Φέτος συμπληρώνονται 38 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1981), από την οποία το 1992 δημιουργήθηκε η ΕΕ. H οικονομική ολιγαρχία που κυβερνά τον τόπο, με τα σαφή και χρόνια χαρακτηριστικά της εξάρτησης και της υποτέλειας, λίγο πριν την ένταξη στην EOK και EE, έταζε στον εργαζόμενο λαό ότι θα «τρώει με χρυσά κουτάλια» από τη στιγμή που «μπαίνουμε σε μία αγορά 300 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών». Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε η οικονομική θέση των εργατολαϊκών στρωμάτων, αλλά αντίθετα επιδεινώθηκε.

Η ένταξη έφερε ένα ογκώδες αντεργατικό φορτίο πάνω στη χώρα μας. Tο ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, έχοντας και αυτό ως σταθερή επιδίωξή του το πώς θα μεγαλώσει τα κέρδη του, βρήκε στην πολιτική της EOK και της EE την πρόσθετη στήριξη που χρειαζόταν για να μεγαλώσει την εργατική εκμετάλλευση. Από τότε οι «δεσμεύσεις» απέναντι στην EOK και στην EE έγιναν ένα ακόμα επιχείρημα όλων των ντόπιων κυβερνήσεων που διαδέχονταν η μία την άλλη, για την επιβολή ατέλειωτων νομοθετημάτων λιτότητας και ανατροπής εργασιακών δικαιωμάτων.

Από την άλλη πλευρά, η πιο ορμητική διείσδυση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στην ελληνική αγορά, με την κατάργηση κάθε προϋπάρχοντος εθνικού προστατευτισμού και την υπαγωγή των εθνικών οικονομικών πολιτικών στις οδηγίες του ιμπεριαλιστικού διευθυντήριου των Bρυξελλών, συντέλεσε στην ενδυνάμωση των πιέσεων για την εντονότερη εκμετάλλευση της εγχώριας εργατικής τάξης. Σήμερα ιδιαίτερα, σε συνθήκες όπου όλες οι οικονομίες των κρατών-μελών της μαστίζονται, εδώ και μια δεκαετία, από μια βαθιά καπιταλιστική κρίση, ο αντεργατικός απολογισμός αποδείχνεται εξαιρετικά βαρύς, χωρίς σταμάτημα και με φανερή την πρόθεση της EE να τον επεκτείνει και να τον κάνει πιο σκληρό.

★★★

Αμέσως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην EOK, στην αρχή στο όνομα της «προσαρμογής» στην EOK και στη συνέχεια στο όνομα του «οράματος του 1992» – στην επιδίωξη να «ολοκληρωθεί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά», οι κυβερνήσεις της NΔ και του ΠAΣOK απαίτησαν και επέβαλαν στους εργαζόμενους μακρόχρονες «θυσίες», με τα πρώτα «πρόγραμματα σταθερότητας» να καθηλώνουν τους μισθούς και να ξεκινούν κύματα επιθέσεων στις εργασιακές σχέσεις (προσωρινή και μερική απασχόληση, ωράριο εμπορικών καταστημάτων κ.λπ.), στα ασφαλιστικά δικαιώματα κ.α. Αυτές οι «θυσίες» απαιτούνταν από τους εργαζόμενους με τις ψεύτικες υποσχέσεις ότι μετά το 1992 θα «απέδιδαν» και «θα έρχονταν καλύτερες μέρες».

Tο 1992, ωστόσο, μέσα από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (στην οποία συνηγόρησαν τότε NΔ, ΠAΣOK και ΣYN) που δημιούργησε την EE, αντί να έλθουν «καλύτερες μέρες» στην εργατική τάξη ήλθαν νέα αντεργατικά τερατουργήματα, με πρώτο την κακόφημη «Λευκή Βίβλο» (1993), που αποτέλεσε ένα μεγάλο πακέτο αντεργατικών αξόνων που προωθήθηκαν. Βασικοί άξονες του αντιδραστικού αυτού πονήματος αποτελούν: η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη και η απασχόληση. Οι άξονες αυτοί συνέδεσαν το πρόβλημα της εργασίας με την αύξηση των κερδών του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου, μέσα από τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, την καθήλωση των μισθών, την ελαστικοποίηση του ωραρίου και την ανατροπή βασικών εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων εξυψώνεται ακόμα περισσότερο σε κυρίαρχη αξία, σε βάρος των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, το δε ισχύον τότε εργατικό δίκαιο αντιμετωπίσθηκε σαν εμπόδιο απέναντι στην υλοποίηση των παραπάνω στόχων. Γι’αυτό και δέχθηκε πολλαπλές αλλαγές, ολοένα δυσμενέστερες. Η δε στρατηγική για την εφαρμογή της «Λευκής Βίβλου» αποτυπώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου το 1997, μοντάροντας την απασχολησιμότητα και την προσαρμοστικότητα του κόσμου της εργασίας πάνω στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και τη δυνατότητα “ίσων ευκαιριών” του κεφαλαίου.

Όταν το «όραμα του 1992» εξαντλήθηκε, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη με τα δύο μεγάλα τότε πολιτικά κόμματα επινόησαν το νέο «όραμα» της ONE και απαίτησαν μια ακόμα δεκαετή παράταση των εργατικών «θυσιών» για να τηρηθούν τα περιβόητα «προγράμματα σύγκλισης» που θα έβαζαν την Ελλάδα στην ONE το 2001. Tα «προγράμματα σύγκλισης» έμειναν σαν συνώνυμα διαδοχικών κυμάτων αντεργατικών «διαρθρωτικών αλλαγών» (οι οποίες βαφτίστηκαν «εκσυγχρονισμός») που σάρωσαν τα εργατοϋπαλληλικά δικαιώματα με τη συρρίκνωση των εργατικών μισθών, το χτύπημα της δημόσιας ασφάλισης, την υψηλή φορολογία των λαϊκών εισοδημάτων, την προώθηση της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και την αποδυνάμωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.

H ένταξη της Ελλάδας στην ONE κάθε άλλο παρά σήμανε και τη μετάβαση σε κάποια πιο ήπια οικονομική πολιτική και ούτε κατά διάνοια κάποια «ανταμοιβή» των εργατικών «θυσιών», όπως κορόιδευαν και έταζαν το ΠAΣOK και η NΔ όλη τη δεκαετία του 1990. Αντίθετα, από το 1997 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ένα νέο «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» που επέβαλε το Διευθυντήριο των Βρυξελλών δέσμευσε (με την απειλή ποινής) τα κράτη-μέλη που είναι στην ONE να παραμείνουν αμετακίνητα στην αντεργατική πολιτική που χαράχτηκε από τη δημιουργία της EE (τήρηση των οικονομικών δεικτών της συνθήκης του Μάαστριχτ).

Tα κυβερνητικά «προγράμματα σταθερότητας», απαράλλαχτα με εκείνα της «σύγκλισης», όχι μόνο συνέχισαν τα αντεργατικά μέτρα αλλά και τα βάθυναν. Tο 2007 με τη «Συνθήκη της Λισαβόνας» το συσσωρευμένο αντεργατικό οπλοστάσιο των προηγούμενων χρόνων θα θωρακισθεί και θα επεκταθεί δίνοντας έμφαση στην παραπέρα επιβολή «ευέλικτων σχέσεων εργασίας», την προώθηση «μεταρρυθμίσεων» και «τομών» στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση και γενικότερα των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων τομέων κοινωνικών αγαθών (Παιδεία, Yγεία).

H EE έχει αποκαλυφθεί, όλες αυτές τις δεκαετίες, ως μια μηχανή μαζικής παραγωγής αντεργατικών ρυθμίσεων, όπως -μια από τις πιο χαρακτηριστικές- η οδηγία Μπολκενστάιν (διαχωρισμός του εργασιακού χρόνου σε πληρωμένο «ενεργό χρόνο» και απλήρωτο «ανενεργό χρόνο» κ.ά.), αλλά και άλλες όπως η μείωση των ωρών εργασίας με μείωση των μισθών, «η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας», η μετατροπή των επιδομάτων ανεργίας σε επιδοτήσεις επιχειρηματιών κλπ. Όλες προωθήθηκαν με τον παραπλανητικό μανδύα « της καταπολέμησης της ανεργίας και της δημιουργία θέσεων εργασίας», ενώ, στην πραγματικότητα, είχαν στόχο πώς να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη και να ενισχύσουν την παγκόσμια θέση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μέσα από το ποδοπάτημα των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Γι’αυτό και έφεραν για την εργατική τάξη, ακριβώς, τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που ισχυριζόταν παραπλανητικά το Διευθυντήριο των Βρυξελλών.

★★★

Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, μετά το 2008, έγινε εφαλτήριο για την παραπέρα λεηλασία των εργασιακών δικαιωμάτων από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Άλλωστε, όπως έχουν διακηρύξει οι ηγέτες της Ε.Ε.: «…η κρίση τονίζει την ανάγκη για τη συνέχιση και επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Και μόνη η διατύπωση αυτή δίνει το στίγμα ότι έπεται συνέχεια των αντεργατικών ρυθμίσεων. Άλλωστε, ο διαρκώς αυξανόμενος -λόγω των αθρόων απολύσεων- εφεδρικός στρατός των ανέργων ευνοεί τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. να εντείνουν στο έπακρο τα αντιδραστικά αντιλαϊκά τους μέτρα, αυτά που σχετίζονται με την αγορά εργασίας. Σκοπός και στόχος της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας είναι να ξεθεμελιώσει ό,τι έχει απομείνει ακόμα όρθιο από τα εργασιακά δικαιώματα, να θωρακίσει με νέους αντεργατικούς νόμους τα πολλαπλά συμφέροντά της (οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, στρατιωτικά) και να φορτώσει όλα τα βάρη της κρίσης στους ευρωπαϊκούς λαούς.

Ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, με αφορμή την ελληνική χρεοκοπία και τα Μνημόνια, έχουν ζήσει το πετσί τους τις δραματικές συνέπειες όλων αυτών των μέτρων που εφαρμόστηκαν με πρόσχημα το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης. Η μείωση του γενικού κατώτατου μισθού το 2011 και η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, η ελαχιστοποίηση των υπερωριών, η ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου, η περαιτέρω συρρίκνωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η μετατροπή της Ελλάδας σε μια, ουσιαστικά, ελεύθερη οικονομική ζώνη συντριβής των εργατικών κατακτήσεων, όπου αλωνίζει το ξένο και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, ήταν η εξέλιξη και κλιμάκωση των αντεργατικών πολιτικών που εφαρμόσθηκαν στα χρόνια μας,

Η πολιτική των μνημονίων που υπαγόρευσαν ΕΕ και ΔΝΤ αποτέλεσαν το κρεσέντο για την αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων με συνέπεια τις δραστικές περικοπές των αποδοχών στον δημόσιο τομέα και το σάρωμα των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Οι συλλογικές συμβάσεις αποδυναμώθηκαν, συνεπιφέροντας και αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος, και κυρίως των κλαδικών σωματείων, μεταφέροντας την εργασιακή διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική δύναμη του εργοδότη. Πολύ πρόσφατα, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας αποφάνθηκε ότι οι μισθοί στη μεγάλη πλειοψηφία των συμβάσεων εργασίας προκύπτουν με βάση την ατομική διαπραγμάτευση αντί της συλλογικής. Η υποχώρηση της πλήρους απασχόλησης υπέρ της ευελιξίας (δηλ. μερική απασχόληση), αυξήθηκε κατά την περίοδο των μνημονίων κατά 350%, η δε εκ περιτροπής εργασία, με μειωμένες μέρες εργάσιμης εβδομάδας, αυξήθηκε κατά 1.300%! Φυσικό επακόλουθο, η καταβύθιση του μισθού εργασίας μέχρι και 60% με παράλληλη διόγκωση της εργασιακής ανασφάλειας. Η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, ο δραστικός περιορισμός του απεργιακού δικαιώματος, η επαναφορά του lockout. Όλα αυτά αποτελούν ένα μόνο αντιπροσωπευτικό δείγμα της επίθεσης που έχουν δεχθεί οι εργαζόμενοι κάτω από τη μνημονιακή πολιτική.

★★★

Το βέβαιο είναι ότι έπεται και συνέχεια αυτής της βάρβαρης αντεργατικής πολιτικής, που εκπορεύεται από τα επιτελεία της ΕΕ και περισσότερο από πρόθυμα εφαρμόζεται από τις κυβερνήσεις. Ενδεικτικό μόνο σημείο αυτής της εξέλιξης αποτελεί και η Οδηγία που ψηφίστηκε πριν μερικές μέρες στο Ευρωκοινοβούλιο. Οδηγία για τη βελτίωση «της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας των όρων εργασίας σε όλη την ΕΕ» και σχετίζεται με κάποιες από τις αρχές του «Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων», όπως αυτή για την «ασφαλή και ευπροσάρμοστη απασχόληση» και την αρχή που αφορά στην «ενημέρωση για τους όρους απασχόλησης». Η Κομισιόν ισχυρίζεται ότι η Οδηγία λειτουργεί αποτρεπτικά στις επιχειρήσεις να παραβιάζουν ένα «βασικό επίπεδο προστασίας», ανεξάρτητα από σχέση απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, εμπαίζει τους εργαζόμενους, αφού η ενημέρωση αφορά αυτονόητες πληροφορίες, όπως τόπος και καθήκοντα εργασίας, διάρκεια απασχόλησης κ.ά. τα οποία βέβαια η εργοδοσία έχει όλα τα όπλα για να τα προσαρμόζει όπως θέλει. Ο εμπαιγμός κορυφώνεται στα σημεία όπου η Οδηγία βαφτίζει «δικαιώματα» του εργαζόμενου, το να μην μπορεί ο εργοδότης να απαγορεύσει στον υποαπασχολούμενο εργαζόμενο να έχει δεύτερη δουλειά.

Επίσης, στο πλαίσιο του «Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων», ο οποίος δεν είναι παρά ένας μηχανισμός ελέγχου και διεύρυνσης της αντεργατικής βαρβαρότητας σε όλη την ΕΕ, εγκρίθηκε η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας για την παραπέρα ενίσχυση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού στο πλαίσιο της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς», όπως και την ανάγκη του μονοπωλιακού κεφαλαίου για ενιαία εφαρμογή του αντεργατικού πλαισίου σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ. Ο στόχος της ενίσχυσης της κινητικότητας των εργαζομένων προβλέπεται ήδη στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Όπως διακηρύττει, η Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας «θα βοηθήσει τους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις και τις εθνικές διοικητικές αρχές ώστε να αξιοποιηθούν στον μέγιστο βαθμό οι ευκαιρίες που προσφέρει η ελεύθερη κυκλοφορία και να διασφαλιστεί η δίκαιη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού». Δηλαδή, θα συμβάλλει στον απρόσκοπτο εφοδιασμό των επιχειρήσεων με φθηνούς και «ευέλικτους» εργαζόμενους που θα μετακινούνται με «ενιαία» πετσοκομμένα δικαιώματα από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις ανάγκες που έχουν κάθε φορά οι επιχειρήσεις.

Τόσο ο «Πυλώνας», όσο και οι Οδηγίες, οι Κανονισμοί και οι Αρχές με τους οποίους υλοποιούνται, παρουσιάζουν ως «κοινωνικό δικαίωμα» την εδραίωση και την εμβάθυνση της αντεργατικής βαρβαρότητας. Σε συνοδευτικό έγγραφο της Κομισιόν, στο πλαίσιο επεξεργασίας της Οδηγίας για τους «όρους εργασίας» αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ενώ η μόνιμη σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη συμβατική σχέση εργασίας, η μη τυποποιημένη εργασία έχει αυξηθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Τα τελευταία δέκα χρόνια περισσότερο από το ήμισυ όλων των νέων θέσεων εργασίας δεν ήταν τυποποιημένες».

Να σημειωθεί ότι το 2018, σύμφωνα με τη Eurostat, οι άτυπες μορφές απασχόλησης αποτελούσαν το 30% του συνόλου των θέσεων εργασίας στην ΕΕ.