Με φουσκωμένα τα πανιά της η κυβέρνηση της ΝΔ προχωρά με επιταχυνόμενους ρυθμούς στην υλοποίηση του αντιλαϊκού της προγράμματος, βήμα προς βήμα και μεθοδικά. Μετά το ξεκαθάρισμα των Εξαρχείων από τα “σκουπίδια” και τη “σκόνη” και το χτύπημα στο Άσυλο, η κυβέρνηση της ΝΔ βάζει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα σε μια νέα αντιλαϊκή δίνη μέτρων.

Η πολυδιαφημιζόμενη “ανάπτυξη για όλους” που αποτελεί το κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης δεν είναι τίποτα άλλο από το άνοιγμα του δρόμου στο μεγάλο κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο, ώστε να ασκήσει την πιο στυγνή εκμετάλλευση και καταπίεση πάνω στην εργατική τάξη και να γκρεμίσει κάθε εμπόδιο που μπορεί να βάλει φραγμό στην ασύδοτη κερδοφορία του.

Τα κυβερνητικά επιτελεία επιδίδονται καθημερινά σε μια πολύ καλά επεξεργασμένη και σχεδιασμένη επιχείρηση εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων. Υπόσχονται ελάχιστα ψίχουλα φοροελαφρύνσεων (πχ ΕΝΦΙΑ) ενώ την ίδια ώρα απλόχερα βγάζουν στο σφυρί τα “ασημικά” της χώρας. Λιμάνια, δρόμοι, αεροδρόμια, η ΔΕΗ, όλος ο δημόσιος πλούτος ετοιμάζεται να παραδοθεί στο ξένο μεγάλο κεφάλαιο, βαθαίνοντας το αλυσόδεμα του λαού στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, για άλλη μια φορά στο όνομα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ψεύδεται ασύστολα ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του όταν λέει πως νοιάζεται δήθεν για καλά αμειβόμενες θέσεις – πλήρους μάλιστα – απασχόλησης. Ας μην ξεχνάμε πως η ΝΔ ήταν ο βασικός θιασώτης, εδώ και μια δεκαετία, της μνημονιακής πολιτικής που συνέθλιψε τις συλλογικές συμβάσεις και σάρωσε τις εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις πολλών δεκαετιών αιματηρών αγώνων και θυσιών των εργαζομένων, που γιγάντωσε την ανεργία και μετέτρεψε την εργασία σε λάστιχο. Πάνω στα αποκαΐδια της πολιτικής της ΝΔ, βρήκε χρυσή ευκαιρία η εργοδοσία να ασυδοτεί, να λεηλατεί, να τρομοκρατεί και να απολύει, να μετατρέπει σε καθεστώς την απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία, να υποχρεώνει τους εργαζόμενους να δουλεύουν σε συνθήκες μεσαίωνα χωρίς ωράριο.

Σήμερα η ΝΔ ως κυβέρνηση, αφού πρώτα φρόντισε να την ξεπλύνει και να την αθωώσει ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ όλο το αντιλαϊκό παρελθόν της, παρουσιάζεται ως ο εγγυητής των συμφερόντων των εργαζομένων. Στο όνομα της “ανάπτυξης” η κυβέρνηση εξαγγέλλει μέτρα δήθεν προστασίας της εργασίας, υποσχόμενη πως θα καταπολεμήσει δήθεν την ανασφάλιστη ή απλήρωτη εργασία και τάζοντας ελάχιστα ψίχουλα για τις ατελείωτες ώρες υπερωριακής απασχόλησης των εργαζομένων. Στόχος της κυβέρνησης είναι να δημιουργήσει μια επίπλαστη εικόνα εργασιακής ασφάλειας. Όμως το κέντρο βάρους της νέας δέσμης μέτρων που φέρνει προς ψήφιση βρίσκεται στον αντίποδα των συμφερόντων των εργαζομένων.

Στην πράξη η κυβέρνηση θεσπίζει σειρά μέτρων που χτυπούν ακόμα περισσότερο τις ήδη τσακισμένες συλλογικές συμβάσεις. Θέτει ανυπέρβλητα εμπόδια στην μονομερή προσφυγή των εργαζομένων στη Διαιτησία, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της εργοδοσίας. Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, οι εργοδότες μπορούν πλέον ανεμπόδιστα να αρνούνται την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, αν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντά τους και την κερδοφορία τους. Την ίδια στιγμή η μερική και εκ περιτροπής εργασία παγιώνεται και μετατρέπεται σε καθεστώς.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θέλει να δημιουργήσει ακόμα καλύτερες προϋποθέσεις για την ασύδοτη κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, για την πιο ακραία εκμετάλλευση και καταπίεση των εργαζομένων. Το κυβερνητικό αφήγημα της προσέλκυσης των λεγόμενων στρατηγικών επενδυτών, μπορεί να υπηρετηθεί μόνο όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.

Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση της ΝΔ βάζει στο στόχαστρο το συνδικαλιστικό κίνημα και την απεργία. Μαζί με τη νέα εργασιακή έρημο, θέλει να αλυσοδέσει ακόμα πιο σφιχτά τους εργαζόμενους, και να τους παραδώσει αφοπλισμένους στην εργοδοσία και το μεγάλο κεφάλαιο. Βασική επιδίωξη της ντόπιας ολιγαρχίας και επιτακτική υπαγόρευση των Ευρωπαίων ήταν το χτύπημα των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, των συνδικάτων και της απεργίας. Η ΝΔ πατώντας πάνω στο προηγούμενο νομοθέτημα του ΣΥΡΙΖΑ που επέβαλε ασφυκτικούς όρους για την κήρυξη απεργίας, κλιμακώνει την επίθεσή της. Θεσπίζει μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων για να επιβάλλει συνθήκες τρομοκρατίας και απόλυτης υποταγής των εργαζομένων μπροστά στην εργοδοσία. Εισάγει την δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την προκήρυξη απεργίας και εδραιώνει το ποσοστό του 50+1% για να τσακίσει κάθε δυνατότητα των εργαζομένων να ορθώσουν απεργιακό φραγμό στην αντεργατική πολιτική.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και ενώ το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε βαθιά κρίση και υποχώρηση, εξαιτίας της απαξίωσής του από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο λαός και οι εργαζόμενοι οφείλουν να δώσουν τη δική τους απάντηση. Απέναντι στην κυβερνητική προπαγάνδα περί “ανάπτυξης για όλους”, οφείλουν να αντιτάξουν τα ζωτικά τους συμφέροντα. Κανένας συμφιλιωτισμός και καμία ταξική συνεργασία δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα και διεκδικήσεις, από τη μια, και τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας από την άλλη. Αυτές οι δύο πλευρές βρίσκονται σε αδιάκοπη πάλη.

Η αναχαίτιση και η απόκρουση του νέου γύρου αντιλαϊκής επίθεσης δεν μπορεί να υπηρετηθεί από την πολιτική εκείνη που διασπά την ενότητα των εργαζομένων και των αγώνων τους. Που πίσω από την υπερεπαναστατική λογοκοπία και τη θολούρα της “λαϊκής εξουσίας” και των “μεταβατικών προγραμμάτων” συγκαλύπτει τη φυγή από την κοπιαστική αλλά αναγκαία δουλειά για την ταξική και αγωνιστική ανασυγκρότηση και ανασύνταξη των συνδικάτων. Η οποία στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης ενότητας των εργαζομένων, ανοίγει χωριστούς δρόμους, στήνει υποτιθέμενα κέντρα αγώνα και καρικατούρες συντονισμού σωματείων.

Η πάλη για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, για να ξαναζωντανέψουν τα σωματεία, να γίνουν μαζικά και μαχητικά όπλα των εργαζομένων για την υπεράσπιση και διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, περνά μέσα από την ασίγαστη πάλη με τις δυνάμεις που κυριαρχούν μέσα στο σ/κ και το δηλητηριάζουν.

Τα πρόσφατα εκφυλιστικά φαινόμενα που συντελούνται, ιδιαίτερα στην κορυφή του συνδικαλιστικού κινήματος, στην ηγεσία της ΓΣΕΕ επιβεβαιώνουν τον ύπουλο και προδοτικό ρόλο που παίζουν οι δυνάμεις του κυβερνητικού και φιλοεργοδοτικού συνδικαλισμού. Η πολιτική των δυνάμεων αυτών (ΠΑΣΚ – ΔΑΚΕ – ΜΕΤΑ/ΣΥΡΙΖΑ) είναι ταυτισμένη με την υποταγή στην κυβερνητική πολιτική και την απαξίωση των συνδικάτων. Οδηγεί τους εργαζόμενους στην αποστροφή τους απ’ αυτά. Οι δυνάμεις αυτές που κυριαρχούν χρόνια στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα, το οδηγούν σήμερα στον απόλυτο εκφυλισμό και στην απαξίωση.

Οι ίδιες δυνάμεις, που σήμερα μάλιστα αποτελούν τη – διορισμένη από το κράτος και τα αστικά δικαστήρια – Διοίκηση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, πάνω στο έδαφος του διαλυτισμού που επικρατεί στο σ/κ αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Στήνουν μια διχαστική – για το εργατικό κίνημα – αντιπαράθεση με την ηγεσία του ΠΑΜΕ, με αφορμή τους πρόσφατους τραμπουκισμούς στο συνδικαλιστικό συνέδριο της ΓΣΕΕ και επιδίδονται σε ένα άνευ προηγουμένου αντικομμουνιστικό υβρεολόγιο. Φροντίζουν όμως με επιμέλεια να αφήσουν στο απυρόβλητο την κυβέρνηση να προχωρήσει ανεμπόδιστα το αντιλαϊκό της έργο.

Προχωρούν όμως ακόμα ένα βήμα παραπέρα. Μπροστά στην προκηρυγμένη απεργία στις 24 Σεπτέμβρη, την οποία έχουν αποφασίσει τόσο η ΑΔΕΔΥ όσο και μια σειρά Εργατικών Κέντρων και Συνδικάτων, η ηγεσία της ΓΣΕΕ καλεί σε ανοιχτή διάσπαση του απεργιακού μετώπου απαιτώντας από τα σωματεία, τις Ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα που ελέγχουν οι δυνάμεις αυτές, να προκηρύξουν απεργία σε ξεχωριστή ημέρα. Η γραμμή τους σημαίνει υποταγή και αφοπλισμό των εργαζομένων. Σημαίνει συνθηκολόγηση με την κυβερνητική πολιτική και την εργοδοσία. Η ταξική πτέρυγα του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος οφείλει όχι μόνο να αποκαλύψει το πραγματικό ρόλο των δυνάμεων της γραφειοκρατίας, του κυβερνητικού και φιλοεργοδοτικού συνδικαλισμού, αλλά να διεξάγει αδιάκοπη πάλη.

Παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που υπάρχουν, η απεργία στις 24 Σεπτέμβρη πρέπει να αποτελέσει βήμα αγώνα των εργαζομένων για την υπεράσπιση των εργασιακών, συνδικαλιστικών και δημοκρατικών τους δικαιωμάτων για να μην περάσει το αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Είναι ανάγκη να συγκροτηθεί ένα ενιαίο πανεργατικό – παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης και πάλης με κορμό τα μαζικά και αγωνιστικά σωματεία των εργαζομένων, ώστε να μπει φραγμός στην αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης.