Κλιμάκωση της αμερικανικής επιθετικής πολιτικής στην περιοχή και διεθνής αντισυσπείρωση με επικεφαλής Κίνα και Ρωσία

Την ώρα που οι ΗΠΑ και συνολικά η Δύση παλεύουν να εξέλθουν από την υγειονομική και οικονομική κρίση που τους έχει βυθίσει η πανδημία, η Κίνα είναι η μοναδική μεγάλη δύναμη που καταγράφει ανάπτυξη για το 2020 (2,3%).
Στην ετήσια συνεδρίαση του Λαϊκού Εθνικού Κογκρέσου της Κίνας, που αποτελεί το ανώτερο νομοθετικό σώμα της Κίνας, ο πρωθυπουργός, Λι Κετσιάνγκ, δήλωσε ότι η κυβέρνηση θέτει ως στόχο ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, καθορίζοντας δηλαδή μόνο ένα κατώτατο όριο. Είναι η πρώτη φορά που η χώρα δεν καθορίζει συγκεκριμένο στόχο ανάπτυξης, στο πλαίσιο του 14ου 5ετούς πλάνου, καθώς όπως τονίστηκε πρέπει να ληφθεί υπόψη η «εσωτερική και εξωτερική αβεβαιότητα».

Αν και αρκετοί θεωρούν αυτό το στόχο μετριοπαθή με δεδομένο ότι το ΔΝΤ έκανε λόγο στις προβλέψεις του για ανάπτυξη της τάξης του 8,1% το 2021, φαίνεται πως η Κινεζική ηγεσία λαμβάνει υπόψη της συνέπειες των αμερικανικών κυρώσεων και την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης παγκοσμίως.
Εκτός από την οικονομία, το σώμα απασχόλησαν και θέματα ασφαλείας τόσο σε σχέση με τις ανησυχίες του Πεκίνου για την αμερικανική δραστηριότητα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Ταϊβάν όσο και για το Χονγκ Κονγκ.

Ειδικά για το τελευταίο αποφασίστηκε η τροποποίηση του εκλογικού νόμου ο οποίος ενισχύει ακόμη περισσότερο τον κινεζικό έλεγχο σε ένα από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου.
Μετά τον νόμο «για την εθνική ασφάλεια» που εγκρίθηκε πέρυσι τώρα τίθενται μεγαλύτεροι περιορισμοί στην εκλογή δυνάμεων που δεν είναι σε στενή συνεργασία με το Πεκίνο. Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών έκανε λόγο για την αρχή «της διακυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ από πατριώτες», που είναι, όπως ισχυρίστηκε, συνταγματική, έννομη, δίκαιη και λογική και ότι ο νέος νόμος είναι «απαραίτητος για να διατηρηθεί μια βιώσιμη σταθερότητα στο Χονγκ Κονγκ».

Η απόφαση αυτή όπως ήταν φυσικό ξεσήκωσε υποκριτικές κραυγές δημοκρατικής ευαισθησίας, από τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, με την Ουάσιγκτον να κάνει λόγο για «επίθεση στη δημοκρατία».
Ενόψει του γύρου επαφών ανάμεσα στον αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίκεν και το σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, στο Ανκορατζ της Αλάσκας με τους Κινέζους ομολόγους τους, Γουάνγκ Γι και Γιανγκ Τζιέτσι, η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Νεντ Πράις τόνισε ότι: «Οι μεταρρυθμίσεις […] είναι μια άμεση επίθεση στην αυτονομία του Χονγκ Κονγκ».
Ξεκαθάρισε ότι «θα υπάρξουν κάποιες δύσκολες συνομιλίες» και ότι «σίγουρα δεν θα μασήσουμε τα λόγια μας συζητώντας τους τομείς που διαφωνούμε».
Ενόψει της συνάντησης, ο Μπλίνκεν ανέφερε ότι «αποτελεί σημαντική ευκαιρία για μας να εκφράσουμε με πολύ ειλικρινείς όρους πολλές ανησυχίες που έχουμε για τις ενέργειες και τη συμπεριφορά του Πεκίνου, οι οποίες αμφισβητούν την ασφάλεια, την ευημερία, τις αξίες των ΗΠΑ και των εταίρων και συμμάχων μας». Παρουσιάζοντας τους κεντρικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν χαρακτήρισε τη «διαχείριση» της σχέσης με την Κίνα ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία του 21ου αιώνα».

Από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός της Κίνας, Λι Κετσιάνγκ κράτησε χαμηλούς τόνους εκφράζοντα την ελπίδα ότι «Κίνα και ΗΠΑ θα εμπλακούμε σε έναν πολύπλευρο και πολυεπίπεδο διάλογο. Ακόμα κι αν δεν συμφωνήσουμε προς το παρόν, μπορούμε να ανταλλάξουμε απόψεις, να αυξήσουμε την εμπιστοσύνη και να εξηγήσουμε συγχύσεις, κάτι που θα βοηθήσει να διαχειριστούμε και να λύσουμε τις διαφωνίες».
Το Πεκίνο βέβαια δεν μένει μόνο στα πολιτικά μέτρα αλλά ενισχύει και την στρατιωτική του ισχύ. Έτσι ο φετινός αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας αυξάνεται κατά 6,8% όταν πέρυσι αυξήθηκε κατά 5,2%, στα 193,3 δισ. δολάρια και είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μετά τις ΗΠΑ, που το 2020 δαπάνησαν για στρατιωτικούς σκοπούς 730 δισ. δολάρια.

Με την Κίνα να βρίσκεται σε ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, που βιώνει μια πολύπλευρη κρίση, επιδίδεται σε κινήσεις για τον περιορισμό της. Παρά την άνοδο στην εξουσία του Μπάιντεν τηρείται η ίδια, ίσως και σκληρότερη, γραμμή με την κυβέρνηση Τραμπ, ενισχύοντας περιφερειακές συμμαχίες με παραδοσιακούς ανταγωνιστές της Κίνας στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκεται να προωθηθεί ο «Τετραμερής Διάλογος για την Ασφάλεια» (Quadrilateral Security Dialogue), γνωστός ως σχήμα Quad, στον οποίο συμμετέχουν οι ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία και Ινδία. Στις 12/3 έγινε η πρώτη τηλε-σύνοδος κορυφής, με τη συμμετοχή των ηγετών κυβερνήσεων.
Ενδεικτική της βαρύτητας που δίνουν οι ΗΠΑ για την περιοχή αυτή είναι το γεγονός ότι οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας Αντονι Μπλίνκεν (πριν αυτός μεταβεί στην Αλάσκα) και Λόιντ Όστιν, είχαν επίσημες επαφές σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα, ενώ στη συνέχεια ο Όστιν κατευθύνθηκε στο Νέο Δελχί για επαφές. Ο Μπλίνκεν μετά τη συνάντηση του με τον Ιάπωνα ομόλογό του χαρακτήρισε την αμερικανό-ιαπωνική συμμαχία ως τον «ακρογωνιαίο λίθο» για τα αμερικανικά σχέδια στην περιοχή.
Γι’ αυτό, εξάλλου, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Γιοσιχίντε Σούγκα θα επισκεφτεί, μέσα στον Απρίλη, επίσημα τις ΗΠΑ και θα γίνει ο πρώτος ξένος ηγέτης που θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο μετά την ορκωμοσία Μπάιντεν.

***

Οι επιθετικές αυτές κινήσεις των ΗΠΑ ως προς την Κίνα αλλά και άλλες που έχουν στόχο την Ρωσία ή το Ιράν είναι δεδομένο ότι δημιουργούν αντι-συσπειρώσεις. Όπως αποκάλυψε το Reuters, Κίνα, Ρωσία και Ιράν με την σύμπραξη και άλλων χωρών, που βρίσκονται στο στόχαστρο των ΗΠΑ, προτείνουν τον σχηματισμό ενός συνασπισμού για την υπεράσπιση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στην μονομερή πολιτική επιβολής κυρώσεων.
Το ιδρυτικό κείμενο της «Ομάδα Φίλων για την Υπεράσπιση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» αναφέρει πως η διεθνής προσέγγιση «επί του παρόντος τελεί υπό άνευ προηγουμένου επίθεση, η οποία, με τη σειρά της, απειλεί την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια».
Άλλα ιδρυτικά μέλη της ομάδας είναι η Βόρεια Κορέα, η Συρία, η Βενεζουέλα, η Αλγερία, η Αγκόλα, η Λευκορωσία, η Βολιβία, η Καμπότζη, η Κούβα, η Ερυθραία, το Λάος, η Νικαράγουα, ο Άγιος Βικέντιος, οι Γρεναδίνες και η Παλαιστίνη.

Παράλληλα ανακοινώθηκε η διεθνής συνεργασία Ρωσίας και Κίνας για τη δημιουργία διαστημικού σταθμού στη Σελήνη, ως απάντηση στο αντίστοιχο πρόγραμμα Gateway της NASA.
Οι δύο δυνάμεις βρίσκονταν αρκετούς μήνες σε συνομιλίες καθώς η Ρωσία σκέφτονταν αν θα μπορούσε να συμμετάσχει αρχικά στο πρόγραμμα κατασκευής σεληνιακού σταθμού της NASA, που θα γίνει σε συνεργασία με την Καναδική, Ευρωπαϊκή και Ιαπωνική διαστημική υπηρεσία.