Λίγες μέρες μετά την έναρξη της εύθραυστης εκεχειρίας που τέθηκε σε ισχύ από τις 21 Μάη, αποκαλύπτεται ανάγλυφα η μεγάλη καταστροφή που προκάλεσαν στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη, οι 11 ημέρες δολοφονικών επιδρομών του κατοχικού ισραηλινού κράτους.
Στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, αναφέρουν πέρα από τους 250 νεκρούς, τους 2.600 τραυματίες και τους περίπου 70.000 εκτοπισμένους ή άστεγους, σημαντικές ζημιές σε οικιστικές μονάδες και υποδομές της περιοχής. Αρκετές χιλιάδες Παλαιστίνιοι έχουν μείνει άνεργοι, καθώς ο ισραηλινός στρατός βομβάρδισε σχεδόν όλα τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες της περιοχής, για να καταφέρει καίριο πλήγμα στην οικονομική ζωή στη Λωρίδα της Γάζας, σαν να μην έφθανε ο 15ετής οικονομικός αποκλεισμός Αιγύπτου και Ισραήλ.

Στο μεταξύ, σε έκτακτη συνεδρίασή του, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αποφάσισε -παρά την αντίθεση των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των κρατών της ΕΕ- τη διενέργεια έρευνας για εγκλήματα και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των πρόσφατων 11ήμερων ισραηλινών επιθέσεων στη Λωρίδα της Γάζας και την περίοδο που οδήγησε σε αυτές. Υπέρ της απόφασης ψήφισαν 24 χώρες (ανάμεσά τους Ρωσία και Κίνα), 9 ψήφισαν κατά (μεταξύ των οποίων Γερμανία, Βρετανία, Αυστρία, Τσεχία, Βουλγαρία) και 14 απείχαν (μεταξύ τους Γαλλία, Ολλανδία, Δανία, Πολωνία). Οι ΗΠΑ, που έχουν καθεστώς «παρατηρητή» στο Συμβούλιο (είχαν αποχωρήσει εντελώς επί κυβέρνησης Τραμπ) και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, μετά την απόφαση έκφρασαν τη «βαθιά λύπη» τους, τάχα γιατί αυτή «θέτει σε κίνδυνο την πρόοδο που έχει επιτευχθεί».

Η Ύπατη Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Μισέλ Μπατσελέτ, επισήμανε πως έως σήμερα δεν έχει πάρει τεκμήρια που να στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό των Ισραηλινών πως σε ορισμένα πολυώροφα κτίρια και πολυκατοικίες αμάχων γινόταν «στρατιωτική χρήση» από τη μεριά της Χαμάς. «Αν αποδειχθεί πως οι άμαχοι και οι πολιτικοί στόχοι επλήγησαν αδιακρίτως και δυσανάλογα, η επίθεση αυτή μπορεί να συνιστά έγκλημα πολέμου», ανέφερε.
Πάνω στα αποκαΐδια των δολοφονικών βομβαρδισμών στη Γάζα, που έγιναν με τις «πλάτες» των ΗΠΑ, με την κυβέρνηση Μπάιντεν να αναγνωρίζει σταθερά το δικαίωμα της κατοχικής δύναμης στην «αυτοάμυνα», ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν πραγματοποίησε περιοδεία σε Ιερουσαλήμ, Ραμάλα, Κάιρο και Αμμάν.

Επιχείρησε να ενισχύσει ξανά έναν ρόλο δήθεν «δίκαιου μεσολαβητή» και «ειρηνοποιού» μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, ο οποίος είχε πληγεί επί προεδρίας Τραμπ, μολονότι και η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει να στηρίζει το έγκλημα σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού, μεταξύ άλλων συνεχίζοντας απτόητη και τη σημαντική στρατιωτική βοήθεια στις ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις. Οι ΗΠΑ είναι που αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ προκαλώντας την οργή των Παλαιστινίων, μίλησαν για προσάρτηση των κατεχομένων από την Συρία εδαφών στα υψώματα του Γκολάν, αναγόρευσαν το Ισραήλ σε «μακρύ χέρι τους» για την αντιμετώπιση της «επιθετικότητας» του Ιράν και αναβάθμισαν τον ρόλο του στην Ανατολική Μεσόγειο συγκροτώντας τριμερείς και τετραμερείς συμμαχίες και συμφωνίες με Αίγυπτο, Ελλάδα και Κύπρο. Με αυτή την πολιτική ο ρόλος του ειρηνοποιού δεν πείθει κανέναν.

Συναντώντας στη Ραμάλα τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο Αμπάς, ο Μπλίκνεν εμφανίστηκε να επιβεβαιώνει την υποστήριξη των ΗΠΑ στην εξεύρεση λύσης στη βάση δύο ανεξάρτητων κρατών, την οποία βέβαια υπονομεύει όλο και πιο βαθιά κάθε μέρα που περνά η συνέχιση της κατοχής, ενώ προτίμησε να εστιάσει στο σκέλος της ανοικοδόμησης της Λωρίδας της Γάζας και στη χορήγηση αμερικανικής οικονομικής βοήθειας προς την Παλαιστινιακή Αρχή, ύψους περίπου 360 εκατ. δολαρίων. Επιχειρώντας να «δηλητηριάσει» τις σχέσεις της Παλαιστινιακής Αρχής με τη «Χαμάς», ξεκαθάρισε, πως ούτε δολάριο από την αμερικανική «βοήθεια» δεν θα πέσει στα χέρια της «Χαμάς», η οποία διοικεί τη Λωρίδα της Γάζας.
Σε συναντήσεις που είχε στο Κάιρο και στο Αμμάν, κατέστησε σαφές ότι η Ουάσιγκτον στην παρούσα φάση δεν επιδιώκει την άμεση επανέναρξη της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαπραγμάτευσης, που έχει σταματήσει από το πρώτο τρίμηνο του 2014. Ως αιτία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα «κενά» στις ηγεσίες Παλαιστινίων και Ισραηλινών. Στην Παλαιστίνη αναβλήθηκαν οι εκλογές που είχαν συμφωνηθεί, ενώ στο Ισραήλ ο αρχηγός του κόμματος «Γιες Ατίντ», Γιαΐρ Λαπίντ, παρουσίασε συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς τον Νετανιάχου που εκπαραθυρώθηκε ύστερα από 12 χρόνια.

Όπως έγινε γνωστό, ο Λαπίντ κατάφερε να πείσει τον Μπένετ να συνεργαστεί τάζοντάς του, μεταξύ άλλων, να γίνει πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης και να τον διαδεχθεί ο ίδιος στη συνέχεια, με αντάλλαγμα το υπουργείο Εποικισμών. Ισραηλινά ΜΜΕ αναφέρουν ότι μία τέτοια κυβέρνηση θα απαρτίζεται από έναν ετερόκλητο πολιτικά σχηματισμό οκτώ κομμάτων, με βασικά σημεία σύγκλισης τα θέματα ανάκαμψης της οικονομίας και εκσυγχρονισμού των υποδομών. Μεγαλύτερες θεωρούνται οι διαφορές των εν λόγω κομμάτων στο Παλαιστινιακό και την εξωτερική πολιτική.

Με την πολιτική κρίση στο Ισραήλ να μαίνεται, το Παλαιστινιακό να «βράζει» και τους ανταγωνισμούς στη Μέση Ανατολή να οξύνονται, οι ΗΠΑ επανακαθορίζουν τον ρόλο τους και την τακτική τους. Την «αγωνία» των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής, στο φόντο των ευρύτερων αναδιατάξεων των αμερικανικών στρατευμάτων που προωθεί η Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της εντεινόμενης κόντρας με Κίνα και Ρωσία, επιβεβαίωσε με δηλώσεις του ο στρατηγός Φρανκ Μακένζι, επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης του αμερικανικού στρατού (CENTCOM).
Ο Μακένζι παραδέχθηκε ότι στη Μέση Ανατολή υπάρχει «σφοδρός ανταγωνισμός» μεγάλων δυνάμεων και ότι πιθανόν κενά από τις ΗΠΑ μπορεί να κληθούν να τα «αναπληρώσουν» ανταγωνιστικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία. Τόνισε ότι Πεκίνο και Μόσχα παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, υποστηρίζοντας πως η μεν Ρωσία επιχειρεί να πουλήσει «αντιαεροπορικά και άλλα όπλα όπου μπορεί», η δε Κίνα έχει μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς για αύξηση της γεωπολιτικής της ισχύος, επιδιώκοντας να φτιάξει στρατιωτικές βάσεις στην περιοχή. Ανέφερε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και την προσπάθεια του Πενταγώνου να αναδιατάξει στρατηγικά τα στρατεύματα στον κόσμο, ως πηγές ανησυχίας συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή. Οι ΗΠΑ, τόνισε, δεν θα έχουν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής τις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών που διατηρούσαν επί δεκαετίες, «όμως θα είναι παρούσες» επιδιώκοντας να παίξουν ένα «πιο έξυπνο παιχνίδι» που θα απαιτεί από τις ΗΠΑ «να κάνουν περισσότερα με μικρότερη στρατιωτική παρουσία».

Την ίδια στιγμή Ρώσοι αξιωματούχοι στη Συρία ανακοίνωσαν, πως έχουν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να αναπτύξουν στρατηγικά βομβαρδιστικά, με δυνατότητα χρήσης πυρηνικών βομβών, από την αεροπορική βάση Χμέιμιμ που βρίσκεται στη Λαττάκεια της Συρίας.

Πρόκειται γιά ένα εκρηκτικό μίγμα γεωπολιτικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού που ανά πάσα στιγμή μπορεί να πυροδοτήσει την εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής.