«Όταν κάποιος δημόσιος υπάλληλος καθυστερεί επί σκοπώ τη γνωμοδότηση που προβλέπει ο νόμος για μία επένδυση θα υπάρχουν πειθαρχικές ποινές. Ένας υπάλληλος δεν μπορεί να κρατάει μια επένδυση στα συρτάρια του για χρόνια. Καλώ όλους τους δημοσίους υπαλλήλους και κυρίως την πλειοψηφία τους που είναι εξαιρετικά ευσυνείδητοι να μην φοβούνται από τέτοιες ρυθμίσεις». Αυτό ανέφερε ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ‘Αδωνις Γεωργιάδης, σε συνέντευξή του την Πέμπτη 12/09/2019, στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, δίνοντας ένα παράδειγμα, της έκτασης των θεμάτων που ρυθμίζει το Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο, το οποίο τέθηκε στις 11/09/2019 σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση.

Πράγματι, στο άρθρο 1, παράγραφος 5, του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 1 ή η μη εμπρόθεσμη αποστολή από τις περιφερειακές ή άλλες υπηρεσίες προς την αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή εγκρίσεων, εισηγήσεων ή γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 4 αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα που καταλογίζεται τόσο στον αρμόδιο υπάλληλο όσο και στον προϊστάμενο της εκάστοτε αδειοδοτικής ή γνωμοδοτικής υπηρεσίας, ο οποίος ορίζεται εκ του νόμου ως το καθ` ύλην αρμόδιο όργανο για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ επιβάλλονται στην περίπτωση αυτή με κατώτατη πειθαρχική ποινή αυτή της προσωρινής παύσης τριών (3) μηνών»

Επειδή, βεβαίως, υπό κανονικές συνθήκες, κανένας δημόσιος υπάλληλος «…δεν κρατάει μια επένδυση στα συρτάρια του για χρόνια…» κι επειδή ο υπουργός φωτογράφισε την Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπου είχε συγκεκριμένη διαφωνία (για ένα διάστημα τουλάχιστον, το ΚΑΣ) με την επένδυση στο Ελληνικό, γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι με πειθαρχικά απειλούνται ευθέως οι δημόσιοι υπάλληλοι, όχι για καθυστερήσεις, αλλά για τη διαφωνία τους σε κάποια πλευρά της επένδυσης, π.χ. όταν βλάπτεται το περιβάλλον ή οι αρχαιότητες.

Είναι προφανές εδώ ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο έντασης του αυταρχισμού στους χώρους δουλειάς του δημοσίου με απειλές, όπου πάνε χέρι-χέρι με την απροκάλυπτη μείωση της λογοδοσίας των επιχειρήσεων σε ελέγχους και κρατικούς φορείς, τη στιγμή που παραδίδεται ο έλεγχος των επενδυτικών σχεδίων σε ανεξάρτητους φορείς, στους ιδιώτες δηλαδή.