Αγαπημένε μου Φίλε, οι σύντροφοί σου σε τίμησαν και θα σε τιμούν, όπως έπρεπε και όπως σου αξίζει. Όμως δεν μπορούσε να αποχωριστούμε χωρίς να σε τιμήσουμε και χωρίς να σε αποχαιρετίσουμε, εμείς οι λίγοι Μολαΐτες, που μοιραζόμαστε τα ίδια ιδανικά μ’ εσένα, έστω και από διαφορετικές θέσεις. Μας ενώνουν ο ίδιος γενέθλιος τόπος, οι ίδιες εμπειρίες, τα ίδια οράματα και οι ίδιες επιθυμίες.

1. Στις αναρτήσεις στο διαδίκτυο των συντρόφων και των φίλων σου, είχαν αυτά που έλεγες για τον ιδεολογικό σου πατέρα, τον τσαγκάρη του χωριού. Πρέπει να του δώσουμε όνομα και επώνυμο και να περιγράψουμε αδρά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.

Επίσης πρέπει να κάνουμε μια γενική περιγραφή της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κατάσταση των Μολάων, που αναφέρεται μεν στην κατοχή, όμως, δεν διαφέρει από την εποχή που ο Τάκης γεννήθηκε και έζησε στους Μολάους. Αυτή την περιγραφή την δανείζομαι από το βιβλίο του Παντελή Μουτούλα «Πελοπόννησος 1940-1945. Η περιπέτεια της επιβίωσης, του διχασμού και της απελευθέρωσης»

«Αυτό το ογκώδες αστικό συγκρότημα, οι Μολάοι, χτισμένο στο βράχο, θαρρείς οχυρωμένο απέναντι στον κάμπο, απρόσιτο μα και κυριαρχικό επάνω του, μετέδιδε στους ανθρώπους του κάτι από τη σκληρότητα του τοπίου, με το οποίο ήταν τόσο ταιριαστά δεμένο. Μέσα στους στενούς δρόμους της κωμόπολης οι ανθρώπινες σχέσεις εγκλωβίζονταν στους αδυσώπητους κανόνες της παράδοσης, και την καθημερινή συμπεριφορά την κανοναρχούσε αυτό το δέσιμο. Το ακόλουθο γεγονός ενισχύει, με τα όρια της εμβέλειάς του, την ανωτέρω διαπίστωση: Τον Μάιο του 1943 ο φιλόλογος Δημήτρης Πιέρρος από την Γκοριτσά, αποσπασμένος από τη Σπάρτη, καθιέρωσε κάθε Σάββατο βράδυ, εκτός της ύλης, μάθημα φιλοσοφίας για τους μαθητές που ενδιαφέρονταν να εισδύσουν στα νοήματα των μεγάλων στοχαστών. Επέμενε ιδιαίτερα στον Σοπενχάουερ. Έγραφε στα γερμανικά το κείμενο και σχολίαζε το νόημα μαζί τους. Χρειαζόταν πολλή φαντασία για να υποστηρίξει κανείς ότι αυτή η εντυπωσιακή καινοτομία υπονόμευε τις βάσεις του αστικού καθεστώτος‧ όμως, το περιβάλλον δεν άντεξε το νεωτερισμό. Καθώς το σχολικό έτος διαρκούσε από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο με οκτάωρα μαθήματα (με εξαίρεση το Σάββατο που τελείωναν στις 2 μ.μ.) και με το πρόσχημα ότι ο Πιέρρος δεν είχε ζητήσει σχετική άδεια και κούραζε τα παιδιά, ο γυμνασιάρχης Παπανικολάου τον επιτίμησε μέσα στην τάξη για την πρωτοβουλία του. Τελικά, ο καθηγητής επανήλθε στο γυμνάσιο της Σπάρτης. Η πραγματική αιτία της παρέμβασης ήταν βέβαια η ριζοσπαστική, για τα κριτήρια του γυμνασιάρχη, ιδεολογία του Πιέρρου. Όσο για την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίστηκε η δίωξη του καθηγητή, αυτή μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι τα τεκταινόμενα στο χώρο του Γυμνασίου ουδέποτε θεωρήθηκαν υπόθεση του κοινωνικού συνόλου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 δίδασκαν εκεί αληθινές εκπαιδευτικές φυσιογνωμίες. Ο μαθηματικός Τάσος Περδίκης από τον Ασωπό και οι φιλόλογοι Γιάννης Μαρέσκας από το Τσάσι (Περιστέρι), Γιώργος Κολιόπουλος από την Καλαμάτα και, βέβαια, ο Πιέρρος. Αυτό ουδόλως έδειχνε να συγκινεί τους κατοίκους της κωμόπολης, για τους οποίους η εκπαίδευση ήταν μια θεσπισμένη συνήθεια. Αντιθέτως, τους ενδιέφερε ότι η διαμονή στην πόλη ξένων μαθητών, καθώς τους εξασφάλιζε υπολογίσιμο εισόδημα, μαζί με τα ενοίκια, τη διατροφή και την εν γένει συντήρηση των δημοσίων υπαλλήλων, αφού οι Μολάοι, ως έδρα επαρχίας, διέθεταν ειρηνοδικείο, δημόσιο ταμείο, εφορεία, δασαρχείο, ταχυδρομείο, εκτός από τις δύο τράπεζες και την κίνηση των καταστημάτων, από όπου οι αγρότες της περιοχής αγόραζαν τσιγάρα, σαπούνι, εργαλεία, υφάσματα κλπ. Πολλοί αγρότες ζούσαν από τα εισοδήματα των κτημάτων τους στον κάμπο: σύκα, ελιές, αμπέλια και περιβόλια με πολλά καρπούζια και πεπόνια, χάρη στο άφθονο νερό του υπεδάφους. Παρακολουθούμε έτσι μια μικρή οικονομία υπηρεσιών, απαλλαγμένη σε μεγάλο βαθμό από τον γεωργικό κάματο και ψυχρή απέναντι σε δημόσια ζητήματα. Πιο συντηρητικοί από τους κατοίκους του κάμπου, αρκετούς από τους οποίους απασχολούσαν ως εργάτες γης, αρκετοί Μολαΐτες παρουσίαζαν χαλαρά κοινωνικά αντανακλαστικά και αξιοπρόσεκτη κοινωνική αναλγησία.

Η γεωγραφική θέση της πόλης κίνησε το ενδιαφέρον των Γερμανών. Με την εγκατάστασή τους στην περιοχή κατασκεύασαν βάση εξόρμησης των αεροπλάνων τους για τη Μάχη της Κρήτης μεταξύ των χωριών Συκιά και Καταβόθρα. Ταυτόχρονα εγκατέστησαν ισχυρή φρουρά στους Μολάους και καθιέρωσαν τακτική ροή εφοδιασμού τους με προϊόντα, τα οποία για τους Έλληνες είχαν αναβαθμιστεί σε είδη πολυτελείας. Η διττή αυτή κατάσταση υπέθαλψε την ανοχή των νοικοκυραίων των Μολάων προς τους Γερμανούς. Για ορισμένους επιστήμονες, επαγγελματίες, κτηματίες και πρώην πολιτευτές, αφού η ισχύς της νέας εξουσίας φαινόταν ακατανίκητη, ανέκυπτε ως μοναδική λογική λύση η ειρηνική συνύπαρξη μαζί της, αν μη τι άλλο λόγω του οικονομικού οφέλους και της ασφάλειας που εγγυόταν η παρουσία της στην πόλη εν μέσω ενός αβέβαιου πολεμικού κλίματος. Σ’ αυτή την κοινωνία το ΕΑΜ ουδέποτε διείσδυσε με αξιώσεις. Περιορίστηκε σε μερικές ομάδες νέων».

Αυτή η ζοφερή κατάσταση επικρατεί και την περίοδο που ο Τάκης ζει στους Μολάους, ιδιαίτερα δε μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.

2. Ας έλθουμε τώρα στον ιδεολογικό πατέρα του Τάκη, στον τσαγκάρη του χωριού.

Ο Τάκης είναι ένας ανήσυχος και δραστήριος έφηβος και ασφυκτιά μέσα στο κλίμα των Μολάων που σας περιέγραψα, αναζητά στην λογοτεχνία και στις συνομιλίες του με συνομηλίκους αλλά και μεγαλύτερους, την διέξοδο από την ζοφερή καθεστηκυία τάξη των Μολάων. Λίγα μέτρα από το σπίτι του Τάκη βρίσκεται το τσαγκαράδικο του Γιώργη του Ντανάκα, δηλ. του αδελφού που είναι αμέσως μεγαλύτερος από μένα. Ο πατέρας μας ήταν μαχητής του ΕΛΑΣ και έλαβε μέρος σε σημαντικές μάχες της Αντίστασης στην Λακωνία. Το δωσιλογικό κράτος της δεξιάς, για την συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση τον Ιούνιο του 1945, όταν ο Γιώργος ήταν δύο ετών και εγώ τριών (3) μηνών, τον συνέλαβε, τον καταδίκασε και τον έστειλε στα ξερονήσια. Επέστρεψε το 1952 με τα μέτρα ειρήνευσης του Πλαστήρα και ο Γιώργος ήταν 9 ετών και 7 εγώ. Στο τσαγκαράδικο ο Τάκης έμαθε ποιος έκανε αντίσταση και ποιος ήταν συνεργάτης των Γερμανών και κυρίως έμαθε ποιοι είναι οι στόχοι και τα ιδανικά του κουμμουνισμού και ποια της αντιδραστικής αστικής τάξης. Ο Γιώργος ήταν ένας νέος, με οξύνοια, με ικανότητες, με χιούμορ και με δυνατότητα ψυχολογικών προσεγγίσεων, είχε δε γοητευτικό λόγο.

Πράγματι το τσαγκαράδικο ήταν στην πραγματικότητα ένα σπουδαστήριο κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, που μετέδωσε στον Τάκη τα ιδεώδη της ισότητας και της απελευθέρωσης των υποτελών τάξεων.

Πράγματι ο Γιώργος ο Ντανάκας υπήρξε ο ιδεολογικός μεγάλος αδελφός του Τάκη.

Ο Γιώργος και ο Τάκης είχαν μια αδιατάραχτη φιλία μέχρι το τέλος της ζωής τους, ο Τάκης δε του έστελνε συνεχώς τον Λαϊκό Δρόμο.

3. Ποιος ήταν ο Τάκης

Έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι ο Τάκης γεννήθηκε με όλες τις χάρες ενός άριστου κομμουνιστή. Ήταν πάνω απ’ όλα ανιδιοτελής και έπραττε σύμφωνα με όσα του επέβαλλε η κουμμουνιστική του συνείδηση, χωρίς υποχωρήσεις και εξαιρέσεις.

Είχε έμφυτη την έννοια της ισότητας. Θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία που μου την είπε ένας κοινός φίλος μας. Είναι 14-15 ετών, μέλος ποδοσφαιρικής ομάδας και ο πατέρας του με το φορτηγό αυτοκίνητό του θα τους μεταφέρει στον Ασωπό, όπου θα γινόταν ο αγώνας. Τότε για τον Τάκη προέκυψε το ζήτημα ποιος θα καθίσει στην θέση του συνοδηγού, γιατί οι υπόλοιποι θα καθόντουσαν στην καρότσα. Ο Τάκης, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς κανένας να το ζητήσει, επέβαλε να γίνει κλήρωση. Δεν είπε το αυτοκίνητο είναι δικό μας, ο πατέρας μου οδηγεί γιατί να μην καθίσω στην θέση του συνοδηγού, που κανένας εξάλλου δεν διεκδίκησε.

Είχε πλήρη απέχθεια στην συσσώρευση πλούτου, που έφθανε στο σημείο να μην διεκδικεί ούτε αυτά τα οποία εδικαιούτο. Έχω ίδια γνώση πώς συμπεριφερόταν στους οφειλέτες του. Έκανε άφεση χρέους και δεν διεκδικούσε τίποτα.

Στην πραγματικότητα ο Τάκης δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος.

Ο Τάκης ήταν και ένας πνευματικός άνθρωπος. Αντιλαμβανόταν την ανθρώπινη ύπαρξη και γι’ αυτό είχε αυτοσαρκασμό. Είχε πηγαίο χιούμορ και εκτιμούσε τις γνήσιες και ανιδιοτελείς ανθρώπινες σχέσεις.

Ο Τάκης άφησε αποτύπωμα από το πέρασμα τούτου του κόσμου.

Η Μαλάμω, η αντάξια συνοδοιπόρος του, η Χρυσάνθη, η αγαπημένη του κόρη και η Μαργαρίτα η αγαπημένη του αδελφή, μπορούν να σεμνύνονται για τον Τάκη.

Τάκη οι συμπατριώτες σου που σε αγάπησαν και σε εκτίμησα, σε αποχαιρετούμε, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ και θα είσαι για εμάς αθάνατος.

Δημήτρης Αντ. Ντανάκας