Χιονοστιβάδα ανατιμήσεων

Παρ’ όλο το Πασχαλιάτικο θέατρο στη Βαρβάκειο από τον Ά. Γεωργιάδη για τις μειωμένες τιμές στο αρνί, η αλήθεια είναι ότι συνολικά το πασχαλινό τραπέζι ήταν ακριβότερο κατά 12,6% σε σχέση με πέρυσι, όταν και αυτό ήταν αυξημένο κατά 10% -15% σε σχέση με το 2021.

Ταυτόχρονα, όμως, τα σούπερ μάρκετ είδαν αύξηση του τζίρου τους τον Ιανουάριο του 2023 κατά 652 εκατ. ευρώ, έναντι 610 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, με τις ανατιμήσεις στα προϊόντα τον Γενάρη να φτάνουν το 7%. Την ίδια ώρα οι καταναλωτές μειώνουν τις ποσότητες προϊόντων που αγοράζουν.

Σύμφωνα, λοιπόν, με έρευνα της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, αποτυπώνεται μείωση στην αγορά τροφίμων και λοιπών βασικών ειδών πρώτης ανάγκης κατά 55,6% και 65,10% αντίστοιχα.

Δεν είναι μόνο η μείωση των προϊόντων που κάνει η πλατιά μάζα του ελληνικού λαού. Παράλληλα κόβει και από άλλες βασικές ανάγκες, όπως η μετακίνηση, η αναψυχή, 6 στους 10 αδυνατούν να κάνουν ακόμα και μία βδομάδα διακοπές τον χρόνο, ενώ 3 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν κάνει διακοπές εδώ και χρόνια, αλλά και από τη θέρμανση, με 86,8% να δηλώνουν ότι την περιόρισαν σε σημαντικό βαθμό. Από την άλλη, πάνω από το 70% των Ελλήνων δηλώνουν ότι το «καλάθι» δεν συμβάλλει καθόλου στη μείωση των τιμών, ενώ το 80% δηλώνουν ότι δεν το αξιοποιούν.

Αυξήσεις δεν είδε ο λαός μας μόνο στα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και στις τιμές των κατοικιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας που παρουσιάστηκαν αυτές τις μέρες, οι τιμές αυξήθηκαν το 2022 με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,1%, έναντι αύξησης 7,6% το 2021.

Αποτέλεσμα των ιλιγγιωδών αυξήσεων σε όλο το φάσμα της ζωής είναι και η χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο του 2022 τα φτωχότερα νοικοκυριά θα έπρεπε να αυξήσουν την κατανάλωσή τους στο 171% του διαθέσιμου εισοδήματός τους προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο που είχαν το 2021. Σύμφωνα με μελέτη και παρά την κυβερνητική επιδότηση που ανήλθε στο 1/4 αυτής της επιπλέον κατανάλωσης, τα νοικοκυριά αυτά επιβαρύνθηκαν από την κατακόρυφη άνοδο των τιμών κατά 13%.

Ταυτόχρονα η δυνατότητα των πολιτών να ανταποκριθούν στους λογαριασμούς του ρεύματος γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Σύμφωνα με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι μειώσεις στα ονομαστικά τιμολόγια Απριλίου θεωρούνται επαρκείς και πανηγυρίζει ότι λειτουργεί ο ανταγωνισμός (!). Και αυτά την ώρα που η αύξηση στην τιμή της κιλοβατώρας ανέρχεται κοντά στο 45%, και οι κρατικές επιδοτήσεις φτάνουν στα 15 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Απρίλη αντί των 40 του Μαρτίου για καταναλώσεις ως 500 κιλοβατώρες, καταναλώσεις που αφορούν το 90% των νοικοκυριών.

Αυξήσεις είδαν οι πολίτες και στην τιμή της αμόλυβδης τον τελευταίο χρόνο, που έφτασε σχεδόν στα 2 ευρώ το φθινόπωρο του 2022 την ώρα που η διεθνής τιμή του αργού πετρελαίου βρισκόταν στα 80 με 85 δολάρια το βαρέλι, ενώ δεν φαίνεται να μειώνεται τώρα που έχει πέσει στα 65,66 δολάρια (τιμή στις 20.03.23). Κάνοντας τη χώρα μας τρίτη στην ΕΕ των 27, σύμφωνα με αναφορά της Eurostat (13.03.2023), μετά τη Δανία και τη Γαλλία, ως προς την τιμή μετά φόρων της απλής αμόλυβδης.

Αυτές και άλλες πολλές αυξήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες, που έχουν εκτοξευθεί το τελευταίο διάστημα, αποδεικνύουν ότι η φτωχοποίηση του ελληνικού λαού δεν είναι αποτέλεσμα μόνο εξωγενών παραγόντων, όπως λέει η κυβέρνηση, αλλά πολιτική της επιλογή για να συνεχίζει να έχει κέρδη το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτή την πραγματικότητα οικονομικής ασφυξίας των λαϊκών μαζών δεν μπορούν να την κρύψουν ούτε η γκαιμπελική λογοδιάρροια ψευδών του ακροδεξιού υπουργού Ανάπτυξης ούτε οι προεκλογικές κορώνες εξαπάτησης του Μητσοτάκη. Γιατί ο ελληνικός λαός τη βιώνει στην καθημερινότητά του και με όλο και πιο έντονο τρόπο.