Εκφράζοντας τους πιο μύχιους πόθους «της επιχειρηματικής κοινότητας» η κυβέρνηση Φρεντέρικσεν νομοθετεί ρατσιστικά θέτοντας στο ικρίωμα το αναφαίρετο δικαίωμα του κοινωνικού επιδόματος για τους μετανάστες. Πιο συγκεκριμένα, όσοι αλλοδαποί ζουν στη Δανία και λαμβάνουν επιδόματα εδώ και 3-4 χρόνια, για να συνεχίσουν να τα λαμβάνουν θα πρέπει να δουλεύουν υποχρεωτικά 37 ώρες την εβδομάδα. Με ανομολόγητο στόχο την προσφορά πάμφθηνης εργατικής δύναμης στις επιχειρήσεις από τα πιο ευάλωτα και καταπιεσμένα τμήματα της δανέζικης κοινωνίας, στο βωμό της «εθνικής ανάπτυξης», στοχοποιούν κυρίως το 60% των γυναικών από Μ. Ανατολή και Αφρική που ζουν στη χώρα και δεν εργάζονται. Η μετατροπή του επιδόματος σε μέσο κοινωνικού καταναγκασμού στον εργασιακό μεσαίωνα που σχεδιάζουν οι κυρίαρχες δυνάμεις έχει βέβαια ξεκινήσει προ πολλού να εφαρμόζεται στους αυτόχθονες ανέργους (και) στη Δανία, στα πλαίσια των «βέλτιστων» ευρωπαϊκών πρακτικών και της «νέας εργασιακής λογικής» που εισάγεται από τους υμνητές της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής, την οποία και συνόψισε απροκάλυπτα η Φρεντέρικσεν ως εξής: «οι άνθρωποι έχουν καθήκον να συνεισφέρουν και να είναι χρήσιμοι, αν δε μπορούν να βρουν μια κανονική δουλειά πρέπει να εργαστούν για τα επιδόματά τους».