Για την παρέμβαση
των κομμουνιστών στις εκλογές

Σημαντικές αναταράξεις φαίνεται να προ­καλούν οι επερχόμενες εκλογές σε μια σειρά οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. «Ο χρόνος είναι λίγος», «να μη χάσουμε άλλες ευκαιρίες», αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των παρασκηνιακών και φανερών διαβουλεύσεων και συζητήσεων, των δεκάδων άρθρων και των λοιπών διεργασιών που συντελούνται στις οργανώσεις αυτές. Για το Μ-Λ ΚΚΕ, οι εκλογές αποτελούν ένα πεδίο πολιτικής παρέμβασης, μία πολιτική μάχη. Γνωρίζουμε καλά πως η ταξική πάλη -όπως διεξαγόταν πριν από τις εκλογές- θα συνεχίσει να διεξάγεται και μετά, αντιλαμβανόμαστε πως η υπόθεση της ανασυγκρότησης τόσο του εργατικού-λαϊκού κινήματος όσο και του αριστερού-κομμουνιστικού κινήματος θα κριθεί μακριά και έξω από τις κάλπες και τα κοινοβουλευτικά παιχνίδια των αστών. «Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα είχαν κηρυχθεί παράνομες». Όσο και αν διακηρυκτικά όλες οι οργανώσεις από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι τη ΛΑΕ θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με τη ρή­ση αυτή, βγαλμένη από την πολύχρονη ιστορία και πείρα του κομμουνιστικού κινήματος, τελικά όλη τους η πολιτική διαδρομή, οι μετωπικές τους συνεργασίες, ακόμη και η ίδια τους η γραμμή καθορίζεται από τις εκλογές.

Έτσι και τώρα, λίγους μήνες πριν τις εκλογές, οι εξελίξεις στις δυνάμεις αυτές πιστοποιούν τον βαθιά εκλογικίστικο και καιροσκοπικό χαρακτήρα των μετώπων και των συνεργασιών τους, το βάθος της ιδεολογικοπολιτικής τους γραμμής και -εν τέλει- την έλλειψη αγωνιστικής και επαναστατικής προοπτικής, την καλλιέργεια ενός κλίματος απογοήτευσης και ηττοπάθειας σε ένα ολόκληρο δυναμικό αγωνιστών.

5η Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
Αδιέξοδα και πολιτική κρίση

Ειδικότερα, το Σαββατοκύριακο 21 και 22 Γενάρη πραγματοποιήθηκε η 5η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην οποία αποτυπώθηκε η κρίση στην οποία έχει περιέλθει εδώ και αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Τόσο πριν από αυτήν όσο και κατά τη διάρκειά της, στην 5η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκφράστηκαν δύο διαμετρικά αντίθετες γραμμές για την εκλογική παρέμβαση του μετώπου. Από τη μία πλευρά, η θέση του ΝΑΡ συμπυκνώνεται λίγο-πολύ στην αυτόνομη εκλογική κάθοδο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στο κάλεσμα προς τις «ενδιάμεσες δυνάμεις» [Αναμέτρηση (πρώην ΝΑΡ και Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ), ΑΡΑΝ, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο (πρώην ΝΑΡ)] για συμπόρευση στη βάση του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης».

Από την άλλη, η πρόταση του ΣΕΚ, η οποία καλεί σε εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ και τις προαναφερθείσες δυνάμεις, στη βάση και της κοινής πρωτοβουλίας που έχουν συγκροτήσει, με εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβρη στην Αθήνα και που την επόμενη περίοδο θα πραγματοποιηθούν αντίστοιχες και σε άλλες πόλεις της χώρας. Στο τέλος της Συνδιάσκεψης, οι θέσεις που πρότεινε το ΝΑΡ («θέσεις της πλειοψηφίας του ΠΣΟ») υπερψηφίστηκαν από το 65,15% των αντιπροσώπων, καταψηφίστηκαν από το 34,48%, ενώ καταγράφηκαν και 2 λευκά. Σε ό,τι αφορά στο σχέδιο απόφασης που πρότεινε το ΝΑΡ, υπερψηφίστηκε από το 58,55%, καταψηφίστηκε από το 34,77% και 6,66% ψήφισε λευκό.

Τα μέτωπα που αποφασίζουν
οι …πλειοψηφίες!

Ανεξάρτητα από το πολιτικό περιεχόμενο των διαφωνιών και το υπόβαθρο της κρίσης στην οποία έχει οδηγηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ -και στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω- οφείλουμε να σταθούμε σε ένα ιδιαίτερα σοβαρό σημείο στον τρόπο λήψης αποφάσεων από το συγκεκριμένο μετωπικό σχήμα, το οποίο αποτελεί απότοκο της συνολικής οπορτουνιστικής γραμμής των δυνάμεων που το συγκροτούν. Κατά την άποψή μας, κάθε μετωπικό σχήμα -είτε πρόκειται για πολιτικοσυνδικαλιστική είτε για κεντρική πολιτική συνεργασία- δεν μπορεί παρά να προχωρά στη βάση της ομοφωνίας. Αυτό σημαίνει ότι προχωράμε σε αυτά που είναι κοινά συμφωνηθέντα και αποδεκτά, σε αυτά που αποτελούν την κοινή βάση μιας συνεργασίας. Οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, εφόσον δε μιλάμε για κοινό κόμμα ή οργάνωση που λειτουργεί στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και στα σώματα αποφασίζει με ψηφοφορίες, είναι αντιδημοκρατική και αποτελεί οργανωτική επιβολή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία, με την τελευταία να μη δεσμεύεται από πουθενά για την εφαρμογή αυτής ή της άλλης απόφασης.

«Ενότητα» μέχρι τις εκλογές

Από την ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009 μέχρι σήμερα, η γραμμή του ΝΑΡ -που μπορεί να υπερψηφίζεται άλλοτε με οριακά και άλλοτε με υψηλότερα ποσοστά- αποτελεί και γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παρόλα αυτά, όπως τόνισε και ο εκπρόσωπος του ΣΕΚ στην καταληκτική του ομιλία στην 5η Συνδιάσκεψη, «συνεχίζουμε ενωτικά και αντικαπιταλιστικά», δηλαδή συνεχίζουν να πιέζουν στην κατεύθυνση της εκλογικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ και τις άλλες οργανώσεις, ανεξάρτητα από πλειοψηφίες και μειοψηφίες, αφού δε δεσμεύονται από κανέναν. Στη βάση αυτή, όλα αυτά τα χρόνια, στις περισσότερες συγκεντρώσεις η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίζεται σε δύο και τρία διαφορετικά σημεία με διαφορετικά πανό, οι οργανώσεις που την συγκροτούν κατεβαίνουν ξεχωριστά σε σωματεία, δήμους και φοιτητικούς συλλόγους, σε συσκέψεις οργανώσεων για διάφορα θέματα τοποθετούνται ξεχωριστά και σε αντιπαράθεση και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Θυμίζουμε, ακόμα, πως οι ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ βρίσκονταν μέχρι και το 2015 στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αποχώρησαν από το κοινό μέτωπο, μόλις το Αριστερό Ρεύμα αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ, συγκροτώντας από κοινού την ΛΑΕ.

Από την άποψη αυτή, είναι φανερό πως συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις οργανώσεις που συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι ούτε το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης», ούτε η «εργατική αντιπολίτευση», ούτε καμία άλλη ψευτοεπαναστατική και φλύαρη λογοκοπία. Αυτό που ενώνει τις δυνάμεις αυτές είναι η εκλογική τους καταγραφή. Στη βάση αυτή συγκρότησαν τη συνεργασία τους και στη βάση αυτή την διατηρούν. «Να περάσει η αντικαπιταλιστική αριστερά το φράγμα του 3%», «ισχυρή αντικαπιταλιστική αριστερά στη βουλή», αυτά και άλλα αντίστοιχα έγραφαν τα προηγούμενα χρόνια το ΠΡΙΝ, η Εργατική Αλληλεγγύη και οι άλλες εφημερίδες του «χώρου», αναπαράγοντας τις ίδιες εκλογικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες που καλλιεργούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, καλλιεργώντας τη λογική της «χαμένης ψήφου» και του «μικρότερου κακού», ιδιαίτερα απέναντι σε δυνάμεις όπως το Μ-Λ ΚΚΕ.

Ξανά για το ρεφορμιστικό χαρακτήρα
του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος»

Σε ό,τι αφορά στο λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης», ένα κράμα δηλαδή άμεσων οικονομικών διεκδικήσεων, μακροπρόθεσμων στόχων πάλης και ρεφορμιστικών αιτημάτων, είναι τόσο φανερή η απουσία του υποκειμένου που καλείται να το εφαρμόσει, καταλήγοντας να είναι ένα κενό γράμμα. Αυτό συμβαίνει διότι όσο και αν ακούγεται βαρύγδουπο «πως αυτό το πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε ρήξη με το κράτος, (…), με επανάσταση και εργατική εξουσία», αποτελεί το λιγότερο αντίφαση να ισχυρίζεται κανείς πως μόνο ένα εργατικό-σοσιαλιστικό κράτος θα μπορούσε να πάρει «μέτρα ενάντια στην ακρίβεια», να πραγματοποιήσει «αυξήσεις στους μισθούς» και μια σειρά ακόμη άμεσα αιτήματα πάλης που καλείται σήμερα να παλέψει το εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Τα «μεταβατικά» προγράμματα ξεκινούν από αιτήματα για τους μισθούς και τις συντάξεις, που αποτελούν στόχο της άμεσης πάλης και ανακατεύονται -όχι τυχαία- με προγραμματικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις για κάθε τομέα του κράτους και της κοινωνίας, που ξεκινούν από τον εκδημοκρατισμό ή αφοπλισμό της αστυνομίας και καταλήγουν στη διαγραφή του χρέους και στις εθνικοποιήσεις των τραπεζών, των βιομηχανιών και των βασικών μέσων παραγωγής με… εργατικό έλεγχο σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας. Θυμίζουμε, τέλος, πως «κρατικοποιήσεις μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση» εφάρμοσαν, εφαρμόζουν και θα ξαναεφαρμόσουν αστικές κυβερνήσεις για να σώσουν από τη χρεοκοπία μεγάλα μονοπώλια. Επίσης «εργατικός-κοινωνικός έλεγχος», χωρίς να έχει η εργατική τάξη την πολιτική εξουσία ή να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάληψής της σημαίνει στη χειρότερη περίπτωση συνδιοίκηση, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 και του ’90, σαρώνοντας το εργατικό κίνημα και τις συνδικαλιστικές του διεκδικήσεις και στην καλύτερη ΒΙΟΜΕ, δηλαδή μια «εργατική κολλεκτίβα» που λειτουργεί με όρους καπιταλιστικής αγοράς. Στη βάση, άλλωστε, αυτού του προγράμματος η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρέθηκε στις συγκεντρώσεις στήριξης της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του ΣΥΡΙΖΑ το Φλεβάρη του 2015, στην ίδια βάση συγκροτήθηκαν «Επιτροπές» και «Πρωτοβουλίες» για το χρέος με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, στην ίδια βάση οργανώθηκαν κοινές επιτροπές για το όχι με τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος το 2015.

Όλα τριγύρω αλλάζουν
κι όλα τα ίδια μένουν…

Στο πλαίσιο αντίστοιχων διεργασιών -και ενώ προχωρούν οι κοινές εκδηλώσεις των ΑΡΑΝ, ΛΑΕ, ΣΕΚ, Αναμέτρηση, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, προτείνοντας κοινή εκλογική κάθοδο της «ριζοσπαστικής αριστεράς» στις επερχόμενες εκλογές- φαίνεται πως η αντιπαράθεση ανάμεσά τους διεξάγεται για την απεύθυνση ή όχι στο ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη, το οποίο επιμένει να ζητά προεκλογική προγραμματική σύγκλιση για τη συγκρότηση «προοδευτικής κυβέρνησης». Η ΛΑΕ φαίνεται να πιέζει σε μια τέτοια κατεύθυνση, με τις υπόλοιπες δυνάμεις να τοποθετούνται αρνητικά, καλώντας επί της ουσίας σε άσκηση πίεσης προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για κοινή εκλογική κάθοδο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2015 και τη συγκρότηση της εκλογικής συνεργασίας «ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ», σαν να μην έφταναν 4,5 χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, σαν να μην έφταναν τόσες διασπάσεις, μέτωπα που συγκολλήθηκαν τη μία μέρα για να διαλυθούν την επόμενη, ολόκληρες οργανώσεις που διαλύθηκαν, οι δυνάμεις αυτές επιμένουν στην αναπαραγωγή των ίδιων επιζήμιων αυταπατών, κάνοντας εμπόριο ενότητας και οδηγώντας αγωνιστές στην ιδιώτευση και τη μοιρολατρία.

Το πραγματικό ζήτημα
για τον κόσμο της αριστεράς

Το ζητούμενο, βέβαια, δεν είναι οι εκλογικές συγκολλήσεις ανάμεσα σε ετερόκλητες δυνάμεις, με ασαφή «προγράμματα» και ξεθωριασμένες «κόκκινες γραμμές», χωρίς καμία προοπτική, για να καλλιεργείται διαρκώς το κλίμα απογοήτευσης και ηττοπάθειας. Το ζητούμενο στις εκλογές και μετά από αυτές είναι αν θα χτιστεί βήμα-βήμα, στους αγώνες, στα εργοστάσια, στην αγροτιά, στα συνδικάτα, στις γειτονιές, στους φοιτητικούς συλλόγους, στα σχολεία μια πραγματική αριστερά. Μια κομμουνιστική αριστερά που θα παλεύει για να ξαναφτιαχτεί το αναγκαίο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, που θα πατάει γερά τα πόδια της πάνω στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, που θα συγκροτείται στη βάση της πλούσιας θετικής εμπειρίας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς, που θα μπορεί να δένει τα άμεσα αιτήματα της εργατικής τάξης και του λαού με τους πολιτικούς στόχους της εξόδου από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με το γκρέμισμα του καθεστώτος της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας πλουτοκρατίας, με την προοπτική της Εθνικής Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλισμού. Για μια τέτοια αριστερά παλεύει το Μ-Λ ΚΚΕ και στη βάση αυτή απευθύνεται στους αγωνιστές του κινήματος, τίμια και καθαρά, μακριά από εκλογικά παιχνίδια και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που εκθέτουν το κύρος και τα οράματα της αριστεράς.