Η πρόσφατη τουρκική εισβολή στη Β. Συρία, επισύρει δραματικά γεγονότα για τους περίπου ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους του κυβερνείου του Ιντλίμπ, με ραγδαίες εξελίξεις και απροσδιόριστη εμπλοκή ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ήδη η εκρηκτική κατάσταση μεταφράζεται σε αδήλωτο αριθμό θυμάτων σε άμαχο πληθυσμό και εκατοντάδες χιλιάδες κυνηγημένους πρόσφυγες από τους ανελέητους βομβαρδισμούς. Στην τουρκική επίθεση με ρουκέτες εδάφους-αέρος, απάντησε με σφοδρούς βομβαρδισμούς η ρωσική αεροπορία που στηρίζει τον συριακό στρατό, με αποτέλεσμα δεκάδες Τούρκους στρατιώτες νεκρούς. Κατόπιν τούτου η Άγκυρα ζήτησε από τους δυτικούς συμμάχους της να «αναλάβουν τις ευθύνες τους» ως προς το Ιντλίμπ. Έτσι, η εισβολέας Τουρκία προσφεύγει τόσο στους Ευρωπαίους ζητώντας τετραμερή διάσκεψη (Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία, Τουρκία) στην Κωνσταντινούπολη για το θέμα του Ιντλίμπ, όσο και στο ΝΑΤΟ που συγκάλεσε έκτακτη σύνοδο των πρεσβευτών των χωρών του ΝΑΤΟ, βάσει του άρθρου 4 του Καταστατικού του.

Σημ.1. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του εγκληματικού Οργανισμού, οποιοδήποτε κράτος-μέλος της συμμαχίας μπορεί να ζητήσει τη συμβολή του ΝΑΤΟ όταν, κατά τη γνώμη του, απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα, η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλειά του!!

Ο γ.γ. του Οργανισμού, Γ. Στόλτενμπεργκ καταδίκασε «…τα αεροπορικά πλήγματα που εξαπέλυσαν αδιακρίτως το συριακό καθεστώς και η σύμμαχός του Ρωσία…» και απηύθυνε έκκληση για «αποκλιμάκωση» της έντασης, ανακοινώνοντας παράλληλα την αύξηση των μέτρων αεράμυνας για να προστατεύσει την Τουρκία από πυραυλικές επιθέσεις των Σύρων. Φυσικά έκφρασε και την επιθυμία του ΝΑΤΟ «να συγκληθεί άμεσα το Συμβούλιο Ασφαλείας και να προχωρήσουν οι προσπάθειες του ΟΗΕ για την εξεύρεση πολιτικής λύσης». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις Γερμανών, Γάλλων και Βρετανών, στηρίζοντας την τουρκική εισβολή.

Η ρωσική πλευρά θεωρεί πως η βασική αιτία επιδείνωσης της κατάστασης στο Ιντλίμπ είναι η αθέτηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η Τουρκία στο πλαίσιο της ρωσοτουρκικής συμφωνίας του 2018 στο Σότσι. Ήδη δύο βαριά εξοπλισμένες με S-300, ρωσικές φρεγάτες πλέουν προς την περιοχή.

Να σημειώσουμε, πως στη διένεξη παρενέβη και το Ισραήλ, που από τα κατεχόμενα υψίπεδα του Γκολάν (συριακά εδάφη) συνεχίζει τις επιθέσεις σε δυνάμεις συμμάχους του Άσαντ, όπως λ.χ. το Ιράν, ή τη λιβανέζικη «Χεζμπολάχ». Πρόκειται για πολύ επικίνδυνη εξέλιξη.

***

Μέχρι τώρα, η Τουρκία είχε δημιουργήσει μία συνεχώς κλιμακούμενη συμμαχία με την ιμπεριαλιστική Ρωσία (ρωσικά αντιαεροπορικά, αντιπυραυλικά συστήματα S-400, κατασκευή του πυρηνικού σταθμού ηλεκτρικής ενέργειας με ρωσική τεχνολογία, κατασκευή του ρωσοτουρκικού αγωγού TurkStream, κοινές οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές, πολιτιστικές συμφωνίες, τουρκική «συγνώμη» και αποζημίωση για την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους, άρση ρωσικών κυρώσεων, κλπ., κλπ.). Ιδίως μετά το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Ιούλη του 2016, ο Ερντογάν συνειδητοποίησε ότι οι «σύμμαχοί» του Αμερικάνοι, τον είχαν ξεγράψει. Κάτω από αυτό το πρίσμα ξεκίνησε η προσέγγισή του προς τη Ρωσία, με προϋπόθεση να αναθεωρήσει τις θέσεις του για τη Συρία και τον «δικτάτορα Άσαντ». Κάτω από την πίεση της ρωσικής διπλωματίας, συμφωνήθηκε η τριμερής δέσμευση (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) για την ακεραιότητα της Συρίας, μέσω της συντριβής του ISIS. Ωστόσο, παρά τη συμφωνία, η Τουρκία όχι μόνο βοήθησε τους τζιχαντιστές, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τους ονοματίζει σαν «αντικαθεστωτικές δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης», και τους προσλαμβάνει ως μισθοφόρους, είτε κατά του συριακού στρατού στο Αφρίν και Ιντλίμπ, είτε κατά του Χαφτάρ στη Λιβύη. Για την Τουρκία, τρομοκράτες είναι μονάχα οι κουρδικές αντάρτικες δυνάμεις του PKK και του YPG. Χωρίς αμφιβολία ο ρωσικός ιμπεριαλισμός για τα δικά του συμφέροντα (βάσεις στη Λατάκεια και Ταρτούς) στήριξε και στηρίζει σθεναρά το καθεστώς Άσαντ κατά της αμερικάνικης επιβουλής, ιδίως το 2012, που η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα αμερικανικής εισβολής και στη συνέχεια το 2015 όταν επέμβηκε στρατιωτικά για να στηρίξει την κυβέρνηση Άσαντ. Τότε, οι ΗΠΑ κάτω από το πρόσχημα της ισλαμικής τρομοκρατίας, και της επέκτασης του «Ισλαμικού Κράτους» (που υποστήριξαν αφανώς, μέχρι σχεδόν τα πρόθυρα της Δαμασκού), επεδίωξε το διαμελισμό της Συρίας.

Ωστόσο, παρά την εμφανή ρωσοτουρκική συνεργασία, στο ζήτημα της Συρίας κρύβονται βαθύτερα και διαφορετικά συμφέροντα. Η Άγκυρα, που διακηρύττει το τέλος της Συμφωνίας της Λωζάννης, εποφθαλμιά ένα τεράστιο (σχεδόν το ¼ της χώρας) εδαφικό τμήμα της Συρίας. Από την πλευρά της η Μόσχα επιχειρεί να αποτρέψει το διαμελισμό της Συρίας που επιδίωξε ανεπιτυχώς ο αμερικάνικος και ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός το 2011 και 2012, και να διατηρήσει (ή και αυξήσει) τις στρατιωτικές της βάσεις και να διευρύνει γενικότερα την επιρροή της στη Μέση Ανατολή.

Τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο Ερντογάν, αθετώντας τη σολομώντεια Διακήρυξη του Σότσι και παρά την τριμερή συμφωνία (Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας), ξεκίνησε την εισβολή στη Β. Συρία με την ονομασία «Πηγή Ειρήνης», εναντίον των «τρομοκρατών» του PKK/YPG (δηλαδή των Κουρδικών δυνάμεων), προχωρώντας ουσιαστικά στην εθνοκάθαρση του κουρδικού πληθυσμού (μετά το «άδειασμα» των Κούρδων από τον Τραμπ ), παραβιάζοντας για Τρίτη φορά τα σύνορα μιας ανεξάρτητης χώρας!

Σημ.2. Η Διακήρυξη του Σότσι, αφορούσε στη δέσμευση για την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και αναγνώριση της διεκδίκησης της Άγκυρας για τη δημιουργία μίας «ζώνης ασφαλείας» απαλλαγμένης από τους «τρομοκράτες» (διάβαζε ΡΚΚ/YPG). Τον έλεγχο αυτής της ζώνης, βάθους 32 χιλιομέτρων, θα είχαν στο μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής της Μάνμπιτζ και του Κομπάνι, οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, επικουρούμενες από ρωσική στρατονομία, ενώ η τουρκική πλευρά θα διατηρούσε την περιοχή που κατέλαβε ο στρατός και οι σύμμαχοί της, μεταξύ Ταλ Αμπιάντ και Ρας αλ Άιν. Στα δυτικά και ανατολικά αυτής της μικρότερης ζώνης θα πραγματοποιούνταν μικρές ρωσοτουρκικές περιπολίες σε βάθος δέκα χιλιομέτρων, ώστε να ελέγχονται τυχόν τρομοκρατικές ενέργειες.

Το πρόσχημα της Άγκυρας για μία «ζώνη ασφαλείας» κατά των «τρομοκρατών», προέβλεπε ουσιαστικά την κατάληψη εδαφών 35 χιλιομέτρων βάθους και 500 χιλιομέτρων μήκους. Παρενέβη η Ρωσία και η «ζώνη» ελαχιστοποιήθηκε στα συμφωνημένα στο Σότσι. Παράλληλα, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έστειλε στο αεροδρόμιο Καμισλί (κουρδική περιοχή, όπου εποφθαλμιά να στήσει και τρίτη βάση για S-400) στρατιωτικές μονάδες που άνοιξαν διόδους για το συριακό στρατό του Άσαντ, επιτρέποντάς του να απελευθερώσει και να θέσει υπό τον έλεγχό του μεγάλα γεωγραφικά τμήματα, εκτοπίζοντας και αυτός τους Κούρδους που θεωρεί συμμάχους των Αμερικάνων!

Στο μεταξύ, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, παρά το γεγονός ότι ελέγχει προς το παρόν τις πλούσιες πετρελαιοπηγές του Ντεϊρ Ερ Ζόρ, θεωρεί τη Συρία «χαμένη υπόθεση», αλλά θέλει την Τουρκία βασική σύμμαχό του απέναντι στο Ιράν και στη Ρωσία. Το Στεητ Ντιπάρτμεντ απαίτησε από το συριακό καθεστώς και τη Ρωσία να βάλουν τέλος στην «αποτροπιαστική επίθεσή τους» στην Ιντλίμπ προσθέτοντας ότι βρίσκεται σε επαφή με την Άγκυρα για να ενημερωθεί. Προφανώς, η τωρινή διένεξη Ρωσίας-Τουρκίας για το Ιντλίμπ (στο μεταξύ επιδιώκεται συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν για τις αρχές Μάρτη), αποτελεί μία ευκαιρία για την Ουάσιγκτον να επαναπροσεγγίσει την Τουρκία μέσω του ΝΑΤΟ. Ήδη, η Αμερικανίδα πρέσβης στο ΝΑΤΟ, Κ. Χάτσισον, επέμεινε στην χρήση του άρθρου 4 περί συλλογικής ασφάλειας, και τόνισε: «…ελπίζω ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν βλέπει ποιος είναι ο αξιόπιστος συνεργάτης του και ποιος δεν είναι (…) ελπίζω ο Πρόεδρος Ερντογάν να καταλάβει ότι εμείς είμαστε ο σύμμαχος του παρελθόντος και του μέλλοντός τους και να εγκαταλείψουν τους «S-400».

***

Μετά τη νέα τουρκική εισβολή, ο Ερντογάν εκβιάζοντας την Ευρώπη για άμεση στήριξη, ξεκινά να κάνει πράξη την απειλή των τελευταίων μηνών ανοίγοντας τα σύνορα προς την Ευρώπη για τους πρόσφυγες, το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων κατευθύνεται προς την Αδριανούπολη και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται σε πανικό, καθώς το προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα κάτω από το Δουβλίνο 2 και τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας, μετατρέπεται σε βρόχο για τη Δεξιά. Ήδη αποφασίστηκε από το ΥΠΑΜ και το ΓΕΕΘΑ η λήψη έκτακτων μέτρων ενίσχυσης των χερσαίων και υδάτινων συνόρων, ενώ στον Έβρο έχουν προωθηθεί μονάδες στρατού για να αποτρέψουν τη μαζική είσοδο προσφύγων, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή τους.

Καθώς η Τουρκία δηλώνει αμετακίνητη στα επεκτατικά της σχέδια για παρουσία των στρατευμάτων της στο Ιντλίμπ, ανασύροντας τη συροτουρκική Συμφωνία των Αδάνων, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Κινδυνεύει η εθνική ασφάλεια της Τουρκίας, η ακεραιότητά της και η πολιτική της ανεξαρτησία, προφανώς από τους Κούρδους; Και αν ναι, δικαιολογείται η εισβολή σε ένα ανεξάρτητο κράτος, στη Συρία εν προκειμένω, στο όνομα της παρεμπόδισης «τρομοκρατικών ενεργειών» από την πλευρά των ΡΚΚ/YPG;

Σημ.3. Η Συμφωνία των Αδάνων (19-20 Οκτωβρίου 1998) μεταξύ Τουρκίας – Συρίας αφορούσε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, (ενώ συμμετείχαν η Αίγυπτος, το Ιράν και ο Λίβανος) και έδινε το δικαίωμα στον τουρκικό στρατό, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να αναλάβει δράση πέραν των τουρκοσυριακών συνόρων εφόσον κρινόταν ότι διακυβεύεται η «εθνική ασφάλεια» της Τουρκίας. Ως τρομοκρατία την εποχή εκείνη οριζόταν το PKK (αργότερα το YPG, που δημιουργήθηκε το 2004), η δε Συρία είχε παρουσιάσει καταλόγους Κούρδων «τρομοκρατών» για να δικαστούν, στα πλαίσια της αρχής της αμοιβαιότητας, αφού πλέον δεν θα επέτρεπε καμία δραστηριότητα – από το έδαφός της – που θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια και σταθερότητα της Τουρκίας. Η Συμφωνία έγινε στο πλαίσιο της ομαλοποίησης των σχέσεων Τουρκίας-Συρίας αναφορικά με τη διαχείριση των υδάτων Τίγρη και Ευφράτη, αφετέρου για την εξουδετέρωση του PKK, ώστε να εξομαλυνθούν οι σχέσεις Τουρκίας-Ιράν. Τότε εκδιώχθηκε από τη Συρία κατ απαίτηση της Τουρκίας, ο ηγέτης του ΠΚΚ, Αμπτουλάχ Οτζαλάν, που κυνηγημένος από την Τουρκία παραδόθηκε από την ελληνική πρεσβεία στην Κένυα στην οποία είχε καταφύγει, με εντολή της κυβέρνησης Σημίτη και υπουργό Εξωτερικών τον Πάγκαλο σε μια φοβερή ενέργεια προδοσίας.

Η απάντηση μπορεί να δοθεί σε δυο διαφορετικά επίπεδα, πρώτα και κύρια για  τους λαούς Τουρκίας και Συρίας και στη συνέχεια για τους ιμπεριαλιστές – κυρίως ΗΠΑ-Ρωσίας- Κίνας-ΕΕ σε ότι αφορά το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής και την καταλήστευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου.

Χωρίς αμφιβολία ο λαός της Τουρκίας βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αυταρχικό καθεστώς, με τρομοκρατία, διώξεις και καταστολή, με μία προβληματική οικονομία, με τους χαμηλούς μισθούς και μεροκάματα, με τον πληθωρισμό να καλπάζει και με τον πόλεμο να συσσωρεύει νέα δεινά. Ο αγώνας του πρέπει να κατευθύνεται ενάντια στην αντιδραστική εσωτερική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν και ενάντια στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς σε βάρος των γειτονικών λαών.

Από την άλλη πλευρά ο λαός της Συρίας, δέχεται εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία την παραβίαση της εθνικής του κυριαρχίας από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, Αμερικανών, Ρώσων και Τούρκων, που συνεπάγονται βιβλικές καταστροφές, αμέτρητα αθώα θύματα και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.

Η μεγαλοαστική τάξη της Τουρκίας σαν μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, επιχειρεί να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και σπεύδει να προωθήσει τα επεκτατικά της συμφέροντα, διεξάγοντας έναν επιθετικό πόλεμο στα ανατολικά της σύνορα ενώ προετοιμάζεται για κάτι τέτοιο και στα Δυτικά. Το αν θα το καταφέρει εξαρτάται από τη σύμπλευση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, γιατί πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνθλιβεί μέσα στις ιμπεριαλιστικές μυλόπετρες. Αυτό φάνηκε από την αλλαγή στις ρωσοτουρκικές σχέσεις αμέσως μετά τη Συμφωνία με τη Λιβύη.

Από την πλευρά του το καθεστώς Άσαντ, κι αυτό κάτω από καθεστώς εξάρτησης από το ρώσικο ιμπεριαλισμό, επιχειρεί να διεξάγει –με τη ρωσική βοήθεια- έναν αμυντικό πόλεμο, από τη στιγμή που παραβιάζεται έμπρακτα η εδαφική του ακεραιότητα, από την πλευρά των κατακτητικών δυνάμεων ΗΠΑ και Τουρκίας. Το αν νομιμοποιείται να υπερασπίσει την πατρίδα του, από τις τουρκικές και αμερικανικές εισβολές, είναι αυτονόητο. Χρέος επίσης για το συριακό λαό είναι η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας του από τους ξένους εισβολείς, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας ενάντια στην κατάκτηση και υποδούλωση της χώρας του, και στη συνέχεια ο αγώνας για να απαλλαγεί από κάθε ξένη εξάρτηση και εσωτερική καταπίεση και εκμετάλλευση. Και αυτή είναι η σειρά των αντιθέσεων που πρέπει να λυθούν, με προεξάρχον το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, το οποίο είναι βαθιά ταξικό καθώς οι τομείς της οικονομίας έχουν κυριολεκτικά ρημάξει.

Χωρίς καμία επιφύλαξη θα πρέπει σταθερά και επίμονα να θέσουμε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της αντιπολεμικής-αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Να ξεσκεπάσουμε την ιμπεριαλιστική υποκρισία και να καταδείξουμε τους πραγματικούς σκοπούς των πολέμων τους. Να καταγγείλουμε την τουρκική επιθετικότητα να σταθούμε στο πλευρό των λαών και των χωρών που γίνονται θύματα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.

29 Φλεβάρη 2020

Ιωσήφ Σταυρίδης, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ