Αχόρταγοι και ασταμάτητοι οι μεγαλοεργοδότες, δεν περιορίζονται στις σκανδαλώδεις αντεργατικές ρυθμίσεις που εισάγει το εκτρωματικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, αλλά ζητούν παραπάνω μέτρα έτσι που να υπερβαίνουν και τα πιο σκοτεινά σενάρια επιστροφής στον εργασιακό μεσαίωνα.

Σε πρόσφατους σχολιασμούς η ηγεσία των βιομηχάνων μέσα από το συνδικαλιστικό τους όργανο, τον ΣΕΒ, εκθείασε με σειρά εγκωμιαστικών σχολίων την προσπάθεια της κυβέρνησης με το ν/σ Χατζηδάκη όπως για παράδειγμα «…πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν, μέσα από την ευθυγράμμιση της ελληνικής εργασιακής πραγματικότητας με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, και σε πολλές περιπτώσεις μέσω της υπέρβασής τους…»

Όμως δεν έμεινε σε αυτά, και προχώρησε σε παρατηρήσεις για τα «πολλά προβληματικά σημεία» όπως αναφέρουν. Λένε χαρακτηριστικά πως «…πολλές από τις διατάξεις του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, έχουν νομικά και ερμηνευτικά προβλήματα και προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος που είναι ασύμβατο με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, το οποίο θα λειτουργήσει τόσο εις βάρος των επιχειρήσεων, όσο και των εργαζομένων».

Και αυτά είναι η ψηφιακή κάρτα εργασίας για την οποία ζητούν να απαλλαγούν από πρόσθετο γραφειοκρατικό και διοικητικό βάρος που προκαλεί το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, δηλαδή με λίγα λόγια απαιτούν ακόμα και το ατελέσφορο αυτό μέτρο -αν φυσικά εφαρμοστεί-, να χαλαρώσει ή και να παραμείνει ανενεργό.

Επίσης θεωρούν αρνητική την πρόταση για την διευθέτηση του χρόνου εργασίας εφόσον «… δεν λαμβάνει υπόψη τις ευρωπαϊκές πρακτικές, τις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες των επιχειρήσεων και τα σύγχρονα οργανωτικά μοντέλα, αλλά και τις ανάγκες των ίδιων των εργαζομένων, αφού οι επιχειρήσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να προτείνουν στους εργαζόμενούς τους διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους…».

Διεκδικούν δηλαδή το δικαίωμα να καθορίζουν μονομερώς το πότε και πώς θα απασχολούνται οι εργαζόμενοί τους, και απαιτούν να μην υπάρχει στην πρόβλεψη του νόμου η υποχρεωτική συμφωνία του εργαζόμενου, που βέβαια συνιστά «φύλλο συκής» αν σκεφτεί κανείς, πως υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα να συναποφασίζουν εργοδότες και εργαζόμενοι την εργασιακή τους σχέση, σαν «ίσα μέρη» που συμπράττουν και συνεννοούνται…

Όμως και αυτό θέλουν να απαλειφθεί από τις διατάξεις του νομοσχεδίου.
Θεωρούν για την τηλεργασία πως «…απέχει από τις ευρωπαϊκές πρακτικές, την πρόσφατη συμφωνία των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων για την ψηφιοποίηση της εργασίας και δυσχεραίνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι επιχειρήσεις στερούνται το δικαίωμα της εφαρμογής συστήματος τηλεργασίας βάσει των επιχειρη­σια­κών και οργανωτικών αλλαγών τους, με όρους προφανώς ευελιξίας».

Τέλος για τις απολύσεις και το σχέδιο της κυβέρνησης να απελευθερωθούν σχεδόν πλήρως με μείωση του κόστους για την εργοδοσία, προφανώς από εκτιμήσεις των νομικών τους τμημάτων θεωρούν πως «θα δημιουργήσουν σοβαρά δικονομικά προβλήματα».

Από κοντά και η ΠΟΞ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων), από τις πιο σκληρές εργοδοτικές οργανώσεις, αντιδρά απαιτώντας να μην εφαρμοστεί η προαναγγελία των αλλαγών στα ωράρια ακόμα και για τους απασχολούμενους στην κουζίνα, ενώ θεωρούν πως πρέπει να εργάζονται με σπαστό ωράριο κάτι που προβλέπει το άρθρο 56 του νομοσχεδίου ακόμα και για όσους εργάζονται με μειωμένο ωράριο.

Για την περίπτωση μειωμένου ωραρίου το «σπαστό» ωράριο, με τα τωρινά ισχύοντα απαγορεύεται.
Ισχυρίζονται πως «Η λειτουργία των επιχειρήσεών μας επηρεάζεται καθημερινά από τόσους απρόβλεπτους παράγοντες που ανατρέπεται συνεχώς ο οποιοσδήποτε προγραμματισμός. Οι αλλαγές στα ωράρια εργασίας είναι συνεχείς – χωρίς υπαιτιότητα των επιχειρήσεων».

Για τις απολύσεις εκτιμούν ακόμα πως «θα πρέπει να μην αφορά μόνο τις απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους, αλλά να επεκταθεί και σε άλλες περιπτώσεις».

Παρατηρούμε λοιπόν πως η μεγαλοεργοδοσία έχει βάλει πλώρη για ακόμα μεγαλύτερη κατεδάφιση των ήδη συρρικνωμένων εργασιακών δικαιωμάτων, με «άξιο» υπηρέτη και συνεργάτη την κυβέρνηση της ΝΔ, με την σύμπραξη φυσικά των ηγεσιών των συμβιβασμένων του συνδικαλιστικού κινήματος.