Πλησιάζοντας προς το φθινόπωρο (με το Σεπτέμβρη να αποτελεί το μήνα-ορόσημο αναφορικά με τις επίσημες ανακοινώσεις της ηγεσίας Γεννηματά για τον «οδικό χάρτη» των εσωκομματικών διαδικασιών ανάδειξης νέου αρχηγού), οι υποψήφιοι μνηστήρες -με τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις των βασικών οικονομικοπολιτικών κέντρων εξουσίας, τα οποία (και) μέσω των συστημικών ΜΜΕ πριμοδοτούν κατά περίπτωση ως «καταλληλότερο» τον εκλεκτό της αρεσκείας τους- ακροβολίζονται, και οι φανερές και υπόγειες διεργασίες όπως άλλωστε και τα συντροφικά αλληλομαχαιρώματα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ.

Στα πλαίσια αυτά με μότο το λεγόμενο «πράσινο κοινωνικό συμβόλαιο», η Φ. Γεννηματά καμώνεται πως προωθεί τάχα την ατζέντα που αγκαλιάζει πανευρωπαϊκά «τις γνήσιες προοδευτικές δυνάμεις». Έτσι, μετά τη σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, συναντήθηκε και με αντιπροσωπεία των Πράσινων. Παίρνοντας τον ίσκιο της για μπόι, δημαγώγησε για την επιστολή προς τον Μητσοτάκη όπου ζητούσε «τη δημιουργία ενός νέου κλιματικού νόμου με διακομματική συναίνεση ήδη από τον περασμένο Απρίλη» ενώ αναφέρθηκε προς επίρρωση του αφηγήματός της μέχρι και «στη στροφή των ΗΠΑ επί Μπάιντεν στην πράσινη ανάπτυξη». Εξάλλου, απέναντι στο κάλεσμα του Α. Τσίπρα για συμπόρευση όλων των προοδευτικών δυνάμεων στη βάση των «προγραμματικών θέσεων» του ΣΥΡΙΖΑ, η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ αντιπαρέβαλε «την αυτόνομη πορεία και τον αυτόνομο λόγο της παράταξης …επιθυμούμε τη συστράτευση με τον κόσμο της δημοκρατικής παράταξης και με πρόσωπα της ευρύτερης κεντροαριστεράς…». Πασχίζοντας παράλληλα να πείσει πως κινείται στην περιβόητη γραμμή των «ίσων αποστάσεων» (όταν είναι γνωστό πως ιδιαίτερα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο της πανδημίας, το ΚΙΝΑΛ, ως πολύφερνη νύφη, έδωσε παντοιοτρόπως τα διαπιστευτήριά του στο αστικό πολιτικό σύστημα, καταλαμβάνοντας επάξια τη θέση του στο ψευδεπίγραφο μέτωπο της «εθνικής ενότητας» υπό την μπαγκέτα του Κ Μητσοτάκη), η Φ. Γεννηματά ύψωσε προς στιγμήν τους τόνους της κούφιας αντιδεξιάς ρητορικής, ξιφουλκώντας υποτίθεται κατά της ΝΔ που «χρησιμοποίησε τα περιοριστικά μέτρα ως δικαιολογία για την παράκαμψη των κανόνων χρηστής διοίκησης και διαφάνειας από το κράτος».
Είναι γεγονός πως στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο ομονοούν ανοιχτά όλοι οι υποψήφιοι για το χρίσμα, με τον Λοβέρδο (τον οποίο κυβερνητικά παράκεντρα και υποτιθέμενες δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν εδώ και καιρό ως τον «καταλληλότερο», μιας και ο εν λόγω εραστής της αλήστου μνήμης συγκυβέρνησης Βενιζέλου-Σαμαρά έχει προ πολλού χαρακτηρίσει το κόμμα του Α. Τσίπρα ως «υπαρξιακό αντίπαλο») να κομπορρημονεί πως εφόσον εκλεγεί πρόεδρος θα κάνει το ΠΑΣΟΚ τον εναλλακτικό πόλο προς τη ΝΔ.
Από την πλευρά του ο Ν. Ανδρουλάκης ανακοίνωσε πως θα διεκδικήσει την αρχηγία κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, καθώς έχει δηλώσει ότι οι λόγοι που τον οδήγησαν να θέσει υποψηφιότητα το 2017 έχουν ενισχυθεί. «Την ευκαιρία που μας δόθηκε τότε με τη συμμετοχή 212.000 πολιτών δεν την αξιοποιήσαμε όσο θα έπρεπε». Αξίζει να σημειωθεί πως στις προ τετραετίας εκλογές ο Ανδρουλάκης είχε περάσει στο δεύτερο γύρο με αντίπαλο τη Φ. Γεννηματά, λαμβάνοντας το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 43,25% και 66.483 ψήφους. Στη συγκυρία ξιφουλκεί κι αυτός κατά της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ, αναφέροντας πως το κεντροαριστερό δεκανίκι «παραμένει στάσιμο τη στιγμή που η κυβέρνηση της ΝΔ αρχίζει να συσσωρεύει δυσαρέσκεια και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε πτωτική πορεία».