Την ώρα που στη Μεσόγειο συνωστίζονται οι πολεμικοί στόλοι των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών χωρών και πυκνώνουν οι πολεμικές ασκήσεις, με συμμετοχή αεροπλανοφόρων με εναλλασσόμενες προεδρικές επωνυμίες (Σαρλ Ντε Γκωλ, Τζέραλντ Φορντ, Τζορτζ Μπους) σε μια επίδειξη δύναμης προς τους Ρώσους ανταγωνιστές τους, αυξάνονται και οι κίνδυνοι μιας ανάφλεξης στην περιοχή. Παράλληλα σε εξέλιξη βρίσκεται, στο κέντρο του Αιγαίου, μεγάλη διακλαδική τουρκική άσκηση «Αποφασιστικότητα ’22», που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, χρήση πραγματικών πυρών, ρίψεις αλεξιπτωτιστών και σενάριο απόβασης σε εχθρικό νησί, ενώ στην Αθήνα συνεδρίασε το ΚΥΣΕΑ για όλα τα σενάρια εμπλοκής με την Τουρκία.

Σ’ αυτό το σκηνικό η κυβέρνηση Μητσοτάκη κομπάζει για την αμυντική θωράκιση της χώρας τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και σε εξοπλισμούς. Ταυτόχρονα η Άγκυρα αξιοποιεί τα ελληνικά «επιτεύγματα» μιλώντας για απειλές, που εκπορεύονται από τα νησιά του Αιγαίου με την υποκίνηση ΕΕ και ΗΠΑ. Για την ενίσχυση των τουρκικών ισχυρισμών επιστρατεύονται και ιστορικές αναφορές από τη Μικρασιατική εκστρατεία.

Είμαστε «οπλισμένοι με το Διεθνές Δίκαιο και με τα επιχειρήματά μας, με τα οποία συμφωνεί βέβαια και η παγκόσμια κοινότητα, η ευρωπαϊκή μας οικογένεια αλλά και οι φίλοι μας από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ατσάλινες ασπίδες μας πάντα οι Ένοπλες Δυνάμεις και οι ισχυροί μας σύμμαχοι», δήλωσε ο Μητσοτάκης. Οι βεβαιότητες για την «υποστήριξη» από τους «ισχυρούς μας σύμμαχους», είναι ολότελα αστήριχτες. Το σίγουρο είναι ότι ΕΕ, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ χρησιμοποιούν την Ελλάδα σαν πιόνι, για να «συνετίσουν» την Τουρκία, αυξάνοντας την πιθανότητα να οδηγηθεί και πάλι η χώρα σε τυχοδιωκτικές περιπέτειες.

Πρόσφατο παράδειγμα «ατσάλινου εξοπλισμού» …της Τουρκίας: το αλισβερίσι για την αναβάθμιση/πώληση αμερικανικών F-16 στην Τουρκία, που κυρίαρχο στοιχείο για την έγκριση της συμφωνίας από το Κογκρέσο αποτελεί το «εθνικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών». Η είδηση ότι αποσύρθηκαν από το νομοσχέδιο της Γερουσίας για τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ οι τροπολογίες, που προέβλεπαν κάποιες προϋποθέσεις από την Τουρκία για να «ξεπαγώσει» η αναβάθμιση των F-16, έκανε τα τουρκικά ΜΜΕ να πανηγυρίσουν. Οι «φιλελληνικές» διακηρύξεις για τη δήθεν προστασία της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας αποδείχνονται ωμοί εκβιασμοί προς την Άγκυρα, που καμιά σχέση δεν έχουν με την προστασία της ελληνικής κυριαρχίας. Αντίθετα αποτελούν πρόσχημα για την πλήρη ευθυγράμμιση της Τουρκίας στις Ευρωατλαντικές επιλογές, που χρησιμοποιούν την Ελλάδα άλλοτε σαν μοχλό πίεσης και άλλοτε σαν δέλεαρ στις φιλοδοξίες της Άγκυρας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια μαζί με την κούρσα εξοπλισμών ενισχύονται και οι πολεμικές φωνές. Ο υπουργός Άμυνας, Ακάρ, επαναλαμβάνει: «αποκλείεται να δείξουμε κατανόηση και να κάνουμε υποχωρήσεις. Ανεξάρτητα από το ποιος είναι από πίσω τους (σ.σ. από τους Έλληνες), είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο», θυμίζοντας την περίοδο 1919–1922, που «ορισμένες χώρες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα ως πληρεξούσιο κατά της Τουρκίας», για να καταλήξει ότι η Ελλάδα παραβιάζει συμφωνίες αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου.

Φυσικά τέτοια σενάρια που η μια χώρα σπρώχνεται ενάντια στη γειτονική της δεν ανήκουν στο παρελθόν. Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας, η αναζωπύρωση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, τα σενάρια για μεγάλη Αλβανία ακόμα και οι πιο πρόσφατες «ανησυχίες» της ελληνικής ολιγαρχίας, που θεωρούσε ότι απειλείται από την συγκριτικά ασθενέστερη Β. Μακεδονία και οργάνωνε εθνικιστικά συλλαλητήρια, αφήνουν ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα.

Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Πράγα, με την ελληνική κυβέρνηση να εκτιμά ότι απέσπασε «θετικές εντυπώσεις» από τον έμμεσο διάλογο Μητσοτάκη-Ερντογάν με τις ξεχωριστές τοποθετήσεις τους. Ο πρωθυπουργός έκφρασε την ευχή «αυτή η ανταλλαγή απόψεων να μπορεί να λειτουργήσει εκτονωτικά και να δρομολογήσουμε αποκλιμάκωση φραστικών εντάσεων και να καθίσουμε επιτέλους να συζητήσουμε και για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και να επιστρέψουμε στο τραπέζι των συζητήσεων για το ένα κύριο ζήτημα το οποίο αποτελεί ιστορικά τη βασική μας διαφορά, και αυτό αφορά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο». Άνοιξε έτσι ένα νέο παράθυρο διεύρυνσης της διαπραγματευτικής ατζέντας πέρα από το «κύριο ζήτημα» και υποβάθμισε τις πάγιες διεκδικήσεις της Τουρκίας απλά σαν «φραστικές εντάσεις», δείχνοντας πάλι το δρόμο για την προσφυγή στη Χάγη ακόμα και με τις διευρυμένες τουρκικές απαιτήσεις. Σπέρνοντας αυταπάτες συμπέρανε ότι «όλοι όσοι συμμετείχαν, σχημάτισαν άποψη για το ποιος προκαλεί» και ότι η Τουρκία, «δεν θα βρει κανέναν σύμμαχο εντός ευρωπαϊκής οικογένειας εφόσον εξακολουθεί να πορεύεται σε αυτόν τον δρόμο», ακριβώς την ώρα που οι ΕΕ – ΗΠΑ – ΝΑΤΟ θεωρούν την Άγκυρα ως «στρατηγικό εταίρο» και «πολύτιμο σύμμαχο».

Αντίστοιχα ο Ερντογάν εμφανίστηκε στην Πράγα σαν ειρηνοποιός καταγγέλλοντας «ορισμένες χώρες – μέλη της ένωσης κλιμακώνουν την ένταση αντί να έχουν σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία». Συμπλήρωσε «δεν θέλουμε ένταση με κανέναν από τους γείτονές μας. Έχουμε δηλώσει επανειλημμένα ότι θέλουμε να λύσουμε τα προβλήματα της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Αναμένω από την ΕΕ να καλέσει τους συνομιλητές μας σε διάλογο σε διμερή βάση, αντί να υποστηρίζει άδικες και παράνομες εντάσεις, υπό το πρίσμα της ενότητας. Για μια μόνιμη λύση, τα δεδομένα στο νησί της Κύπρου πρέπει να γίνουν αποδεκτά».

Την ίδια περίοδο νέα πηγή έντασης αποτέλεσε η υπογραφή νέας τουρκολιβυκής συμφωνίας, με την οποία η Τουρκία αναλαμβάνει δικαιώματα έρευνας για υδρογονάνθρακες σε περιοχές που καθορίστηκαν με το παράνομο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο του 2019, κλιμακώνοντας την αμφισβήτηση σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου. Μπροστά στις εξελίξεις ο υπουργός Εξωτερικών, Δένδιας, συνάντησε στο Κάιρο τον ομόλογό του, Σούκρι, προκειμένου να αναθερμάνει την προ διετίας συμφωνία για τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου (με τη μειωμένη επήρεια των ελληνικών νησιών) επισημαίνοντας ωστόσο ότι «η Ελλάδα έχει την πρόθεση και την υποχρέωση να υπερασπιστεί τα δικαιώματα αυτά με όλα τα διαθέσιμα νόμιμα μέσα».

Και ενώ ο Δένδιας διατυμπάνιζε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η υπογραφή του νέου τουρκο-λιβυκού «μνημονίου» καταγγέλθηκε από ΕΕ, ΗΠΑ και μια σειρά άλλες χώρες, οι υψηλοί προστάτες των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων υποδέχτηκαν τη συμφωνία με γενικόλογες υπεκφυγές. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «δεν έχει δει ακόμα το κείμενο» της συμφωνίας, ενώ ο εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΕΞ δήλωσε ότι «για λεπτομερή αξιολόγηση αυτού του πρόσφατου βήματος θα πρέπει να επανέλθω». Στην ίδια κατεύθυνση και ο ο εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικών Υποθέσεων, Στάνο, μίλησε για «αναφορές» που καταγράφει η ΕΕ για τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, υποστηρίζοντας από τη μια ότι η αρχική συμφωνία του 2019 «παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών», και από την άλλη καμώθηκε ότι «απαιτούνται περαιτέρω διευκρινίσεις για το περιεχόμενό της» …για να καταλήξει στο «ισορροπημένο» συμπέρασμα ότι «πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την περιφερειακή σταθερότητα».

Ανάλογο σκηνικό και στην Κύπρο που την επισκέφθηκε πρόσφατα ο Παναγιωτόπουλος επαναφέροντας παλιές υποσχέσεις για ενιαίο αμυντικό δόγμα και υποστηρίζοντας ότι «σε κάθε περίπτωση, όμως, η αποτρεπτική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων Κύπρου και Ελλάδας είναι η εγγύηση ότι όποιος επιβουλεύεται εδάφη, αναπτύσσει στην πράξη τον αναθεωρητισμό, θα βρει απέναντί του ισχυρό τείχος ανάσχεσης».

Στο μεταξύ η Τουρκία παίζει το παιχνίδι της επιβολής νέων τετελεσμένων στο νησί προτάσσοντας το θέμα της διεθνούς αναγνώρισης των κατεχόμενων. Το κατοχικό καθεστώς απαιτεί ξεχωριστή συμφωνία (ανάλογη με εκείνη της Κυπριακής Δημοκρατίας) για την παρουσία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στο νησί και προειδοποιεί ότι θα εκδιώξει την Ειρηνευτική Δύναμη από τα κατεχόμενα. Ο «υπουργός Εξωτερικών», Ερτογρούλογλου, δήλωσε για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ στα κατεχόμενα πως «η φιλοξενία τελείωσε, ή υπογράφουν μια στρατιωτική συμφωνία με την “ΤΔΒΚ” ή θα αποχωρήσουν από την “ΤΔΒΚ”». Κατάληξε ότι «ακόμα κι αν η απάντηση είναι αρνητική, δεν θα διστάσουμε ποτέ να κάνουμε τα βήματα που πρέπει. Μετά το 1974, ζούμε με την ασφάλεια του τουρκικού στρατού…».
Σε ό,τι αφορά την περίκλειστη περιοχή της κατεχόμενης Αμμοχώστου, συνεχίζονται τα έργα για τον εποικισμό της πόλης, ενόψει και της άφιξης του Ερντογάν, στις 15 Νοέμβρη, για τα πανηγύρια της επετείου ανακήρυξης του ψευδοκράτους.