπτύξει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και πολυεθνικές στρατιωτικές αποστολές εδώ και χρόνια σε αυτή την κρίσιμη περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την Ερυθρά Θάλασσα περνά καθημερινά περίπου το 12% του διεθνούς εμπορίου και το 1/3 των εμπορικών πλοίων που μεταφέρουν κοντέινερ, με καθημερινό τζίρο άνω του 1 τρισ. δολαρίων.

Σε κοινή ανακοίνωσή τους με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι κυβερνήσεις της Αυστραλίας, του Μπαχρέιν, του Καναδά, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Νότιας Κορέας υποστήριξαν τις επιδρομές στην Υεμένη, ισχυριζόμενες ότι στόχος είναι «η αποκλιμάκωση της έντασης και η αποκατάσταση της σταθερότητας» στην Ερυθρά Θάλασσα. Προσθέτουν δε απειλητικά ότι «δεν θα διστάσουμε να υπερασπίσουμε ζωές και να προστατεύσουμε την ελεύθερη ροή των εμπορευμάτων» αν οι «απειλές» συνεχιστούν. Μια ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη συνιστούν οι δηλώσεις των ανδρεικέλων της Δύσης από τη λεγόμενη «διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης», που μπορεί να προετοιμάζει το έδαφος για χερσαία ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Υεμένη. Συγκεκριμένα, ο αντιπρόεδρος της λακέδικης κυβέρνησης της Υεμένης που βρίσκεται στη Σαουδική Αραβία ζήτησε «διεθνή υποστήριξη» για να ξεκινήσουν χερσαίες επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών Χούθι, παράλληλα με τα αεροπορικά πλήγματα των ΗΠΑ εναντίον τους. Για τον αντιπρόεδρο-φερέφωνο της Δύσης οι επιχειρήσεις του Δυτικού συνασπισμού είναι «ανεπαρκείς» για να ηττηθούν οι Χούθι, λέγοντας πως «τα (αεροπορικά) πλήγματα χωρίς χερσαίες επιχειρήσεις είναι ανώφελα». Πρόκειται για «συζήτηση που θέλουμε να κάνουμε με τις ΗΠΑ και με το Ηνωμένο Βασίλειο», τις δυο χώρες που έχουν συμμετάσχει ως αυτό το στάδιο στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, συμπλήρωσε. Προφανώς αυτά είναι λόγια των αμερικανοβρετανών από το στόμα του λακέ τους.

Το ΝΑΤΟ έσπευσε να βαφτίσει τις αμερικανοβρετανικές επιθέσεις «αμυντικές», λέγοντας ότι σχεδιάστηκαν «για να διατηρήσουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας σε μια από τις πιο ζωτικές θαλάσσιες οδούς του κόσμου». Γαλλία και Ιταλία δεν συμμετείχαν στις επιδρομές στην Υεμένη, σε μία ακόμα ένδειξη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Υπενθυμίζεται ότι η Γαλλία έχει στείλει πολεμικά πλοία στην περιοχή, για να προστατεύουν εμπορικά πλοία γαλλικών συμφε­ρόντων, ωστόσο δεν συμμετέχει στην υπό αμερικανική ηγεσία ναυτική δύναμη «Φρουρός Ευημερίας». Από την πλευρά της η Ιταλία αρνήθηκε να λάβει μέρος στην επιδρομή. Η δε Ισπανία κράτησε αποστάσεις και από τα σχέδια αποστολής ναυτικής δύναμης της ΕΕ στην Ερυθρά Θάλασσα. Η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε ότι παρακολουθεί με «ανησυχία» τις εξελίξεις στη γειτονική Υεμένη και κάλεσε κι αυτή σε «αυτοσυγκράτηση». Το Ριάντ ήταν ένας από τους επικριτές του ενδεχομένου επέμβασης στην Υεμένη, καθώς επιχειρεί να απεμπλακεί από τον αποτυχημένο πόλεμο κατά των Χούθι, με φόντο και την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων με το Ιράν, κατόπιν μεσολάβησης της Κίνας. Στην Υεμένη οι αντιδράσεις των Χούθι συνοδεύτηκαν από πολύ μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και υπέρ των Παλαιστινίων, από εκατοντάδες χιλιάδες σε διάφορες πόλεις.

Στις επικίνδυνες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ήρθε να προστεθεί η «ανταλλαγή» πληγμάτων μεταξύ Ιράν και Πακιστάν. Το Ιράν επέλεξε, για πρώτη φορά, να εξαπολύσει πυραυλική επίθεση στο νοτιοδυτικό Πακιστάν, βάλλοντας, κατά την ανακοίνωσή του, εναντίον θέσης τζιχαντιστών της οργάνωσης «Στρα­τός Δικαιοσύνης». Ωστόσο, οι ιρανικοί πύραυλοι «ακριβείας» προκάλεσαν το θάνατο αμάχων. Η ασυνήθιστη ιρανική επίθεση προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Πακιστάν, που προχώρησε σε αντίποινα. Πραγματοποίησε, έτσι, αεροπορικές επιθέσεις στη νοτιοανατολική επαρχία του Ιράν Σιστάν – Μπαλουχιστάν, που προκάλεσαν τον θάνατο τουλάχιστον 9 αμάχων.

Το Ισραήλ, προειδοποίησε πως η κλιμάκωση των εχθροπραξιών με τη Χεζμπολάχ μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο με τον Λίβανο, καθώς ο στρατός αύξησε το εύρος αεροπορικών επιδρομών στο βάθος μεθοριακών περιοχών του νοτίου Λιβάνου κατά δυνάμεων της Χεζμπολάχ.

Στο Ιράκ, οι επιθέσεις με ντρόουν κατά αμερικανικών στρατευμάτων συνεχίστηκαν, ενώ κλιμακώθηκαν οι επιθέσεις του τουρκικού στρατού στο Βόρειο Ιράκ κατά Κούρδων μαχητών του ΡΚΚ. Επιπλέον, το Ιράν βομβάρδισε περιοχή της Ερμπίλ στο αυτόνομο Κουρδιστάν του βορείου Ιράκ, λέγοντας πως χτύπησε «στρατηγείο» κατασκοπείας της Mossad. Η έξαρση των στρατιωτικών κινήσεων έκανε τον Ιρακινό πρωθυπουργό Μοχάμεντ Σία αλ Σουντάνι να ζητήσει ξανά από τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες που συμμετέχουν στον «διεθνή συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους» να αποχωρήσουν από το ιρακινό έδαφος.

Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι επιθέσεις, η συνεχιζόμενη σφαγή στη Γάζα και η επιθετικότητα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ στη Μέση Ανατολή έρχονται να προσθέσουν κι άλλη καύσιμη ύλη σε μια περιοχή που συγκρούονται ισχυρά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και το παραμικρό «ατύχημα» ή «σπίθα» μπορεί να προκα­λέσει ευρύτερη ανάφλεξη.