Από τη μια καταψηφίζει τη Συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις Βάσεις
και από την άλλη εξωραΐζει προκλητικά τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό

Καταψήφισε τελικά τη νέα συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ για τις αμερικανικές βάσεις ο ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Πέμπτη 12/5. Αν ο Πάιατ, πρώην πλέον πρέσβης των ΗΠΑ, παρακολουθούσε την εξέλιξη αυτή θα έμενε για δεύτερη φορά «έκπληκτος με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ». Την πρώτη φορά που έμεινε «έκπληκτος» ήταν τον περασμένο Οκτώβρη, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφιζε τότε τη συμφωνία της κυβέρνησης ΝΔ για την επέκταση των αμερικανικών βάσεων, δηλώνοντας δημόσια πως «(…) αυτή η αναγέννηση των αμυντικών σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ ξεκίνησε πραγματικά κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Τα τέσσερα μέρη, που συνεχίζουμε να αναπτύσσουμε ως μέρος της αμυντικής συμφωνίας, είναι μέρη που εντοπίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκινήσαμε να λειτουργούμε στη Λάρισα, στην Αλεξανδρούπολη και το Στεφανοβίκειο κατά τη διάρκεια της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ». Με αυτό τον τρόπο ο εκπρόσωπος των ΗΠΑ «κάρφωνε» την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνοντας με το δάχτυλο ποιος είναι εκείνος που εγκαινίασε μια νέα εποχή για να μετατραπεί η χώρα σε ένα απέραντο ορμητήριο για τα επιθετικά σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Για δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει την ίδια δίγλωσση και δημαγωγική τακτική καταψηφίζοντας τη νέα συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ και με την οποία παραχωρεί γη και ύδωρ επ’ αόριστο στους πολεμοκάπηλους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Η νέα κατάπτυστη συμφωνία ήρθε μάλιστα εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και ελάχιστα 24ωρα πριν ο Μητσοτάκης μεταβεί στις ΗΠΑ για να καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στους φονιάδες των λαών. Μια συμφωνία που χαλκεύει νέα δεσμά ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, που σέρνει τη χώρα στο φιλοπόλεμο άρμα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ε­μ­πλέκοντάς την σε επικίνδυνα επιθετικά σχέδια των δυτικών. Αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο της συμφωνίας που κύρωσε η ελληνική Βουλή με τις ψήφους ΝΔ και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.

Αυτό το περιεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατά τα άλλα καταψήφισε τη συμφωνία, δεν το είδε ποτέ. Δεν είδε ούτε να βαθαίνει το καθεστώς της εξάρτησης και της αμερικανοκρατίας, ούτε να παραδίδονται λιμάνια, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, υποδομές, τα πάντα στους εμπρηστές του πολέμου τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές για να προωθηθούν οι κατακτητικοί τους σκοποί. Αντί για όλα αυτά «είδε» μόνο ότι η κυβέρνηση παραχωρεί τα πάντα χωρίς να παίρνει τα αντίστοιχα ανταλλάγματα, καθιστώντας έτσι τη χώρα ως ένα «προβλέψιμο εταίρο», την ώρα μάλιστα που η τουρκική προκλητικότητα κλιμακώνεται και αναθερμαίνονται οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως σημείωσε με νόημα ο Τσίπρας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κατά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του, τον Τσίπρα, «κατάλληλα» ανταλλάγματα είναι η αναζήτηση προστασίας από τις ΗΠΑ απέναντι στις αξιώσεις της τούρκικης μεγαλοαστικής τάξης. Αναπαράγοντας -όπως κι η ΝΔ- την ίδια εθνικιστική ρητορεία περί υπεροπλίας της Τουρκίας που ανατρέπει τους στρατιωτικούς συσχετισμούς στο Αιγαίο, ο Τσίπρας κάλεσε το Μητσοτάκη να ζητήσει διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις από τον Μπάιντεν ώστε να πιάσει τόπο η νέα συμφωνία. Επιβεβαίωσε έτσι για μια ακόμα φορά πως συμπλέει με όλα τα αστικά πολιτικά κόμματα και τη διαχρονική κοινή στάση όλων των κυβερνήσεων που εναποθέτουν τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων κάτω από την «υψηλή προστασία» και «εποπτεία» των Αμερικάνων.

Μπορεί για δημαγωγικούς λόγους να καταψήφισε τη συμφωνία για τις βάσεις, αλλά όπως ο ίδιος ο Τσίπρας δήλωσε εμφατικά στο κλείσιμο της ομιλίας του στη Βουλή, αν γίνει κυβέρνηση θα επαναδιαπραγματευτεί τους όρους της Συμφωνίας. Στην πραγματικότητα η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μνημείο αμερικανοδουλείας και υποταγής στα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα των ΗΠΑ. Η πολιτική του δεν αμφισβητεί την αμερικανική κυριαρχία που βαθαίνει στη χώρα, αλλά αντίθετα τη στηρίζει, όπως τους υπενθύμισε και ο Πάιατ. Από τα σχέδια για την «αμυντική συνεργασία» που εγκαινίασε ως κυβέρνηση ως την ευθυγράμμισή του με το δυτικό μέτωπο στον πόλεμο στην Ουκρανία ασκεί μια πολιτική εξωραϊσμού του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Φτάνει μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ στο σημείο να παρουσιάζει ως «επιχειρησιακές ανάγκες» των ΗΠΑ την ενίσχυση της αμερικανοκρατίας στη χώρα, για να εξυπηρετήσουν τα επιθετικά τους σχέδια στην ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται για μνημείο εξωραϊσμού και συγκάλυψης του αδίστακτου προσώπου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

***

Την πορεία μετατροπής του σε ένα καθαρόαιμο αρχηγικό-αστικό κόμμα επισφράγισε στις κάλπες της 15ης Μάη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τα μέλη να εκλέξουν την Κεντρική Επιτροπή αλλά και τον Πρόεδρο, παίρνοντας οριστικά πλέον διαζύγιο από τις παραδόσεις, τη συγκρότηση και τη λειτουργία των κομμάτων που αναφέρονται στην Αριστερά. Στόχος της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ανακόψει και να αχρηστεύσει την εσωκομματική αντιπολίτευση, την λεγόμενη «ομ­πρέλα», που αποτελεί ακόμα το «αριστερούτσικο» αγκάθι στην προσπάθεια να αποτινάξει όλα τα βαρίδια του παρελθόντος. Κυρίως θέλει να συγκροτήσει ένα συμπαγές και ταυτόχρονα προσωποπαγές κόμμα που θα αποτελέσει τη βασική συνιστώσα μιας ενδεχόμενης κυβερνητικής συνεργασίας, που θα εγγυάται τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος.

Οι εσωκομματικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στο φόντο της άγριας αντιλαϊκής πολιτικής, της καλπάζουσας ακρίβειας και φτώχειας, ένα σκηνικό που επιταχύνει την κυβερνητική φθορά, αποτελούν για το ΣΥΡΙΖΑ μια ευκαιρία να συσπειρώσει τις δυνάμεις του, κάτι που δεν κατόρθωσε να κάνει τα τελευταία τρία χρόνια. Και πώς να το πετύχει, άλλωστε, όταν έδειξε ανοχή ή και στήριξε την κυβέρνηση της ΝΔ, όταν ευθυγραμμίστηκε και συνέπλευσε μαζί της εδώ και τρία χρόνια σε όλα τα βασικά ζητήματα. Η πολιτική ατζέντα και το μονοθεματικό σλόγκαν «στέλνουμε πίσω το λογαριασμό» που υιοθέτησε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από το συνέδριο ως τις εκλογές, πέρα από την προφανή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για την ακρίβεια, συγκαλύπτει περίτεχνα όλη αυτή τη γραμμή ανοχής και σύμπλευσης, την ανυπαρξία πραγματικής αντιπολίτευσης την ώρα που λαός μας δοκιμάζεται σκληρά από την πανδημία, τη φτώχεια, την αντιλαϊκή πολιτική.

Όσο πλησιάζει ο χρόνος των βουλευτικών εκλογών και εντείνεται η φθορά της ΝΔ, το σκηνικό που στήνει ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνει τη σφραγίδα της δημαγωγίας και της εξαπάτησης, του εγκλωβισμού του λαού στα γνωστά κάλπικα διλήμματα μακριά από τις πραγματικές του ανάγκες.