Σε ανασχηματισμό προχώρησε ο πρωθυπουργός στην αρχή της νέας χρονιάς. Στόχος του η υλοποίηση ενός «επιθετικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων». Μάλιστα ο Μητσοτάκης κατέστησε σαφές ότι θα συνεχίσει την ίδια πολιτική. Και αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι μέσα στο 2020, εν μέσω μάλιστα πανδημίας, η κυβέρνηση πέρασε 113 αντιλαϊκά νομοσχέδια και «δεκάδες τολμηρές μεταρρυθμίσεις» «επί παντός επιστητού», αντιλαμβάνεται ότι έχει στα σκαριά νέα νομοσχέδια τα οποία θα βαθύνουν ακόμα περισσότερο τις αντεργατικές, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
Τα μέχρι σήμερα αντιλαϊκά μέτρα άλλωστε ήταν αποτέλεσμα της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής επιλογής και όχι αποτυχίας κάποιων υπουργών, των οποίων την παραίτηση -για αντιπολιτευτικούς και μόνον λόγους- ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα αυτά τα μέτρα έρχονται ακριβώς να υλοποιηθούν στο έδαφος που έστρωσαν και οι δικές του κυβερνήσεις.
Το γεγονός ότι παρέμειναν στη θέση τους στα βασικά υπουργεία, Οικονομικών, Ανάπτυξης, Υγείας, Εξωτερικών, Άμυνας και Δημόσιας Τάξης (ΠΡΟΠΟ), τα ίδια πρόσωπα αποτελεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα συνέχισης και βαθέματος της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής και αυτό είναι το πρώτο και το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτού του ανασχηματισμού.
Μένουν άλλωστε «ανοικτά» σημαντικά ζητήματα για την ολοκλήρωση της κυβερνητικής επίθεσης στα εργασιακά, στο ασφαλιστικό, στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση των εργαζομένων, για τις περαιτέρω νέες ανατροπές στην Υγεία, στην Παιδεία, στο περιβάλλον κλπ.
Οι λίγες, βασικές αλλαγές, άλλωστε, δείχνουν ότι το νέο κυβερνητικό σχήμα θα είναι η αφετηρία μιας νέας, πιο επιθετικής φάσης στην προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, για την οποία απαιτείται ένα πιο αποτελεσματικό κυβερνητικό σχήμα.
Η τοποθέτηση στα δυο υπουργεία (Εργασίας, Εσωτερικών), «ανθρώπων ειδικών αποστολών» και συγκεκριμένου πολιτικού στίγματος, σηματοδοτεί την πιο δεξιά μετατόπιση της κυβερνητικής πολιτικής και του έργου της και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο του ανασχηματισμού.
Το νομοσχέδιο-έκτρωμα («Βρούτση») -ο νέος αντισυνδικαλιστικός νόμος- με τις νέες μεγάλες ανατροπές στα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, φαίνεται ότι ιεραρχείται ψηλά για την κυβέρνηση και έπρεπε ο πολλές φορές αυτοδιαψευδόμενος και εκτεθείς Βρούτσης να αντικατασταθεί από έναν «ταλιμπάν» του «εκσυγχρονισμού», των ιδιωτικοποιήσεων και των αναδιαρθρώσεων, δοκιμασμένο στέλεχος του αστικού πολιτικού συστήματος, τον Χατζιδάκη, που έκανε τη «βρόμικη δουλειά», με το κλείσιμο της «Ολυμπιακής», την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, του ΟΣΕ, της ΛΑΡΚΟ, των περιφερειακών αεροδρομίων, τις ΣΔΙΤ, την «απολιγνιτοποίηση» και την προώθηση των πράσινων μπίζνες, σηματοδοτώντας το νεοφιλελεύθερο πρόσωπο της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αλλά και η τοποθέτηση – αναβάθμιση στο υπουργείο Εσωτερικών του Μάκη Βορίδη, πάλαι ποτέ οπαδού και υμνητή του δικτάτορα Παπαδόπουλου και γραμματέα του κόμματός του (ΕΠΕΝ), συνιστά σαφώς μια ακροδεξιά στροφή, με την οποία ο Μητσοτάκης επιχειρεί να διεμβολίσει τον ακροδεξιό χώρο -που μετά τη διάλυση της «Χρυσής Αυγής» βρίσκεται σε αποσύνθεση- και να τον συσπειρώσει στο κυβερνητικό κόμμα.
Πέρα από τις αντιδραστικές τομές που θα πρέπει να ολοκληρώσει ο νέος υπουργός Εσωτερικών στον τομέα της Δημόσιας Διοίκησης, στους Δήμους και στις Περιφέρειες, με τον Χρυσοχοΐδη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης και τον Βορίδη στο Εσωτερικών είναι σίγουρο ότι η κρατική βία και η τρομοκρατία, οι απαγορεύσεις των συγκεντρώσεων και η καταστολή των διαδηλώσεων θα είναι στην ημερήσια διάταξη και θα συνιστούν τη νέα «κανονικότητα».
Κάποια άλλα στοιχεία του ανασχηματισμού είναι η παραμονή στο υπουργείο Πολιτισμού της Λ. Μενδώνη, παρά την εγχώρια και διεθνή κατακραυγή για τις επίμαχες αποφάσεις της, και η παραμονή -στη φάση αυτή- της ανεκδιήγητης Κεραμέως στο υπουργείο Παιδείας, παρά τις κραυγαλέα αποτυχημένες πολιτικές επιλογές της, ακριβώς για να μην αναδειχθεί αυτή η σκοτεινή πλευρά της κυβερνητικής πολιτικής. Για να συνεχιστεί σε τελευταία ανάλυση η πολιτική που θέλει αγοραία την εκπαίδευση, πλήρως εμπορευματοποιημένη την Υγεία, ενισχυμένη τη βία και την καταστολή και την μετατροπή της χώρας σε μια απέραντη «ειδική οικονομική ζώνη», μια πολιτική που οδηγεί στην μαζική εξαθλίωση και φτώχεια πλατιών λαϊκών στρωμάτων.
Η πληθώρα των νεοεισερχόμενων υφυπουργών από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ και όχι από εξωκοινοβουλευτικούς τεχνοκράτες και στελέχη της «αγοράς», όπως έγινε στην πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη, φαίνεται να υπαγορεύεται από την ανάγκη κομματικής συσπείρωσης και πιθανόν προετοιμασίας μπροστά σε πολιτικούς σχεδιασμούς, μόλις βρεθεί σε δεύτερο πλάνο η πανδημία, προς το φθινόπωρο. Το προφίλ του ανασχηματισμού είναι σαφές, έχει σε αυτή την φάση συγκεκριμένους στόχους και αποδέκτες, την ντόπια πλουτοκρατία και τα επιτελεία της ΕΕ και δεν φαίνεται να δημιουργεί αυταπάτες στον κόσμο της εργασίας.
Γι’ αυτό ο λαός πρέπει να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να οργανώσει την αντίστασή του, να υπερασπιστεί ελευθερίες και κατακτήσεις, να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στη ζωή, στο ψωμί και στη δουλειά, στην Υγεία και στην Παιδεία, μέσα από την ανατροπή της επίθεσης που θα εντείνει το νέο κυβερνητικό σχήμα.
Ο μόνος δρόμος σε αυτή την κατεύθυνση είναι ο δρόμος της παλλαϊκού-πανεργατικού αγώνα.