Η φετινή διαφημιστική καμπάνια του Υπουργείου Τουρισμού υπό τον τίτλο «Ελλάδα: εμπειρία ζωής» παρουσιάζει τη χώρα μέσα από τα μάτια μιας συμπαθητικής κατά τ’ άλλα Αγγλίδας, που έρχεται στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές και την συνεπαίρνει το ανέγγιχτο τοπίο, οι πλούσιες γεύσεις, οι αυθόρμητοι άνθρωποι και η απλότητα σε κάθε είδους δραστηριότητα, με αποτέλεσμα μια εμπειρία που της αλλάζει τη ζωή!

Μόνο που αυτά συμβαίνουν μπροστά από τις κάμερες, γιατί πίσω από τις κάμερες η Ελλάδα είναι πράγματι μια εμπειρία ζωής, και μάλιστα πολύ αρνητική…

Και ενώ τα νούμερα των επισκεπτών σημειώνουν νέα ρεκόρ μετά από 3 σεζόν ανεργίας και απραξίας, η ‘βαριά βιομηχανία’ συνεχίζει να λειτουργεί ‘στον αυτόματο’, με θύματα τόσο τους εργαζομένους όσο και τους τουρίστες.

Η πλήρης αποδιοργάνωση και οι πολύωρες ουρές στο δημοφιλέστερο μνημείο της χώρας το τελευταίο διάστημα, την Ακρόπολη της Αθήνας, σίγουρα αποτελούν από μόνα τους μια μοναδική ‘εμπειρία’: άνθρωποι με προαγορασμένα εισιτήρια συνωστίζονται για ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο περιμένοντας να μπουν στον χώρο και, όταν καταφέρουν να ανεβούν μέχρι πάνω, να έχουν να αντιμετωπίσουν επιπλέον συνωστισμό μέσα στο μνημείο, αλλά και στην έξοδο από αυτό. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ακρόπολη, αν και συγκεντρώνει κόσμο μαζικά ήδη από τη δεκαετία του 50, και παρά τον πολυδιαφημιζόμενο εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, δεν έχει ακόμα ηλεκτρονικά εισιτήρια με ζώνες επίσκεψης, αλλά ούτε είχε ποτέ και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης των επισκεπτών ως όφειλε, όπως διαπιστώνει το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μια μη κυβερνητική οργάνωση που υποστηρίζει την UNESCO στην προστασία και διαφύλαξη των μνημείων διεθνούς σημασίας.

Φέτος μόνο, ο βράχος υποδέχεται από 5.000 έως 20.000 επισκέπτες ημερησίως, ενώ δένουν κατά μέσο όρο 4-5 κρουαζιερόπλοια τη μέρα (κάποιες μέρες μέχρι και 10!) μεταφέροντας χιλιάδες επισκέπτες το καθένα. Ως εκ τούτου, όλοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι εργαζόμενοι υποφέρουν στην κυριολεξία: οι λιγοστοί φύλακες προσπαθούν να διαχειριστούν το πλήθος με αυτοσχέδιες περισχοινίσεις, ενώ εύχονται να μην συμβεί κανένα σοβαρό ατύχημα, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής (ο περίφημος ανελκυστήρας-δωρεά του Ιδρύματος Ωνάση είναι εκτός λειτουργίας αρκετές μέρες, καθώς δεν ήταν εξαρχής κατασκευασμένος για τις ιδιαίτερες ανάγκες του μνημείου), ενώ για τους ξεναγούς, η περιήγηση έχει γίνει σχεδόν αδύνατη, αφού την περισσότερη ώρα είτε βρίσκονται στην ουρά είτε προσπαθούν να ξεναγήσουν μέσα στα πλήθη, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι ξεναγούμενοι εγκαταλείπουν το γκρουπ, διαμαρτύρονται που δεν μπορούν να φτάσουν στο μνημείο ή, ακόμα χειρότερα, λιποθυμούν από την ταλαιπωρία. Εννοείται ότι όλες οι εκδρομές βγαίνουν εκτός προγράμματος, και συνήθως εις βάρος των εργαζομένων, που δεν πληρώνονται παραπάνω και καλούνται να ‘βάλουν πλάτη’ στους πράκτορες, να ‘καλύψουν’ τις ανεπάρκειες του Υπουργείου Πολιτισμού και την αδιαφορία του Υπουργείου Τουρισμού, που κατά κόρον σφυρίζει αδιάφορα.

Αλλά η ταλαιπωρία δεν σταματά εκεί: τα νησιά έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους status quo, που είναι υπεράνω κρατικών ελέγχων και κοινής λογικής. Καταπατήσεις και αυθαιρεσίες, ανατιμήσεις κι αισχροκέρδεια (είναι γνωστά τα «χρυσά» καλαμάρια της Μυκόνου), ανεπάρκειες σε υποδομές και καταγγελίες να δίνουν και να παίρνουν – είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί επισκέπτες έχουν ήδη ‘μαυρίσει’ τη Μύκονο και τη Σαντορίνη και οι κρατήσεις στα νησιά αυτά είναι ήδη κάτω από το αναμενόμενο.

Όλοι οι υπόλοιποι είναι μπροστά από τις κάμερες, με κουστούμια και χαμόγελα, να μιλούν για τη ‘βαριά βιομηχανία’, για το νέο ρεκόρ στον τουρισμό, για το απαράμιλλο ελληνικό καλοκαίρι και για τον Παρθενώνα, που η θέα του και μόνο αποζημιώνει και σε κάνει να ξεχνάς την όποια ταλαιπωρία (sic)! Ταυτόχρονα, αυτοί οι ίδιοι κάνουν κάθε είδους εξυπηρετήσεις στους τουριστικούς πράκτορες και στους εφοπλιστές, για τους οποίους μόνο τα (υψηλά) νούμερα μετράνε…

Ας δούμε αν του χρόνου το καλοκαίρι θα έρθει ξανά, τόσο για τους επισκέπτες της χώρας, όσο για τους ήδη ταλαιπωρημένους εργαζόμενους, αλλά και τα μνημεία.