Νέα Υόρκη, 1957. Στην πάνω Δυτική πλευρά του Μανχάταν, δύο “συμμορίες” νεαρών, οι δήθεν γηγενείς Τζετς και οι Πορτορικανοί Σαρκς, ανταγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία, την ώρα που η περιοχή απαλλοτριώνεται με ραγδαίους ρυθμούς, και οι βίαιες εξώσεις δίνουν και παίρνουν.
Οι αντιπαραθέσεις των δύο ομάδων κλιμακώνονται επικίνδυνα, όταν η Μαρία, η μικρή αδερφή του αρχηγού των Σαρκς (Μπερνάρντο), και ο Τόνυ, πρώην αρχηγός των Τζετς, ερωτεύονται παράφορα, γεγονός που προκαλεί σε πρώτη φάση την αγανάκτηση του Μπερνάρντο, πυροδοτώντας αιματηρές συγκρούσεις.
Η εξέλιξη είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνη.

Το “Γουέστ Σάιντ Στόρυ” του 1961, μια κινηματογραφική μεταφορά του σαιξπηρικού “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”, ταινία-σταθμός και σημείο αναφοράς, όχι μόνο όσον αφορά τα μιούζικαλ, αλλά τον αντιρατσιστικό κινηματογράφο γενικότερα, ανέλαβε να διασκευάσει ο Στήβεν Σπίλμπεργκ• πλαισιωμένος από ένα επιτελείο ικανότατων συνεργατών, συμπεριλαμβανομένου του στιχουργού των αξέχαστων τραγουδιών της πρωτότυπης ταινίας, Στήβεν Σοντχάιμ, και της πολυβραβευμένης – 90χρονης πια, Ρίτα Μορένο, η οποία εκτός από την ανταπόκριση σ’ ένα ρόλο που γράφτηκε ειδικά γι’ αυτήν, συμμετείχε και στην παραγωγή.

Οι διασκευές μεγάλων επιτυχιών είναι λίγο-πολύ πατέντα στο Χόλυγουντ• οι ταινίες του Σπίλμπεργκ, μάστορα της φαντασμαγορίας, έχουν συνήθως σεβαστό ταμειακό αντίκρισμα, κι ένα μιούζικαλ προσφέρεται δεόντως. Όσον αφορά όμως το Γουέστ Σάιντ Στόρυ του ’61 (δέκα βραβεία Όσκαρ μεταξύ άλλων), πρόκειται για ένα κλασικό -σχεδόν χωρίς ρωγμές- έργο, όπου όλα τα επί μέρους στοιχεία (σενάριο, μουσική, χορός, ερμηνείες κ.λπ.), είναι όχι μόνο υψηλής στάθμης, αλλά και δεμένα σ’ ένα αψεγάδιαστο, αρμονικό σύνολο. Οι αγέραστες χορογραφίες της πρωτότυπης ταινίας ενσωματώνονται οργανικά στο έργο, γινόμενες αφηγηματικό μέσο, μέρος της πλοκής. Κάτι που επιχειρείται μεν στη νέα ταινία, με αναντίστοιχα αποτελέσματα. Τηρούνται κάποια προσχήματα, αλλά ως εκεί. Διατηρήθηκαν τα τραγούδια της πρωτότυπης ταινίας, όχι όμως και το σενάριο• ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Τόνι Κούσνερ, ανέλαβε να γράψει ένα νέο, “εκμοντερνισμένο”, που παραπέμπει πολύ περισσότερο στο σήμερα παρά στο 1957. Ως προς την αναπαράσταση της ιστορικής συγκυρίας, δόθηκε υποτιθέμενα έμφαση στο ταξικό υπόβαθρο, καθώς την περίοδο εκείνη γίνονταν αθρόα εξώσεις, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανέγερση του Κέντρου Λίνκολν, αλλά και να εξυπηρετηθεί ένα γενικότερο σχέδιο “αναβάθμισης” της περιοχής. Και στην ταινία του ’61 ωστόσο, το ζήτημα της ταξικής ανισότητας αποδίνεται παραστατικότατα στο έξοχο America της ταράτσας, ενώ εκτίθεται ωμά και απερίφραστα από τον αρχηγό της αστυνομίας: όλοι οι απόκληροι, ανεξαρτήτως καταγωγής, έβραζαν στο ίδιο ακριβώς καζάνι.

Ο Σπίλμπεργκ δεν προσέθεσε τίποτα σημαντικό στην περιγραφή της κοινωνικής συνθήκης. Κι αυτό γιατί οι προθέσεις του δεν υπερβαίνουν μιαν αντίληψη πολιτικής ορθότητας. Ενδεικτικά, οι ηθοποιοί που υποδύονται τους Σαρκς, είναι πορτορικανικής καταγωγής, που στην ταινία, μιλάνε κάθε τόσο ισπανικά. (Το αν μιλάει ισπανικά, ή αγγλικά με σπασμένη προφορά ο Μπερνάρντο, π.χ., είναι ήσσονος σημασίας, δεδομένου ότι όλοι οι Λατινοαμερικάνικης καταγωγής κάτοικοι των Η.Π.Α., μαθαίνουν εξ ανάγκης να μιλούν τέλεια αγγλικά). Και όσον αφορά τους Πορτορικανούς ηθοποιούς της ταινίας του Σπίλπμπεργκ, πρόκειται για μια νεότερη γενιά καλλιτεχνών, πλήρως αφομοιωμένων στην αμερικανική κοινωνία, που όσο περήφανοι κι αν ένιωσαν εκφράζοντας την πατρογονική τους καταγωγή, δεν αναπαράγουν στις ερμηνείες τους την αγριότητα της εκμετάλλευσης που βίωναν οι παππούδες τους 60 χρόνια πριν. Η Ανίτα της Ρίτα Μορένο, αντίστοιχα (Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου το ’61), που είχε καταφτάσει παιδάκι στη Νέα Υόρκη από το Πουέρτο Ρίκο, κρεμασμένη στο μπράτσο μιας μάνας που έπλενε επί σειράν ετών σκάλες πλουσίων λευκών, εκπέμπει μια αξιοπρέπεια κι ένα θυμό που βγαίνει από τα κατάβαθά της. Αλλά κι ο δικός μας Γιώργος Τσακίρης (Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου το ’61), ο απαράμιλλος χορευτής – γιος Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς, δεν χρειαζόταν να μπει στο πετσί κανενός Πορτορικανού προκειμένου να πείσει ως Μπερνάρντο. Κουβαλούσε τον καημό του καταπιεσμένου μετανάστη ατόφιο.

Το 1961, χαρακτηριστικά, είναι χρονιά μεγάλων ταινιών παγκόσμια: “Ντόλτσε Βίτα” του Φελίνι, “Νύχτα” του Αντονιόνι, “Πυρετός στο αίμα” του Καζάν. Οι Εβραίοι διανοούμενοι καλλιτέχνες που υπογράφουν την πρωτότυπη ταινία, ο Τζερόμ Ρόμπινς (χορογραφίες και σκηνοθεσία), ο Άρθουρ Λόρεντς (βασική ιστορία), ο Λέοναρντ Μπερνστάιν (μουσική), και ο Στήβεν Σοντχάιμ (στίχοι), ήταν ποτισμένοι από την ευρωπαϊκή κουλτούρα – και κάτι ακόμα: ήξεραν καλά τι σημαίνει κυνηγημένη μειονότητα, κάτι που ο χαϊδεμένος των μεγάλων στούντιο Σπίλμπεργκ, μόνο να φανταστεί μπορεί.

Εν κατακλείδι, η διασκευή του είναι ένα πολύχρωμο υπερθέαμα, που δεν αναπλάθει στο ελάχιστο τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της πρωτότυπης ταινίας, όπου κάθε σχεδόν πλάνο αντανακλά μιαν αίσθηση επικείμενου κινδύνου.
Το “Γουέστ Σάιντ Στόρυ” του ’61 ήταν έκρηξη• οι δονήσεις που προκάλεσε γίνονται αισθητές ακόμα. Αυτό του 2021 είναι μια ευχάριστη βόλτα που ξεχνιέται την επόμενη μέρα.
Χρυσή Σφαίρα (2022) καλύτερου μιούζικαλ, α΄ γυναικείου ρόλου (Ρέιτσελ Ζέγκλερ – Μαρία), και β΄ γυναικείου ρόλου (Αριάνα ντε Μπόουζ – Ανίτα).