Ολοκληρώθηκε στις 4 Ιούλη το 20ο συνέδριο της ΟΛΜΕ, με τις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη του νέου ΔΣ της Ομοσπονδίας. Το φετινό συνδικαλιστικό συνέδριο πραγματοποιήθηκε με ένα χρόνο καθυστέρηση με την ευθύνη των αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων των παρατάξεων των ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ που κατέφυγαν στο πρωτοδικείο ζητώντας τον αυτοδιορισμό τους για έναν ολόκληρο επιπλέον χρόνο. Για πρώτη φορά καταγράφεται η πολύ μεγάλη μείωση της συμμετοχής του κλάδου στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των αντιπροσώπων. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι φέτος ψήφισαν περίπου 30.000 εκπαιδευτικοί όταν στις αντίστοιχες αρχαιρεσίες του 2019 είχαν συμμετάσχει περίπου 41.000. Η αποχή των εκπαιδευτικών, που έφτασε το 27%, είναι αποτέλεσμα τόσο της ευρύτερης υποχώρησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος όσο και της γραμμής που χάραξε η συνδικαλιστική ηγεσία της ΟΛΜΕ την τελευταία τριετία και ιδιαίτερα τα χρόνια της πανδημίας. Καθοριστική σημασία είχε η υπονομευτική γραμμή που επέβαλαν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΔΑΚΕ (ΝΔ), ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) και ΠΕΚ (ΠΑΣΟΚ), ξεπουλώντας τη μεγάλη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση, που γέννησε έντονη απογοήτευση στον κλάδο την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση ποινικοποιούσε την απεργία – αποχή.

Το τετραήμερο (1 – 4/7) του Συνεδρίου πραγματοποιήθηκε μέσα στις οξυμένες συνθήκες που γεννά πρώτον ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία με την εισβολή της Ρωσίας και την ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και δεύτερον η καλπάζουσα ακρίβεια στην ενέργεια και σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης που οδηγεί σε βαθιά φτώχεια και απόγνωση τεράστια τμήματα του λαού μας. Ακόμα το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στη λήξη μιας θυελλώδους σχολικής χρονιάς στην οποία δέσποσαν τα σαρωτικά αντιεκπαιδευτικά μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση εδώ και τρία χρόνια (αξιολόγηση, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, Τράπεζα Θεμά­των, τηλεκπαίδευση κλπ).

Ενώ λοιπόν είναι σε εξέλιξη η ολομέτωπη κυβερνητική επίθεση, το Συνέδριο στάθηκε πολύ χαμηλότερα από την αναγκαιότητα της περιόδου, δεν ανταποκρίθηκε στα αυξημένα καθήκοντα και τις απαιτήσεις του κόσμου της εκπαίδευσης που στενάζει κάτω από το βάρος της αντιλαϊκής και αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, του Δημόσιου Σχολείου που συρρικνώνεται καθημερινά και της νεολαίας που συνθλίβεται στις μυλόπετρες των ταξικών φραγμών.

Οι παρατάξεις των ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ και ΠΕΚ εκδήλωσαν την ανοιχτή τους σύμπλευση και συμπόρευση σε όλα τα κομβικά ζητήματα, όπως ακριβώς συμπίπτουν εδώ και τρία χρόνια οι πολιτικοί τους φορείς, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Από την πανδημία, τον αυταρχισμό και την καταστολή ως τα πλήγματα στο Δημόσιο Σχολείο, τη φτώχεια, την ακρίβεια και τον πόλεμο, αποτέλεσαν τους θλιβερούς απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής, κήρυκες της υποταγής και της συνθηκολόγησης. Ενδεικτικό είναι πως δεν τόλμησαν να παρουσιάσουν στον κλάδο τον απολογισμό της τρίχρονης δράσης της Ομοσπονδίας, ως όφειλαν, μπροστά στις Γενικές Συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων, παρά μόνο στο περίκλειστο σώμα των 300 συνέδρων. Πώς να αντέξει, βέβαια, την κριτική της βάσης ένα αυτάρεσκο κείμενο που παρουσιάστηκε ως «απολογισμός δράσης» με το οποίο οι δυνάμεις της πλειοψηφίας επιχείρησαν να δικαιώσουν όλη τη συμβιβαστική τους πολιτική;

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και καιρό οι δυνάμεις αυτές (ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ) δεν τολμούν να παρουσιάσουν στον κλάδο τις κοινά ομολογημένες θέσεις τους, ιδιαίτερα στο ζήτημα της αξιολόγησης που κινητοποίησε μαζικά το εκπαιδευτικό κίνημα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκτιμώντας πως το Συνέδριο αποτελεί τη «χρυσή ευκαιρία» για αυτούς, ψήφισαν και επέβαλαν από κοινού αραχνιασμένες θέσεις που ξέθαψαν από τα παλιά, οι οποίες εξωραΐζουν και επί της ουσίας υιοθετούν την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών, για να τις παρουσιάσουν τάχα ως «θέσεις του κλάδου». Έκαναν πως δεν κατάλαβαν τίποτα από τη μαζικότητα και τη μαχητικότητα του εκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην αξιολόγηση, παραδίδοντας μαθήματα υποταγμένου κυβερνητικού συνδικαλισμού.

Ντράπηκε και η ντροπή από την απαράδεκτη και αντιδημοκρατική συμπεριφορά των ΣΥΝΕΚ – ΔΑΚΕ – ΠΕΚ σε όλη τη διάρκεια του συνεδρίου και ιδιαίτερα την ημέρα των ψηφοφοριών. Με προκλητικό τρόπο παρέδωσαν «μαθήματα δημοκρατίας» καταστρατηγώντας κάθε δημοκρατική διαδικασία, καταπάτησαν συστηματικά το καταστατικό της Ομοσπονδίας για να εμποδίσουν ετσιθελικά τη συζήτηση επί των προτάσεων που οι ίδιες δυνάμεις έφεραν για ψήφιση. Προτάσεις και θέσεις που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό με τα κυβερνητικά μέτρα και τις αντιεκπαιδευτικές ντιρεκτίβες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Στόχος των δυνάμεων αυτών είναι να μετατρέψουν μια ιστορική Ομοσπονδία, με μεγάλες αγωνιστικές παραδόσεις, σε ουραγό της κυβερνητικής πολιτικής.

Οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ τυφλωμένες από το ρεφορμισμό τους και τις εκλογικές τους επιδόσεις έμοιαζαν να βρίσκονται σε ένα παράλληλο σύμπαν. Επιδόθηκαν σε αυτάρεσκες τοποθετήσεις προορισμένες για εσωτερική κατανάλωση, παραχαράσσοντας προκλητικά τα γεγονότα της τελευταίας τριετίας, κρύβοντας επιμελώς την εξίσου συνθηκολόγα γραμμή που χάραξαν τόσο στην ΟΛΜΕ όσο και ευρύτερα μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Με πανηγυρισμούς και παρομοιώσεις για την «αλλαγή των συσχετισμών που έρχεται στην ΟΛΜΕ» αποθέωναν την αύξηση των εκλογικών τους ποσοστών, που οφείλεται στη μείωση της συμμετοχής και όχι στην αύξηση των δυνάμεών τους, κλείνοντας τα μάτια στο κεφαλαιώδες ζήτημα της μεγάλης αποχής και αποστράτευσης των εκπαιδευτικών από τα σωματεία. Όπως επιδεικτικά έκλεισαν τα μάτια και προκλητικά αδιαφόρησαν για τα όσα διαδραματίστηκαν με πρωταγωνιστές τις δυνάμεις των ΣΥΝΕΚ – ΔΑΚΕ – ΠΕΚ. Στην πράξη οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ προσπάθησαν να μετατρέψουν το συνέδριο της ΟΛΜΕ σε προεκλογικό μπαλκόνι για να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους μπροστά στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές πραγματοποιηθούν.

Το ρεύμα των Παρεμβάσεων, ανάμεσά τους και οι σύντροφοι και συναγωνιστές του Εκπαιδευτικού Ομίλου που το πλαισιώνουν σταθερά, έδωσε τη μάχη ενάντια στη συμβιβαστική γραμμή των ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ και ΠΕΚ, για να ανασυνταχτεί η Ομοσπονδία σε αγωνιστική και ταξική κατεύθυνση. Κατήγγειλε τα έκτροπα των ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ και δεν μετατράπηκε σε θεατή σε αυτό το αντιδημοκρατικό τους κρεσέντο. Το ρεύμα αυτό όμως καταγράφει τη σταθερή και αγωνιστική του παρουσία μέσα στα πρωτοβάθμια σωματεία, στους αγώνες του εκπαιδευτικού και ευρύτερα του μαζικού κινήματος. Εκεί από όπου απουσιάζουν σταθερά εδώ και χρόνια οι δυνάμεις της γραφειοκρατίας και του κυβερνητισμού.
Το Συνέδριο της ΟΛΜΕ και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε αυτό δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία και ως εκ τούτου δεν πρέπει να ξαφνιάζουν. Είναι το αποτέλεσμα της βαθιάς επίδρασης -πρώτα και κύρια- των δυνάμεων του κυβερνητικού συνδικαλισμού και του ποικιλώνυμου ρεφορμισμού. Αυτή η επίδραση δεν αφορά μόνο την Ομοσπονδία, αλλά διαπερνά όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία. Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά τα όσα συνέβησαν και καταγράφηκαν στο Συνέδριο δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αντανάκλαση της πραγματικής κατάστασης που επικρατεί στη βάση του κλάδου. Οι απολυτότητες και οι αφορισμοί που θεωρούν πως «η ΟΛΜΕ χρεοκόπησε και ξόφλησε» στην ουσία τους συνιστούν φυγοπονία από την πραγματική μάχη που πρέπει να δοθεί για να ξαναγίνουν τα σωματεία μαζικά και ταξικά, πραγματικά όπλα των εκπαιδευτικών, ασπίδες υπεράσπισης του Δημόσιου Σχολείου και των εργασιακών δικαιωμάτων.

Η επόμενη ημέρα βρίσκει τους εκπαιδευτικούς αντιμέτωπους με όλα τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα καθώς και με το σύνολο της βάρβαρης κυβερνητικής πολιτικής της φτώχειας και της ακρίβειας. Ο αγώνας για την υπεράσπιση του Δημόσιου Σχολείου και την ανατροπή αυτής της πολιτικής περνά μέσα από τον ανυποχώρητο μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα με όχημα τα σωματεία. Ο πόλεμος και η απότομη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών απλώνουν βαριά τη σκιά τους στους λαούς. Πρέπει να μπει ξανά στην ημερήσια διάταξη η συγκρότηση ενός ισχυρού αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού μετώπου ενάντια στα φιλοπόλεμα σχέδια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, για να ανατραπεί το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και κυριαρχίας. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει παλέψουν οι ταξικές δυνάμεις την επόμενη ημέρα.