«Όχι, δε θα κάνουμε όλη τη χώρα μια βάση, θα κάνουμε όμως επιλεγμένα σημεία, θα εμβαθύνουμε λίγο τη σχέση μας».

Με την παραπάνω φράση, ο υπουργός άμυνας Παναγιωτόπουλος επιχείρησε κατά τα γνωστά να εξωραΐσει την πάγια πολιτική πειθήνιας υποταγής και συμμόρφωσης των εκπροσώπων της ντόπιας ολιγαρχίας προς τις υπαγορεύσεις των Αμερικανών επικυρίαρχων, που οδηγεί δήθεν «στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε χώρα πρώτης γραμμής». Η κυβέρνηση της ΝΔ «απογειώνει» στη συγκυρία τη «στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ», πατώντας ασφαλώς στην «προετοιμασία του εδάφους από τον ΣΥΡΙΖΑ», όπως κομπορρημονεί εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Γ. Κατρούγκαλος.

Είχε προηγηθεί βέβαια ο ίδιος ο Τσίπρας ο οποίος, σε μια αλησμόνητη επίδειξη πολιτικού χαμαιλεοντισμού, χαρακτήρισε «διαβολικά καλό» τον Τραμπ.

Οι απαιτήσεις των ΗΠΑ προς τους ντόπιους υποτακτικούς, όπως αποτυπώθηκαν ιδιαίτερα κατά την πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού ΥΠΕΞ Πομπέο, για συνέχιση και επέκταση σε βάθος δεκαετίας (αντί της ετήσιας ανανέωσης) της υφιστάμενης «συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας», περιλαμβάνουν:

❒ την επέκταση και αναβάθμιση σε αμερικάνικο στρατό και εξοπλισμό της βάσης της Σούδας
❒ την εκχώρηση τμήματος του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης για αμερικάνικη στρατιωτική βάση
❒ την αναβάθμιση της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ στη Λάρισα (όπου ήδη υπάρχει το νατοϊκό στρατηγείο) με τα μη επανδρωμένα πολεμικά αεροσκάφη (drones)
❒ εξοπλισμό των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο Στεφανοβίκειο του Βόλου, με νέα επιθετικά ελικόπτερα.
Και όλα αυτά ενώ παραμένουν οι βάσεις σε Άραξο, Ανδραβίδα κτλ.

Στα πλαίσια του εντεινόμενου ανταγωνισμού τους με Ρωσία, Κίνα και ΕΕ, οι ΗΠΑ βιάζονται να μετατρέψουν τη χώρα μας σε στρατιωτικό προγεφύρωμα με διακύβευμα το γεωστρατηγικό έλεγχο του φλεγόμενου τόξου, που εκτείνεται από τα Βαλκάνια, την Ουκρανία, τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική.

Ήδη η χώρα μας έχει χαρακτηριστεί από τα επιτελεία της Ουάσιγκτον ως «κράτος ανάσχεσης» (μαζί με το Ισραήλ, τη Ρουμανία και την Πολωνία), ενώ Ρωσία και Ιράν έχουν προειδοποιήσει ότι θα στρέψουν τους πυραύλους τους σε χώρες με αμερικανικές βάσεις που τις απειλούν.

Γίνεται επομένως φανερό πως η περιβόητη «αναβάθμιση» και ο ηγετικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή, που ευαγγελίζεται η ντόπια αστική τάξη και αναπαράγουν και από τα «αριστερά» το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο όνομα ενός κούφιου αντικαπιταλισμού, δε συνιστούν παρά την ένταση και το βάθεμα της εξάρτησής της, μια πολιτική που συνιστά ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους για την ειρήνη και την ασφάλεια του λαού μας και των γύρω λαών.

Το διαχρονικό αφήγημα της υποτέλειας του «ανήκομεν εις την Δύσιν», βάσει του οποίου επιχειρείται να δικαιολογηθεί το ολοκληρωτικό ξεπούλημα της χώρας μας στους αμερικανονατοικούς ιμπεριαλιστές ως… αναγκαίο κακό, με αντάλλαγμα δήθεν την «υψηλή προστασία» τους και την ευνοϊκή στάση τους στα εθνικά θέματα, κονιορτοποιείται από τις πρόσφατες και μη εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό.

Η εναπόθεση της λύσης του Κυπριακού στους σχεδιασμούς των Αμερικανών αποτελεί δάσκαλο από την ανάποδη, με βάση τα τεκταινόμενα στην περιοχή, και για τους Κούρδους της Συρίας.

Να προσθέσουμε τέλος πως οι βάσεις αποτελούν ξένο έδαφος και υπάγονται στο δίκαιο της χώρας στην οποία «παραχωρούνται», στην προκειμένη περίπτωση στο αμερικάνικο δίκαιο.

Ο υπουργός άμυνας Παναγιωτόπουλος, διατυμπανίζοντας στο παραλήρημα ξενοδουλείας του πχ. πως «στη βάση της Σούδας οι Αμερικάνοι έχουν κάνει πράγματα …το λένε οι Έλληνες που είναι εκεί, πόσο διαφορετικό είναι το περιβάλλον, πόσο καλύτερες οι υποδομές» επιχειρεί χονδροειδώς να διαστρεβλώσει την (σκοπίμως αποσιωπούμενη από τα επίσημα ΜΜΕ) πραγματικότητα των συχνά επαναλαμβανόμενων – ατιμώρητων φαινομένων αυτοδικίας των Αμερικανών στρατιωτικών προς τους ντόπιους, που φουντώνουν το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης του πληθυσμού απέναντι στους υπερατλαντικούς …ευεργέτες του.

Για όλους αυτούς τους λόγους είναι ανάγκη η νεολαία μαζί με το λαό να παλέψει για να φύγουν οι βάσεις και οι Αμερικάνοι από τη χώρα μας, ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και τα ντόπια στηρίγματά του, για εθνική ανεξαρτησία.