Από την ψήφισή του τον περασμένο Ιούνιο και εξής, ο νόμος Χατζηδάκη επιχειρεί να επέμβει σε κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής δράσης και να φιμώσει με πολλούς τρόπους κάθε φωνή διεκδίκησης των εργατικών δικαιωμάτων. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, η ελληνική δικαιοσύνη στέκεται άμεσος αρωγός.

Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο αγώνας των εκπαιδευτικών κατά του μέτρου της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού έργου: οι εκπαιδευτικοί αντιστάθηκαν σθεναρά στο κυβερνητικό μέτρο με μαζική συμμετοχή στην απεργία-αποχή. Με βάση διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας προσέφυγε στα δικαστήρια για να σπάσει την απεργία- αποχή και οι δικαστές έδωσαν αμέσως τη συνδρομή τους και έβγαλαν δυο φορές την απεργία παράνομη.

Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο απεργιακός αγώνας των εργαζομένων της COSCO: ένα τραγικό εργατικό δυστύχημα αποτέλεσε τη σπίθα για να φουντώσει ο αγώνας των εργατών για ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς στις προβλήτες της COSCO. Το Πρωτοδικείο Πειραιά δεν άργησε να κηρύξει την απεργία παράνομη και καταχρηστική, ύστερα από αντίστοιχες προσφυγές της διοίκησης της COSCO, και πάλι με επίκληση διατάξεων του νόμου Χατζηδάκη.
Λίγες μέρες μετά έχουμε και τρίτο κρούσμα χρησιμοποίησης του νόμου Χατζηδάκη απο την εργοδοσία για την απαγόρευση εργοστασιακής απεργίας.

Ως γνωστόν ο νόμος Χατζηδάκη κάτω από την επίφαση της «προστασίας του δικαιώματος στην εργασία», συμπεριέλαβε το άρθρο 93 που αναφέρει ότι: «1. Η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οιονδήποτε. 2. Σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης της παρ. 1, η απεργία μπορεί να διακοπεί. (…) 3. Υπαίτια παραβίαση της υποχρέωσης της παρ. 1 γεννά αστική ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των υπαίτιων μελών του διοικητικού της συμβουλίου».

Με βάση αυτό το άρθρο που ποινικοποιεί την συνδικαλιστική στήριξη και περιφρούρηση της απεργίας ως άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας και τη θεωρεί αιτία για να απαγορευθεί η απεργία, η εργοδοσία της επιχείρησης Tasty έστειλε τις τελευταίες μέρες στα δικαστήρια το επιχειρησιακό Σωματείο των εργαζομένων γιατί προχώρησε σε απεργία με βασικά αιτήματα την υπογραφή της επιχειρησιακής Σύμβασης Εργασίας με αυξήσεις στους μισθούς (κάτι που συνέβη τελευταία φορά πριν από 12 χρόνια), κατάργηση και ενσωμάτωση των ενοικιαζόμενων υπαλλήλων, κατοχύρωση του πενθήμερου-οκτάωρο, της αμειβόμενης υπερωριακής απασχόλησης, κτλ.

Η εργοδοσία, απορρίπτοντας τα αιτήματα, είναι χαρακτηριστικό ότι στράφηκε στα δικαστήρια για να βγάλει παράνομη την απεργία. Με το σκεπτικό ότι «δεν εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην εργασία των μη απεργών» και ότι «η ύπαρξη απεργιακών φρουρών στόχο έχει την άσκηση ψυχολογικής πίεσης» σε όσους δε συμμετέχουν στην απεργία. Η εκδίκαση έγινε σε χρόνο ρεκόρ και, φυσικά, ήταν υπέρ της εργοδοσίας.

Μία σωρεία περιπτώσεων ήδη δείχνει ότι η απανταχού εργοδοσία κινείται με άνεση πλέον στον απεργοσπαστικό δρόμο που έστρωσε ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη . Εκτός από μια σειρά εμπόδια για την κήρυξη της απεργίας, όταν τελικά αυτή καλείται το κάλεσμά της μπορεί να ερμηνεύεται ως εκφοβισμός και παρεμπόδιση εργασίας. Η περιφρούρηση της συνδικαλιστικής δράσης και του δικαιώματος στην απεργία μπορούν να βαφτίζονται «ψυχολογική βία», ενώ ταυτόχρονα προωθείται η απεργοσπασία ως κάτι νόμιμο και όχι μεμπτό. Είναι προφανές ότι κάθε αντίδραση και αγώνας των εργαζομένων έτσι δαιμονοποιείται και ποινικοποιείται αυτόματα και χωρίς κόπο και κάθε απεργιακή κινητοποίηση υποσκάπτεται και βρίσκεται έκθετη στις διαθέσεις της εργοδοσίας.
Όλα αυτά δείχνουν πόσο μεγάλη σημασία έχει να ενταθεί ο μαζικός εργατικός αγώνας για την κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη που θέλει να επιβάλει σιγή νεκροταφείου στους χώρους δουλειάς.