Με διθυραμβικούς τόνους τα φιλικά μέσα της κυβέρνησης υποδέχτηκαν την εξαγγελία Τσίπρα για την αύξηση του κατώτερου μισθού στα 650 ευρώ, και την ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους κάτω των 25 ετών.

Στην πράξη από το 2012, που μέσα σε μια νύχτα καταργήθηκε η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και γενικά όλες οι συλλογικές συμβάσεις με μία πράξη του υπουργικού συμβουλίου, για επτά πλέον χρόνια οι εργαζόμενοι βρέθηκαν χωρίς την προστασία των κατώτερων αμοιβών.

Με τον νόμο 4173 του 2013 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έθεσε σε εφαρμογή τις διατάξεις περί καθορισμού του κατώτατου μισθού από την εκάστοτε κυβέρνηση με πράξη του υπουργικού συμβουλίου.

Ο ν. 4173/2013 ήταν βέβαια εμβληματικός μνημονιακός νόμος, που ισχύει πλήρως κατά τα άλλα, οι διατάξεις ωστόσο για τα εργατικά έχουν μείνει χαρακτηρισμένες ως νόμος Βρούτση, που ήταν υπουργός Εργασίας επί διακυβέρνησης Σαμαρά.

Αυτόν τον νόμο εφαρμόζει τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Η υπόθεση της ΕΓΣΣΕ ήταν και παραμένει μπούσουλας και για τις υπόλοιπες συμβάσεις, κλαδικές κλπ.

Όποια αύξηση αποφασίζονταν στο επίπεδο της ΕΓΣΣΕ ήταν τροχιοδείκτης για τις υπόλοιπες που πάνω – κάτω ακολουθούσαν τα ποσοστά που αυτή καθόριζε, γι΄ αυτό και στα προ μνημονίων χρόνια η συνήθης πρακτική ήταν να προηγείται και όλες οι εργατικές και εργοδοτικές οργανώσεις ανέμεναν το επίπεδο των μισθών και ημερομισθίων που προσδιόριζε η Εθνική Συλλογική Σύμβαση, για να κινηθεί η όποια διαπραγμάτευση, είτε υπήρχε συμφωνία είτε κατέληγε στη μεσολάβηση και τη διαιτησία.

Τι έχουμε τώρα; Η δυνατότητα αυτή εκχωρείται στην εκάστοτε κυβέρνηση που με βάση τα κριτήρια του μνημονιακού κορσέ, δηλαδή την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα, την επίτευξη των στόχων σε ό,τι αφορά το χρέος και τις υπόλοιπες μνημονιακές δεσμεύσεις, θα ορίζει τα κατώτερα όρια των αμοιβών. Και καλά σε μια ολοκάθαρα προεκλογική χρονιά δόθηκε μια αύξηση περίπου 11%, μετά από πάγωμα και βίαιη κατακρήμνιση του κατώτατου μισθού που είχε διάρκεια επτά χρόνια, στις επόμενες χρονιές φανταζόμαστε όλοι τι πρόκειται να γίνει. Ταυτόχρονα η εξαγγελία για επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για συλλογικές συμβάσεις τοπικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές μένει κενό γράμμα στο βαθμό που εκτός από εξαιρέσεις που θα ορίζουν οι αγώνες των εργαζομένων και η επιτυχής έκβαση αυτών των αγώνων, στην πραγματικότητα θα έχουν να περιοριστούν από την κάθε φορά απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, και η οποία θα μεταφράζεται σε προσδιορισμό των κατώτερων αμοιβών, μια παρωδία δηλαδή της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Από την άλλη πλευρά σκεφτόμαστε πως για να φτάσει ο κατώτερος μισθός στα 751€ που ήταν στο ανεπαρκές επίπεδο των χρόνων πριν τα μνημόνια, κάτι που είχε εξαγγείλει στο αλήστου μνήμης «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ο Τσίπρας, χρειάζεται με τα τωρινά δεδομένα μία αύξηση της τάξης του 15% τουλάχιστον. Κι αυτό για να υπάρξει επιστροφή στις κατώτερες αμοιβές που ίσχυαν πριν από επτά χρόνια.

Με την ευκαιρία άνοιξε και μια άλλη συζήτηση. Είναι ήδη ψηφισμένη στο 3ο μνημόνιο η περικοπή του αφορολόγητου κατά 35% περίπου. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και στο επίπεδο του κατώτερου μισθού θα επιβάλλεται παρακράτηση φόρου που στην πράξη θα εξανεμίσει την όποια αύξηση θα δουν στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τις χαμηλότατες αμοιβές, ενώ οι πιο «προνομιούχοι» θα δούν και αυτοί την αφαίρεση από ένα μέχρι και δύο μισθούς από την τσέπη τους.

Μια σειρά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, με προεξάρχουσα την υπουργό Εργασίας Αχτσιόγλου, άρχισαν το «μασάζ» με δηλώσεις του τύπου «να δούμε αν θα ισχύσει», «έτσι και για τις περικοπές στις συντάξεις δεν έγινε», στην ουσία αμφισβητώντας αυτά που η κυβέρνηση συνομολόγησε και συνυπόγραψε με τους δανειστές. Παραπληροφορώντας η κυβέρνηση και τα στελέχη της, επενδύοντας σε μια ατέρμονη αναμονή τουλάχιστον ως προς το 2019, προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την αποκάλυψη της πραγματικότητας. Οι δανειστές, είτε δώσουν το τράτο που ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ είτε όχι, έχουν δεμένη την υπόθεση της λιτότητας για τους πολλούς, και των υπόλοιπων περικοπών και μάλιστα όχι για ένα και δύο χρόνια, αλλά για δεκαετίες μέσα από τα θηριώδη πλεονάσματα και όλο αυτό το πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχουν επιβάλει.