Γεμάτα «ανατροπές» και «μεγάλες εκπλήξεις» ήταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και οι τίτλοι των κυρίαρχων ραδιοτηλεοπτικών μέσων και ιστοσελίδων μετά την ολοκλήρωση του β΄ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Αν και το αποτέλεσμα απέχει πολύ από οποιαδήποτε «ανατροπή», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα για τα λαϊκά συμφέροντα και την ευθυγράμμιση της συντριπτικής πλειοψηφίας των περιφερειακών και δημοτικών αρχών με την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική, αξίζει ωστόσο να αναφερθούμε σε κάποια σημεία που έχουν ορισμένη σημασία για τους πολιτικούς συσχετισμούς που αποτυπώθηκαν εκλογικά και επηρεάζουν αναμφίβολα και τις ευρωεκλογές του 2024.

Παρά την απεγνωσμένη προσπάθεια των κυβερνητικών στελεχών το βράδυ της Κυριακής να πείσουν πως «τα πολιτικά συμπεράσματα για τις αυτοδιοικητικές εκλογές βγήκαν στον α΄ γύρο», η δήλωση Μητσοτάκη πως «δεν υπήρξε μια ιδιαίτερα καλή βραδιά για τη ΝΔ» αποτελεί ομολογία πως το κυβερνητικό κόμμα δέχτηκε το πρώτο του εκλογικό «χαστούκι» ύστερα από πέντε εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019. Είναι χαρακτηριστικό πως παρά το ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε θέσει ψηλά τον πήχη για την κυριαρχία της ΝΔ σε όλες τις περιφέρειες και τους τρεις μεγάλους δήμους (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά), το κόμμα της δεξιάς τελικά κέρδισε μόλις τις 8 από τις 13 περιφέρειες, ενώ οι υποψήφιοί της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (Μπακογιάννης, Ζέρβας) υπέστησαν εκλογικές ήττες αμφότεροι. Ταυτόχρονα, θυμίζουμε πως τόσο στην περιφέρεια Κρήτης, όσο και στο δήμο Πειραιά, οι υποψήφιοι που στήριξε η ΝΔ προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ.

Η ΝΔ έπεσε θύμα της εκλογικής και πολιτικής της αλαζονείας, θεωρώντας πως, με τον αέρα της διπλής της νίκης στις βουλευτικές εκλογές του Μάη-Ιούνη και μετά τα αποτελέσματα που κατέγραψε στον α΄ γύρο, θα μπορούσε να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά και τη δεύτερη Κυριακή των αυτοδιοικητικών εκλογών. Παρόλα αυτά, η συσσωρευμένη λαϊκή οργή και αγανάκτηση για την κυβερνητική πολιτική της ακρίβειας, της φτώχειας και της ανεργίας, την ίδια που οδήγησε στο έγκλημα των Τεμπών και στις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες του καλοκαιριού, αλλά και για τον ορυμαγδό όλων των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων, με πιο πρόσφατο το αντεργατικό έκτρωμα Γεωργιάδη, εκφράστηκε (και) με την εκλογική αποδοκιμασία της ΝΔ στο β΄ γύρο.

Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός πως η ΝΔ υπέστη την εκλογική αυτή ήττα στις 5 από τις 6 περιφέρειες, στους δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε αρκετούς ακόμη δήμους, μετά από μια ολόκληρη σωρεία εκβιαστικών διλημμάτων και ωμών κρατικών παρεμβάσεων όλη την προεκλογική περίοδο, με κορύφωση την τελευταία εβδομάδα πριν τον β΄ γύρο. Οι ωμοί αυτοί εκβιασμοί εκφράστηκαν σε περιφέρειες όπως της Θεσσαλίας, με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρη Αυγενάκη να δηλώνει λίγες μέρες πριν τις κάλπες πως «το αποτέλεσμα της κάλπης είναι ευνόητο ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταχύτητα και την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων που μόλις εξαγγείλαμε» και ότι «στο έργο (αποκατάστασης) πρέπει να υπάρξει συνέχεια, να μη γίνει καμία διακοπή», καλώντας ανερυθρίαστα σε στήριξη του υποψηφίου της ΝΔ Κώστα Αγοραστού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τα έργα αποκατάστασης θα διακοπούν! Αντίστοιχου τύπου δηλώσεις για τα ΕΣΠΑ και τη χρηματοδότηση των δήμων ανάλογα με το αποτέλεσμα της κάλπης έκαναν και άλλα στελέχη της ΝΔ, εξοργίζοντας τον κόσμο και προκαλώντας εν τέλει αντίθετη έκβαση από αυτή που επιδίωκαν.

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών αποτελεί -συνολικά ιδωμένο- ένα δυσμενές αποτέλεσμα για τα λαϊκά συμφέροντα, που προμηνύει τη συνέχιση και κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα. Και αυτό δε συμβαίνει μόνο γιατί η ΝΔ κυριαρχεί στους περισσότερους δήμους και περιφέρειες, αλλά γιατί -και όπου δεν επικρατεί- οι εκλεγμένοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ ή το ΣΥΡΙΖΑ έχουν δώσει προ πολλού τα διαπιστευτήριά τους για την εξυπηρέτηση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής. Και είναι αναμφίβολο πως οι πολιτικές κωλοτούμπες του ΣΥΡΙΖΑ που μέσα σε μια εβδομάδα μετακινήθηκε από τη «συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας» στη «νίκη της προοδευτικής παράταξης» και τη «μεγάλη ρωγμή» που πραγματοποιήθηκε ή οι αντίστοιχες του ΠΑΣΟΚ που κάνει λόγο «για την πρώτη ήττα της ΝΔ», απέχουν πολύ από το να εκφράσουν τις λαϊκές προσδοκίες για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.

Βασικό στοιχείο (και) του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών ήταν η ιδιαίτερα μεγάλη αποχή, που ξεπέρασε ακόμη και το 48% του πρώτου γύρου. Η αυξημένη αποχή είναι αποτέλεσμα της οξυμένης πρώτα απ’ όλα λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της, αλλά και της αδυναμίας των άλλων αστικών και ψευτοαριστερών κομμάτων να πείσουν για μια εναλλακτική πολιτική προοπτική. Ταυτόχρονα, το υψηλό ποσοστό των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων αποτελεί επίσης ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει την πολιτική αποστροφή μεγάλων τμημάτων του λαού απέναντι στην ασκούμενη πολιτική και στους υποψήφιους των κυρίαρχων κομμάτων. Η εκλογή περιφερειακών και δημοτικών αρχών με συμμετοχή αισθητά μικρότερη του 30% (όπως στην Αθήνα) ή λίγο πάνω από 30% και 40% αποτυπώνει και δημιουργεί εκ νέου σοβαρά εμπόδια στη δυνατότητα των κυρίαρχων κομμάτων να αποκτούν και να ενισχύουν τα ερείσματά τους στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζεται σαν ένας από τους «μεγάλους κερδισμένους» των αυτοδιοικητικών εκλογών, αφού καταφέρνει όχι μόνο να εκλέξει υποψήφιους προερχόμενους από αυτό στις περιφέρειες της Θεσσαλίας και της Κρήτης ή στους δήμους Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, αλλά και σε δεκάδες ακόμη δήμους που κυριαρχεί. Η εκλογική αυτή σταθεροποίηση του ΠΑΣΟΚ με την ταυτόχρονη καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη μεγάλη εξασθένιση των ερεισμάτων του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μετατρέπει το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη σε βασικό πλέον ρυθμιστή στις πολιτικές εξελίξεις στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και σε διεκδικητή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ορατή την προοπτική στις ευρωεκλογές να ξεπεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να πραγματωθούν οι προσπάθειες μερίδων της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού για την ανάδειξή του στο δεύτερο πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος. Εμφανίζεται έτσι τώρα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης και όλα τα πράσινα στελέχη να απορρίπτει κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ, αφού μετά και το βάθεμα της κρίσης που ταλανίζει το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν έχει κανένα λόγο να προσφέρει «χείρα βοηθείας» σε ένα πολιτικό «καράβι που βουλιάζει». Ανεξάρτητα, όμως, από αυτές ή τις άλλες επιλογές του, το κόμμα αυτό στήριξε πολλαπλά την αντιλαϊκή πολιτική, τόσο ως κυβέρνηση αυτοδύναμα και σε συνεργασία με τη δεξιά, όσο και ως αντιπολίτευση. Τα ίδια έπραξαν και οι πράσινες περιφερειακές και δημοτικές αρχές, πιστοποιώντας το ρόλο του ΠΑΣΟΚ σε δεκανίκι και στήριγμα της δεξιάς κυβερνητικής πολιτικής της ακρίβειας, της φτώχειας και της ανεργίας.

Η κρίση που έχει ξεσπάσει εδώ και αρκετό καιρό στο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται όχι μόνο να μην εξομαλύνεται, αλλά να βαθαίνει περισσότερο, ύστερα και από το αποτέλεσμα του β΄ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Με δεδομένη την άρνηση του ΠΑΣΟΚ σε οποιαδήποτε συνεργασία και με σοβαρές εσωκομματικές αντιπαραθέσεις για την πορεία του κόμματος μετά την εκλογή Κασσελάκη, με ανοιχτό το ενδεχόμενο διάσπασης το επόμενο διάστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε σοβαρά πολιτικά αδιέξοδα, τα οποία είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορέσει να τα ξεπεράσει. Παρά τις μεγαλόστομες δηλώσεις Κασσελάκη για «τη νίκη του προοδευτικού χώρου», η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί παρά συνεπιβάτη και ακολουθητή της εκλογικής ανόδου του ΠΑΣΟΚ, που φαίνεται τώρα να διαμορφώνει μία δυναμική και όρους για να καθορίζει πια αυτό τις πολιτικές εξελίξεις στον χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί τώρα να παίξει ρόλο στην ανασυγκρότηση του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας, γι’ αυτό στήριξε ανοιχτά τους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ στο δεύτερο γύρο, επιχειρώντας να καρπωθεί και αυτός του καρπούς της νίκης των πράσινων υποψηφίων. Η ανασύνταξη και η έξοδος από τη βαθιά κρίση στην οποία έχει περιέλθει αποτελεί και το βασικό ζητούμενο για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που πληρώνει τη στήριξη και εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, είτε από τη θέση της κυβέρνησης είτε από εκείνη της αντιπολίτευσης, σχοινοβατώντας τώρα ανάμεσα στις αναζητήσεις συνεργασιών με το ΠΑΣΟΚ και την αυτόνομη πορεία προς μια αμφίβολη ανασυγκρότηση, με κοινό παρονομαστή και στις δύο περιπτώσεις την ολοένα και μεγαλύτερη δεξιά του μετατόπιση.

Η επικράτηση του ΚΚΕ σε έξι δήμους (Πάτρα, Ικαρία, Χαϊδάρι, Καισαριανή, Πετρούπολη, Τύρναβος) και η άνοδος της Λαϊκής Συσπείρωσης σε ποσοστά και σε απόλυτους αριθμούς οφείλεται στη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια και σε ένα ρεύμα αποδέσμευσης από την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ μετά την απογοήτευση που έσπειρε ο τελευταίος με τις αλλεπάλληλες δεξιές στροφές του και την κρίση που έχει ξεσπάσει στις γραμμές του, ιδιαίτερα ύστερα από την εκλογή νέου αρχηγού. Η ηγεσία του ΚΚΕ διακηρύσσει τώρα πως το κόμμα του Περισσού «από καλύτερες θέσεις θα ασκήσει μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση». Αυτή την «αντιπολίτευση» τη βλέπει ο λαός σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα που το ΚΚΕ και οι συνδικαλιστικές του δυνάμεις διασπούν, υπονομεύουν και αποκλιμακώνουν. Την είδε στους δήμους που κυριάρχησε η Λαϊκή Συσπείρωση την προηγούμενη περίοδο, όπως στην Πάτρα, καλλιεργώντας ρεφορμιστικές αυταπάτες τόσο για τους δήμους και την εξάρτησή τους από την ΕΕ και το αστικό κράτος, όσο και για τις εκλογές, που πλέον έχουν αναχθεί σε «μητέρα των μαχών», με το ΚΚΕ να μην καλεί ούτε σε μία κινητοποίηση αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό λαό, ενώ ο τελευταίος δεχόταν τις βόμβες του ισραηλινού φασισμού και μετρούσε καθημερινά εκατοντάδες νεκρούς, παρά τα καλέσματα όλων των παλαιστινιακών οργανώσεων στη χώρα μας και τον κόσμο. Οι δημοτικές αρχές του ΚΚΕ διαχειρίζονται κανονικότατα τα χρήματα των ΕΣΠΑ και του «ιμπεριαλιστικού σφαγείου» -όπως καταγγέλλει σε άλλα κείμενα- της ΕΕ, προς όφελος του λαού -όπως διατείνονται-, έχουν προχωρήσει σε ΣΔΙΤ, ενώ διατηρούν ακέραιο το απαράδεκτο εργασιακό καθεστώς των συμβασιούχων για τους εργαζόμενους στους Δήμους, παρά τα παχιά προεκλογικά λόγια και τις κούφιες διακηρύξεις. Οι δυνάμεις της Λαϊκής Συσπείρωσης, είτε ως αρχή είτε ως αντιπολίτευση, έπαιξαν και παίζουν αντικειμενικά επιζήμιο ρόλο για το εργατικό-λαϊκό κίνημα, ενώ πολλές φορές με τη στάση τους δυσφημούν την αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα, χαμηλώνοντας το πεδίο των λαϊκών διεκδικήσεων στους δήμους στο επίπεδο μιας καλύτερης «διαχείρισης».
Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ κατέγραψαν μικρή άνοδο στις αυτοδιοικητικές εκλογές, εισπράττοντας ένα μικρό τμήμα της διαρροής ψηφοφόρων από το ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογική επιτυχία του συνδυασμού «Ανατρεπτική Συνεργασία για την Αθήνα» με υποψήφιο δήμαρχο τον Κώστα Παπαδάκη αντανακλά μια ορισμένη θετική διεργασία σε τμήματα εργαζομένων και νεολαίας, αλλά απέχει πολύ από την αριστερά που έχει ανάγκη ο λαός. Και αυτό φάνηκε αμέσως μετά. Οι δυνάμεις αυτές στήριξαν κοινούς συνδυασμούς στους δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης και διαφορετικούς στις περιφέρειες, ενώ μετά τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν υπήρξε καμία ανακοίνωση από την πλευρά των κοινών τους συνδυασμών για τα αποτελέσματα. Όπως πληροφορηθήκαμε, από δήλωση του υποψηφίου δημάρχου στην Αθήνα Κώστα Παπαδάκη, ο λόγος ήταν η διαφωνία για τη στάση που θα κρατούσαν στο δεύτερο γύρο των εκλογών, με το ΣΕΚ και τη ΛΑΕ να καλούν είτε ανοιχτά είτε πιο «ντροπαλά» σε υποστήριξη των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ (ΣΕΚ-ΛΑΕ), ενώ το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εκτός από το ΣΕΚ) κάλεσαν σε λευκό. Για μια ακόμη φορά, οι δυνάμεις αυτές αναλώνονται σε καιροσκοπικές και εφήμερες συνεργασίες, εξωραΐζοντας το πλαίσιο λειτουργίας των δήμων, καλλιεργώντας επικίνδυνες ρεφορμιστικές αυταπάτες που οδηγούν ένα ολόκληρο αγωνιστικό δυναμικό στην απογοήτευση, την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.

Για μας είναι δεδομένο πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές, όπως και κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση, δεν αποτελούν παρά ένα στιγμιότυπο στην ταξική πάλη. Το Μ-Λ ΚΚΕ έδωσε και στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών τη μάχη του λευκού, αποδοκιμάζοντας τόσο τις δυνάμεις της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ που είτε ως κυβερνήσεις, είτε από τη θέση της αντιπολίτευσης, είτε ως δημοτικές και περιφερειακές αρχές στήριξαν και εφάρμοσαν την ίδια πολιτική που τσακίζει τις ζωές του λαού και των εργαζομένων, όσο και τις ψευτοαριστερές δυνάμεις της συνδιαλλαγής και της ενσωμάτωσης στο αστικό σύστημα και τις ντιρεκτίβες της ΕΕ, όπως το ΚΚΕ και η Λαϊκή Συσπείρωση, που αποτέλεσαν όχι ανάχωμα, όπως λένε, αλλά συμπλήρωμα της αντιλαϊκής πολιτικής στους δήμους και τις περιφέρειες, υπονομεύοντας και διασπώντας τις εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις, παλεύοντας απλώς για μια καλύτερη «διαχείριση» των δήμων.
Μια πλούσια δραστηριότητα ανέπτυξαν οι κομματικές δυνάμεις της Αθήνας του Μ-Λ ΚΚΕ μπροστά στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και συγκεκριμένα στο Δήμο της Ηλιούπολης, στο μόνο που συμμετείχαν οι δυνάμεις μας με το αυτοδύναμο ψηφοδέλτιο της Αριστερής Πρωτοβουλίας. Μια συνοικία στην οποία έχουν παρουσία και ανα­πτύσσουν πολλά χρόνια οι κομματικές δυνάμεις μας μια συνοικιακή δουλειά με εκλεγμένο δημοτικό σύμβουλο. Για ένα περίπου μήνα οι δυνάμεις μας «αλώνισαν» τις γειτονιές του Δήμου Ηλιούπολης, ήρθαν σε επαφή με πολύ κόσμο, μοίρασαν χιλιάδες προκηρύξεις και ανάρτησαν εκατοντάδες χαρτόνια και πανό, ενώ αρκετός κόσμος παραβρέθηκε στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση της Αριστερής Πρωτοβουλίας στην κεντρική Πλατεία της Ηλιούπολης.

Το αποτέλεσμα που κατέγραψε η «Αριστερή Πρωτοβουλία» με τις 506 ψήφους και ποσοστό 1,74%, περίπου όσο και στις προηγούμενες εκλογές, είναι ένα θετικό  αποτέλεσμα που πιστοποιεί τη δημοτική συνοικιακή δουλειά που αναπτύσσουμε στην Ηλιούπολη, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του Ιούνη το Μ-Λ ΚΚΕ στην Ηλιούπολη πήρε 75 ψήφους. Με βάση το νέο αντιδημοκρατικό νόμο της κυβέρνησης για τις εκλογές στην τοπική αυτοδιοίκηση και το απαγορευτικό όριο του 3% χάθηκε η έδρα από το Δημοτικό Συμβούλιο.

Γνωρίζουμε καλά πως η παρέμβαση του Μ-Λ ΚΚΕ στους δήμους χρειάζεται να διανύσει πολλά βήματα ακόμα, να δεθεί με τα τοπικά προβλήματα και τους αγώνες, συνδέοντάς τα με τα ευρύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός και οι εργαζόμενοι, προβάλλοντας μια πραγματικά αριστερή πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση και σε αντιπαράθεση με την κυβερνητική επιχείρηση σταδιακής της μετατροπής σε μακρύ χέρι του κράτους. Με την πεποίθηση πως τη μόνη πραγματική αντιπολίτευση αποτελούν οι αγώνες του λαού και των εργαζομένων και μόνο αυτοί θα κρίνουν το μέλλον, το Μ-Λ ΚΚΕ θα συνεχίσει να παλεύει για να ενισχυθεί η αγωνιστική κατεύθυνση που υπηρετεί μέσα στις γειτονιές, τις συνοικίες και τα χωριά, μέσα στα σωματεία και τους χώρους δουλειάς, τους αγροτικούς συλλόγους και τα χωράφια, τους φοιτητικούς συλλόγους και τα σχολεία, όπου ζει και αναπνέει η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία.