Με την από κοινού υπερψήφιση των περισσοτέρων από τα μισά άρθρα του αντεργατικού νομοσχεδίου κατέληξε η «μητέρα των μαχών» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια σταθερή γραμμή ευρωλαγνείας και ευρωδουλείας ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιολόγησε τη θετική του ψήφο, επικαλούμενος «διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας», τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές» και τα περιβόητα «ευρωπαϊκά κεκτημένα», κατηγορώντας μάλιστα τη ΝΔ ότι καθυστέρησε να τα εφαρμόσει και ότι το νομοσχέδιό της τα παραβιάζει!

Μάλιστα, ανάμεσα στα άρθρα που υπερψήφισε είναι κι αυτό της ψηφιακής κάρτας εργασίας, που παρουσιάζεται από κυβέρνηση και ΓΣΕΕ ως η «λυδία λίθος» για την «προστασία των εργαζομένων», για την αντιμετώπιση δήθεν της μαύρης-αδήλωτης εργασίας, η οποία όμως στην ουσία θα αφαιρέσει κάθε εμπόδιο από την εργοδοσία για να ελαστικοποιεί πλήρως το ωράριο, με τη δικαιολογία ότι «πλέον δηλώνεται αυτόματα» η όποια «διευθέτηση».

Άλλο ένα χαρακτηριστικό άρθρο που στήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτό για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπου προβλέπεται το φακέλωμά τους από το κράτος, με κατάθεση της ιδρυτικής τους πράξης όχι στο δικαστήριο, όπως γίνεται μέχρι σήμερα, αλλά στο «Γενικό Μητρώο», δηλαδή στην κυβέρνηση. Κάποια συνδικαλιστικά του στελέχη μάλιστα έσπευσαν να εφαρμόσουν σε σωματεία τις διατάξεις του (π.χ. ηλεκτρονικές αρχαιρεσίες), πριν ακόμα αυτές ψηφιστούν στη Βουλή.

Κατά τα άλλα, περίσσεψαν οι γενικόλογες διακηρύξεις και τα ευχολόγια, που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα που επικρατεί στην αγορά εργασίας (εφαρμογή του «35ωρου» «πιλοτικά σε ορισμένους κλάδους» κλπ), καθώς και οι προτροπές στελεχών του να αφήσουν οι εργαζόμενοι τους «μάταιους» αγώνες και να «επενδύσουν» με την ψήφο τους σε μια «προοδευτική» κυβέρνηση, ως απάντηση στη «συντηρητική» πολιτική της ΝΔ.

Στο μοτίβο αυτό παρουσιάστηκαν και οι προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα εργασιακά, με την επίκληση του Μπάιντεν, ο οποίος, κατά τον Τσίπρα, αμφισβητεί(!) το μοντέλο της «εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο», με εκκλήσεις να εφαρμοστούν οι «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», για «να γίνουμε Ευρώπη» και με δεσμεύσεις για «τάξη» στην εργασιακή ζούγκλα.

Στην ίδια γραμμή, την πολιτική ουράς στην κυβέρνηση, κινήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και σε μια σειρά άλλα νομοσχέδια:
Το νομοσχέδιο «Απλούστευση του πλαισίου άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων αρμοδιότητας υπουργείων Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Υποδομών και Μεταφορών, Υγείας και Τουρισμού, ρυθμίσεις για τις παραγωγικές δραστηριότητες και άλλες διατάξεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης» προβλέπει την ένταξη στην πατέντα του «ελέγχου εκ των υστέρων» για μια σειρά ακόμα επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως του Τουρισμού, ενώ αλλάζει τους συντελεστές δόμησης προκειμένου να διευκολύνει την εγκατάσταση και αδειοδότηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ο Αδ. Γεωργιάδης μιλώντας στην Επιτροπή, ανέφερε ότι η συζήτηση «πολιτικά δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί συμφωνούμε». «Το μοντέλο είναι ακριβώς το ίδιο» με αυτό του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί «είναι το κλείσιμο ενός μνημονιακού κύκλου, μιας σειράς μνημονιακών υποχρεώσεων, που άρχισε το 2016», με τον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Σαρακιώτη να αναρωτιέται «πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, όταν αποτελεί συνέχεια των επιτυχημένων νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;».

Αλλά και στο νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, με το πρόσχημα την «αντιμετώπιση της πανδημίας», που ουσιαστικά προβλέπει μετακινήσεις προσωπικού, παρατάσεις συμβασιούχων και τίποτε για προσλήψεις προσωπικού, ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Β. Κοντοζαμάνης «καλωσόρισε» τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ Ανδ. Ξανθό «στην πραγματικότητα», επειδή σε δηλώσεις του ανέφερε ότι είναι «ανέφικτο να νομιμοποιηθούν άμεσα όλοι οι συμβασιούχοι», φράση που, όπως είπε ο Β. Κοντοζαμάνης, αποτελεί «έκρηξη ρεαλισμού», με τον Ανδ. Ξανθό να μην απαντά από τη μεριά του.

Και στο νέο έκτρωμα Χατζηδάκη για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι «διαφωνεί», με το επιχείρημα ότι «η εγχώρια ιδιωτική ασφαλιστική αγορά έχει υποστεί πλήρη αφελληνισμό. Πώς λοιπόν θα βοηθήσουν την εγχώρια οικονομία κεφάλαια που δεν επενδύονται στη χώρα, αλλά θα τζογάρονται σε ξένα χρηματιστήρια;». Εστιάζει την «κριτική» του στο γεγονός ότι το τζογάρισμα με το νομοσχέδιο καθίσταται «υποχρεωτικό», υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει ήδη η «δυνατότητα επενδύσεων των διαθεσίμων των ταμείων».

Ακόμη ένα χαρακτηριστικό δείγμα του πνεύματος συνεννόησης και συναίνεσης ανάμεσα σε ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και λοιπούς ήταν ότι απέρριψαν χωρίς συζήτηση και τις τροπολογίες που αφορούσαν την παράταση της απασχόλησης των εργαζομένων στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας και την επιδότηση της ανεργίας μετά τη λήξη της απασχόλησης του προγράμματος.

Εκεί όμως που ήταν αποκαλυπτική η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών για την οικονομική «ενίσχυση-δώρο» στη «Fraport» με 178 εκατομμύρια ευρώ, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε «παρών», με τον εισηγητή του Τρ. Αλεξιάδη να διευκρινίζει ότι «εμείς ούτως ή άλλως είμαστε σε θετική κατεύθυνση σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, διότι υπερασπιζόμαστε την πολύ σοβαρή δουλειά που κάναμε στο θέμα και των αεροδρομίων και των λιμανιών και σε πολλούς άλλους τομείς».

Είχε προηγηθεί η πρόταση του Τσίπρα στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσουν «ναι» στο νομοσχέδιο, την οποία αναγκάστηκε να τροποποιήσει σε «παρών», μετά τις έντονες εσωκομματικές αντιδράσεις και αποχωρήσεις από την συζήτηση, οι οποίες το τελευταίο διάστημα είναι πιο συχνές.
Όλα αυτά, παρά τις δημαγωγικές του διακηρύξεις αποκαλύπτουν το ρεφορμιστικό σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, σαν ενός κόμματος στην υπηρεσία τις αστικής τάξης.

Αυτό το χαρακτήρα έρχεται να επισφραγίσει και η φερομένη -παρά τις διαψεύσεις- ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στη Σοσιαλιστική Διεθνή. «Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά», αναφέρει μία παροιμία και όπως φαίνεται, τόσο από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από την πλευρά του Γιώργου Παπανδρέου, υπήρξε κατ’ αρχάς επαφή για να εγγραφεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη Σοσιαλιστική Διεθνή, στην οποία πρόεδρος είναι ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Ήδη το κόμμα αυτό στο Ευρωκοινοβούλιο εμφανίζεται ως νομάς, τη μία με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, την άλλη με τους Πράσινους.

Με την κίνησή του αυτή ο Τσίπρας έχει δυο στόχους. Από την μια να λεηλατήσει περαιτέρω το χώρο του πρώην ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή μάλιστα την κατεύθυνση επιχειρεί να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη φρασεολογία του, χρησιμοποιώντας στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας τον γνωστό «παπανδρεϊκό» όρο «για νέο κοινωνικό συμβόλαιο με το λαό». Από την άλλη με την επιχειρούμενη στροφή του Αλ. Τσίπρα προς μετριοπαθέστερες ακόμη θέσεις και με την προσπάθειά του να κινηθεί προς την Κεντροαριστερά, αναζητεί ένα διεθνές στήριγμα, θέλει να στείλει ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες εντός και εκτός Ελλάδας ότι αυτός είναι ο καλύτερος διαχειριστής του αστικού πολιτικού συστήματος του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού.

Και μπορεί σε αυτή την φάση οι αντιδράσεις του ΚΙΝΑΛ και «ιστορικών» στελεχών τού κόμματός του να ανέκοψαν αυτή την εξέλιξη, είναι όμως βέβαιο ότι το ζήτημα θα επανέλθει στο εγγύς μέλλον, αφού άλλωστε ο Τσίπρας προσκαλείται διαρκώς στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού κόμματος, προκαλώντας συχνά αμηχανία στη Χ. Τρικούπη.