Ξαναστήνονται τα μπλόκα την ερχόμενη Δευτέρα, από τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους, με κύριο αίτημα τις συνεχείς περικοπές των ενισχύσεων/επιδοτήσεων που επιβάλλει η Κοινή Αγροτική Πολιτική, αλλά και τις εξαιρετικά χαμηλές και παράλληλα «ανοιχτές» τιμές στο γάλα καθώς και στο σύνολο των κτηνοτροφικών προϊόντων. Η κατάσταση στο χώρο της κτηνοτροφίας χαρακτηρίζεται ως απελπιστική, αφού το σύνολο των φτωχομεσαίων κτηνοτρόφων βρίσκεται κυριολεκτικά στα νύχια των αγροδιατροφικών μονοπωλίων, των εμποροβιομηχάνων, των τραπεζών, αλλά και του κράτους, που όλοι μαζί απομυζούν τον ιδρώτα τους. Το κόστος παραγωγής, που διαμορφώνεται από τα πανάκριβα πλέον αγροτικά εφόδια, την κρατική φοροληστεία, τα τιμολόγια της ΔΕΗ, τις απαράδεκτα υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, την ανυπαρξία αποζημιώσεων του ΕΛΓΑ, κλπ., ξεπερνά κατά πολύ τα έσοδα από τις εξευτελιστικές τιμές που δίνουν οι αγοραστές, γεγονός που οδηγεί σε εγκατάλειψη της κτηνοτροφικής δραστηριότητας.

Στο μεταξύ, πληθαίνουν οι πληροφορίες ότι οι Βρυξέλλες εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο νέου «προγράμματος» αντισταθμιστικών ενισχύσεων (πριμοδότησης) για «ομαλή έξοδο» μικρών μονάδων προβατοτροφίας από την επαγγελματική δραστηριότητα. Το μέτρο επικαλείται, αφενός το μεγάλο κόστος του κοινοτικού Προϋπολογισμού για τη στήριξη μικρών μονάδων και αφετέρου τις αναδιαρθρώσεις (διάβαζε συγκεντροποίηση της γαλακτοβιομηχανίας σε ξένα μονοπώλια) που έχουν ήδη ξεκινήσει για το αιγοπρόβειο γάλα ώστε να ελεγχθεί απόλυτα το βασικό προϊόν «φέτα». Αυτήν τη συγκεντροποίηση προφανώς δυσκολεύουν οι πολλές διάσπαρτες κτηνοτροφικές μονάδες, που παράγουν «ανεξέλεγκτα» την σαφώς ανώτερη ποιοτικά «φέτα». Η παραπάνω ρύθμιση πιθανότατα να συμπεριληφθεί στην επικείμενη έκδοση της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2020-2027, αφού πρώτα εγκριθεί από το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας.

Τόσο οι Βρυξέλλες, όσο και το εδώ υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης διαψεύδουν κατηγορηματικά τις πληροφορίες, προκειμένου να αποφύγουν όσο το δυνατόν την εφαρμογή της προβλεπόμενης «ιστορικότητας ενισχύσεων/επιδοτήσεων» του μέτρου (όπως λ.χ. έγινε με τους καπνοπαραγωγούς, τους σταφιδοπαραγωγούς, τους ψαράδες με παραδοσιακά ψαροκάϊκα, κ.ά.) για όσους αιγοπροβατοτρόφους παραμείνουν στη δραστηριότητα μέχρι την ισχύ της νέας ΚΑΠ. Δεν πρόκειται λοιπόν για κοινωνική ευαισθησία, αλλά για τη χειρότερη μορφή εξώθησης των φτωχομεσαίων κτηνοτρόφων από την αγροτική δραστηριότητα και την αξιοποίηση του προϊόντος (δηλ. το τυρί «φέτα») από μια χούφτα αγροδιατροφικές επιχειρήσεις.

Είναι βέβαιο ότι για την εγχώρια παραγωγή γάλακτος από ελληνικές φυλές προβάτων, που προσδίδουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά της «φέτας», μια τέτοια εξέλιξη θα βάλει την ταφόπλακα στην εδώ και χρόνια επιχειρούμενη συρρίκνωση της ελληνικής Γεωργίας-Κτηνοτροφίας-Αλιείας. Θυμίζουμε ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (4ο τρίμηνο 2018) στη χώρα μας υπάρχουν 86.030 μονάδες προβατοτροφίας με συνολικό αριθμό 8.227.000 προβάτων (κ.μ.ό. 95 πρόβατα/μονάδα) και 64.049 μονάδες αιγοτροφίας με συνολικό αριθμό 3.541.000 κατσικιών (κ.μ.ό. 55 κατσίκια/μονάδα). Ιδιαίτερα θα πληγούν οι κτηνοτρόφοι των ορεινών και ημιορεινών περιοχών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια δέχονται αλλεπάλληλες οικονομικές επιπτώσεις από την αντιαγροτική ΚΑΠ, τις κυβερνητικές επιλογές, τη μνημονιακή πολιτική, τις απαράδεκτα χαμηλές τιμές στο γάλα, τις ελληνοποιήσεις του γάλακτος και της «φέτας», κλπ. που τους οδηγούν σε απόγνωση. Παράλληλα, δυσκολεύουν τις γαλακτοκομικές και άλλες επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού βορρά να κινηθούν με μεγαλύτερη άνεση στην αγορά των γαλακτοκομικών και της «φέτας».