Με ένα μάλλον «αγχωτικό» κάλεσμα για κινητοποίηση άρον-άρον εμφανίστηκαν στελέχη του ΝΑΡ και της «ΑΝΤΑΡΣΥΑ», την προηγούμενη εβδομάδα, μετά τις δηλώσεις του Μητσοτάκη και την ανακοίνωση του νέου αντιδραστικού μέτρου της υποχρεωτικότητας για τους άνω των 60 ετών. Τελικά η κινητοποίηση δεν έγινε, έχει όμως τη σημασία του να δούμε πώς φτάσαμε ως εδώ, τι στάση κράτησαν μια σειρά δυνάμεις όλο το προηγούμενο διάστημα απέναντι στην κυβερνητική πολιτική για την πανδημία -ιδιαίτερα απέναντι στην υποχρεωτικότητα- και ποια είναι η πολιτική κατεύθυνση που προτείνουν αυτές οι δυνάμεις για την απόκρουση της κυβερνητικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο έχει τη σημασία του, ύστερα από την απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας υπέρ της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού για κατηγορίες εργαζομένων στην Υγεία και αλλού, κρίνοντας συνταγματικές τις κυβερνητικές αποφάσεις και ανοίγοντας το δρόμο για επέκταση της υποχρεωτικότητας σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων ή σε οποιαδήποτε πληθυσμιακή ομάδα προσδιορισμένη με ηλικιακά κριτήρια.

Εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι σωστό και αποτελεί επιτακτική ανάγκη (και στο μέτρο των δυνάμεών μας προσπαθούμε εδώ και καιρό) το προοδευτικό, το δημοκρατικό και συνδικαλιστικό κίνημα να πάρει πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη των αναγκαίων αγώνων ενάντια στην πολιτική του ζόφου, του αυταρχισμού, του διχασμού και του εκφασισμού, που το τελευταίο διάστημα μέσω της υποχρεωτικότητας επιχειρεί να βαθύνει η κυβέρνηση. Τα πράγματα είναι καθαρά πλέον. Όσο για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα το συνδικαλιστικό και αριστερό κίνημα αδρανεί, η ανάγκη θα μετατρέπει τους ανεμβολίαστους σε αντιεμβολιαστές και θα τους εγκλωβίζει στο λεγόμενο αντιεμβολιαστικό κίνημα, όπου κυριαρχούν αντιεπιστημονικές, σκοταδιστικές αντιλήψεις και ομάδες της ακροδεξιάς και της θρησκοληψίας.

Όμως τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν εδώ τυχαία. Δυστυχώς υπάρχουν ευθύνες και σε εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά. Όταν η κυβέρνηση άνοιξε το ζήτημα της υποχρεωτικότητας με τους εργαζόμενους σε υγεία–πρόνοια στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, η αδράνεια -που ακόμη και σε επίπεδο ανακοινώσεων παρατηρήθηκε- ουσιαστικά έδινε χρόνο και μετατρεπόταν σε στήριγμα ενός αντιδραστικού εκβιασμού. Με μικρές εξαιρέσεις, οι υγειονομικοί -παρά τις διαρκείς εκκλήσεις για στήριξη- αφέθηκαν στην τύχη τους, με τη σιωπή τού δημοκρατικού και συνδικαλιστικού κινήματος να γίνεται κάποιες φορές εκκωφαντική. Σαν να έδιναν χρόνο στις κυβερνητικές πιέσεις, ώστε μέχρι την 1η Σεπτέμβρη να «λυθεί το πρόβλημα». Κάτι που ανάγκασε κατόπιν εορτής την 1η Σεπτέμβρη, με 7000 υγειονομικούς σε αναστολή, να βγάλουν όλοι αυτοί που μέχρι τότε περίμεναν(!)… ανακοινώσεις. Ανακοινώσεις φειδωλές, που στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν τις αναστολές και όχι την υποχρεωτικότητα. Και μετά σιωπή. Επιμελώς, τρεις μήνες τώρα, το θέμα της υποχρεωτικότητας και της αναστολής το υποβαθμίζουν ή το ξεχνούν ενώ, παράλληλα, προβάλλουν εμμονικά την καθολικότητα των εμβολιασμών, επικοινωνώντας έτσι -στην πραγματικότητα- με το κυβερνητικό αφήγημα και στρώνοντας το χαλί και στην υποχρεωτικότητα.

Άλλωστε, πολλές οργανώσεις όλο το προηγούμενο διάστημα -με αδιανόητα «επιχειρήματα»- τάχθηκαν επί της ουσίας υπέρ της υποχρεωτικότητας και σίγουρα πρόσφεραν έδαφος στην εδραίωση του κυβερνητικού αφηγήματος. Ακόμη και την «υποχρεωτικότητα» στο σοσιαλισμό του Λένιν επικαλέστηκαν κάποιοι, προσφέροντας άλλοθι στην εγκληματική κυβερνητική πολιτική εργαλειοποίησης των εμβολίων. Ξεχνώντας για μια ακόμη φορά το «ποιος» έχει την εξουσία, σε «ποιον» και «γιατί» την επιβάλλει. Καθόλου τυχαία, το «επιχείρημα» περί υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στη Σοβιετική Ένωση φρόντισε πολύ νωρίς να το αναπαραγάγει η ακραία αντικομμουνιστική Καθημερινή, επιχειρώντας να νομιμοποιήσει την αντιδραστική πολιτική τής ΝΔ και να υπονομεύσει και ακυρώσει την αντίθεση της Αριστεράς, επικαλούμενη το ιδεολογικό της οπλοστάσιο…

Ακόμα χειρότερα, ανακάλυψαν το «νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα» των ατομικών δικαιωμάτων στο καπιταλιστικό σύστημα! Και έγιναν αυτόκλητοι συνοδοιπόροι με τη δήθεν συλλογική ευθύνη του Μητσοτάκη(!), κήρυκες του χτυπήματος των ατομικών ελευθεριών! Ξεχνώντας πάλι το βασικό. Το ποιος έχει την εξουσία. Όμως, όταν φτάνουν κάποιοι με βαθυστόχαστες αναλύσεις να χτυπούν τα ατομικά δικαιώματα στον καπιταλισμό, αναπόφευκτα θα συναντηθούν με τους συντάκτες της Καθημερινής και τους συμβούλους του Μητσοτάκη.

Η σύγχυση και οι μηχανιστικές μεταφορές γεγονότων, πολιτικών και αιτημάτων από την προεπαναστατική κατάσταση και το σοσιαλισμό στις συνθήκες του καπιταλισμού έχουν πάντα τραγικά αποτελέσματα για το κίνημα.

Με τον ίδιο τρόπο που τώρα, ξεχνώντας πάντα το ζήτημα της εξουσίας και δραπετεύοντας από την ανάγκη των καιρών, εμφανίζονται με προμετωπίδα την «εθνικοποίηση των ιδιωτικών μονάδων υγείας»! Μάλλον έκριναν ότι το αίτημα για «επίταξη χωρίς αποζημίωση» δεν ήταν επαρκώς «επιθετικό» για την περίοδο και είπαν να προχωρήσουν κατευθείαν στο… σοσιαλισμό! Γιατί η εθνικοποίηση του ιδιωτικού τομέα, η απαλλοτρίωση δηλαδή του μεγάλου κεφαλαίου, μόνο σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να υπάρξει. Και για αυτούς που κρίνουν ότι ένα τέτοιο αίτημα ανταποκρίνεται στο σήμερα, το ερώτημα προκύπτει αβίαστα. Γιατί μόνο σοσιαλιστική υγεία και όχι σοσιαλισμό γενικώς; Γιατί αν μπορεί στον καπιταλισμό να εθνικοποιηθεί ο τομέας της υγείας, τότε εύκολα ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει… σοσιαλισμός.

Δυστυχώς για όλους, οι καιροί απαιτούν πριν από όλα σοβαρότητα. Αιτήματα σαν αυτά, στις παρούσες συνθήκες, αποτελούν την επιτομή του ρεφορμισμού. Και όσο και αν φαντάζουν «επιθετικά» σε κάποιες οργανώσεις, είναι αυτά που  δεν ενοχλούν ούτε το σύστημα, ούτε την κυβέρνηση, ούτε κανέναν απολύτως από τους απολογητές αυτής της πολιτικής. Γιατί πολύ απλά αποτελούν απογειωμένους, εκτός πραγματικότητας, βερμπαλισμούς. Και ως τέτοιοι, μόνο χαμόγελα προκαλούν σε αυτούς που καλούνται σήμερα να απαλλοτριώσουν τους κλινικάρχες και ακόμα περισσότερα στους κλινικάρχες τους ίδιους.

Το ζήτημα δεν είναι τα αιτήματα φυγής από την πραγματικότητα. Αλλά η πραγματικότητα η ίδια. Τρεις μήνες τώρα, 7000 υγειονομικοί παλεύουν με την κυβερνητική πολιτική του αυταρχισμού και των απολύσεων μόνοι τους. Έχοντας στην καλύτερη περίπτωση συνδικαλιστική στήριξη μόνο από την ΠΟΕΔΗΝ. Ακόμα και η ΟΕΝΓΕ (στην οποία κυριαρχούν ΚΚΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ) «ξέχασε» να τους αναφέρει σε τετρασέλιδη ανακοίνωσή της! Η ΟΕΝΓΕ, η ομοσπονδία που σχετίζεται άμεσα με τους 7000 υγειονομικούς, από την ανακοίνωση του μέτρου των αναστολών έχει βυθιστεί στη σιωπή και την αδράνεια. Σε μια περίοδο που έπρεπε να πρωτοστατεί με καθημερινούς αγώνες. Αυτοί οι υγειονομικοί που πρώτοι στοχοποιήθηκαν από την κυβερνητική πολιτική, τρεις μήνες τώρα, στις περισσότερες περιπτώσεις μόνοι, χωρίς τα πρωτοβάθμια σωματεία τους, παλεύουν ενάντια στον εκφασισμό και τη φτωχοποίησή τους. Αν όντως ενδιαφέρει τις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά η επαναφορά στην εργασία τους, οφείλουν να στηρίξουν έμπρακτα αυτό τον αγώνα. Με αγώνες που στην προμετωπίδα τους θα έχουν το όχι στην υποχρεωτικότητα και όχι τον… σοσιαλισμό.

Το δημοκρατικό και συνδικαλιστικό κίνημα δεν υπάρχει για να χλευάζει την πολιτική συγκρότηση των απολυμένων, ούτε για να «αστειεύεται» με τις αδυναμίες στην οργάνωση των αγώνων τους. Δεν είναι εκεί για να τους στηρίξει για αυτά που λένε ή πιστεύουν, αλλά για να περιφρουρήσει το δικαίωμά τους στην εργασία και τις ατομικές ελευθερίες τους. Όποιος δεν το καταλαβαίνει ακόμα αυτό, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στην ακροδεξιά, την οποία υποτίθεται ξορκίζει. Η αδράνεια με την οποία έχει σταθεί το συνδικαλιστικό κίνημα -και βασικά οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν δύναμη σε αυτό- στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας των υγειονομικών είναι αυτή που έδωσε το δικαίωμα στον Μητσοτάκη να εξαγγείλει την επέκτασή της. Ας αναμετρηθεί ο καθένας με τις ευθύνες του.

Στο δια ταύτα, σε ό,τι αφορά το Μ-Λ ΚΚΕ, η θέση για το πώς μπορούν πραγματικά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των αναγκαίων αγώνων που θα κοντράρουν αυτή την πολιτική είναι καθαρή. Χωρίς να υποτιμούμε και να απορρίπτουμε και αυτή την εκδοχή, οι μαζικοί αγώνες για τόσο σοβαρά ζητήματα δεν θα προκύψουν από το άθροισμα των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων. Το ζήτημα του αγώνα ενάντια στην υποχρεωτικότητα πρέπει να μπει επιτακτικά στα σωματεία, στους συλλόγους, σε όλους τους μαζικούς συλλογικούς φορείς. Η απάντηση στην υποχρεωτικότητα πρέπει τώρα, διακριτά, να γίνει υπόθεση του συνδικαλιστικού κινήματος. Και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις να στηρίξουν τους απεργιακούς και κάθε είδους αγώνες του συνδικαλιστικού κινήματος και όχι να είναι απούσες από αυτούς τους αγώνες όποτε γίνονται. Πρέπει δηλαδή όλοι αυτοί που βιάζονται να χτίσουν αύριο το σοσιαλισμό, να κάνουν τώρα αυτό που δεν κάνουν τόσο καιρό.

Συμπερασματικά, η ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι το εμβόλιο αποτελεί βασικό και αναντικατάστατο όπλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας και η σταθερή καταδίκη του αντιεμβολιαστικού «κινήματος» και όλων των σκοταδιστικών αντιλήψεων που το χαρακτηρίζουν πρέπει να συνοδεύεται από την ξεκάθαρη τοποθέτηση καταδίκης της υποχρεωτικότητας και όλων των βάναυσων μέτρων που υφίστανται όσοι επέλεξαν να μην εμβολιαστούν. Μόνο έτσι θα αποτραπούν οι αντιδραστικοί κυβερνητικοί σχεδιασμοί.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην τελευταία ανακοίνωση του Μ-Λ ΚΚΕ:

«Το προοδευτικό και συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει τώρα να απορρίψει χωρίς «αν» και «αλλά» κάθε τέτοιο μέτρο. Να υψώσει πύργο αντίστασης ενάντια στην προπαγάνδα της ατομικής ευθύνης και του κοινωνικού κανιβαλισμού. Να αγκαλιάσει με τα αιτήματα, την αλληλεγγύη και κυρίως τους αγώνες του όλα τα κομμάτια που έχουν στοχοποιηθεί από την κυρίαρχη πολιτική και να ενώσει το λαό στον αγώνα για την ενίσχυση του ΕΣΥ και τη λήψη πραγματικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δοθεί και άλλος χρόνος σε αυτή την αδράνεια, οι πολιτικές εξελίξεις θα χρωματίζονται από ακροδεξιές αναζητήσεις και μετατοπίσεις».

Ναι στο εμβόλιο – Όχι σε κάθε μορφής υποχρεωτικότητα.
Να αποσυρθεί τώρα το μέτρο για τους άνω των 60.
Να γίνει άρση των αναστολών και να επιστρέψουν άμεσα οι υγειονομικοί στην εργασία τους.
Να σταματήσει κάθε αντιεπιστημονική ποινή, απαγόρευση και διάκριση που στοχεύει στο διχασμό και τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Ενίσχυση του ΕΣΥ και της ΠΦΥ, μέτρα πρόληψης και πραγματικής πολιτικής προστασίας τώρα.