Γνωστή είναι η υπόθεση της νεαρής γυναίκας που πριν 1,5 χρόνο περίπου απέδρασε από χώρο στην Ηλιούπολη όπου κρατούνταν παρά τη θέλησή της από έναν αστυνομικό τον οποίο κατήγγειλε για βιασμό και μαστροπεία. Κατήγγειλε εκτός από τον αστυνομικό ένα ακόμη άτομο που φέρεται να την εξέδιδε όσο ήταν ανήλικη, αλλά και τον πατέρα της για βιασμό από τα 11 της χρόνια.

Η εξέλιξη της υπόθεσης πήρε αρνητική τροπή με την απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας προχωρώντας σε απαράδεκτες και χυδαίες τοποθετήσεις δήλωσε ότι κατά την άποψή του «η κοπέλα είχε τον απόλυτο έλεγχο των επιλογών της και το για ποιο λόγο έκανε τις κατηγορίες είναι παγερά αδιάφορο» κι έτσι πρότεινε να απαλλαγούν από τις κατηγορίες και οι τρεις κατηγορούμενοι. Οι συνήγοροι έκαναν λόγο για προσπάθεια αθώωσης του αστυνομικού μέσω λαθών και παραλείψεων στοιχείων και μαρτυριών, δηλαδή με παραποίηση των αποδεικτικών στοιχείων.

Η πρόταση του εισαγγελέα αποτέλεσε εξοργιστική πρόκληση για όλο τον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο που είδε πίσω από την πρόταση απαλλαγής, μία προσπάθεια συγκάλυψης των ενόχων και ενδεχομένως ενός ολόκληρου κυκλώματος σωματεμπορίας.
Η πρόταση του εισαγγελέα δεν ήταν δεσμευτική για το δικαστήριο, το οποίο εν τέλει έκρινε ένοχους τον έναν άντρα και τον αστυνομικό που εμπλέκεται στην υπόθεση, ενώ αθώωσε τον πατέρα. Παρ’ όλα αυτά η αντιμετώπιση ζητημάτων κακοποίησης των γυναικών από το δικαστικό κατεστημένο είναι για ακόμη μία φορά η ίδια: το θύμα λοιδορείται δημόσια, αμφισβητείται η ηθική του και ρίχνεται το φταίξιμο στην ίδια.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η αστική δικαιοσύνη δεν είναι ούτε τυφλή, ούτε κουτσή, ούτε στραβή. Είναι ταξική και τρέχει να αθωώσει και να προστατεύσει τους δράστες όταν αυτοί είναι επιφανείς γόνοι της υψηλής κοινωνίας όπως στην υπόθεση της Γεωργίας στη Θεσσαλονίκη ή αστυνομικοί, όπως στην υπόθεση της Ηλιούπολης και του σωρού καταγγελιών για το Α.Τ. Ομόνοιας. Αντίθετα, στήνονται το ένα μετά το άλλο ψεύτικα κατηγορητήρια για συνδικαλιστές, διαδηλωτές και λαϊκούς αγωνιστές.

Η επαναλαμβανόμενη συγκάλυψη και αθώωση αστυνομικών αναδεικνύει τη σχέση τους με την αστική δικαιοσύνη στο πλαίσιο της οποίας οι αστυνομικοί δρουν ανενόχλητοι, ακριβώς επειδή γνωρίζουν ότι πάντα θα πέφτουν στα μαλακά. Από τους δολοφόνους αστυνομικούς που πυροβόλησαν τον Ν. Σαμπάνη στο Πέραμα και τον Κ. Φραγκούλη στη Θεσσαλονίκη, μέχρι τον δολοφόνο του Α. Γρηγορόπουλου που αποφυλακίστηκε με αναγνώριση του ελαφρυντικού του σύννομου βίου, το οποίο οι συνήγοροι της οικογένειας καταγγέλουν ότι δεν τεκμηριώνεται.

Είναι ξεκάθαρο ότι το δικαστικό σύστημα και η αστυνομία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που πάντα υπερασπίζονται και στηρίζουν η μία την άλλη και στρέφονται ενάντια στον λαό και τις διεκδικήσεις του. Γι’ αυτό και αστυνομικοί έχουν το ελεύθερο να εμπλέκονται σε κυκλώματα παροχής προστασίας, διακίνησης ναρκωτικών και εμπορίας ανθρώπων. Οι ίδιοι αστυνομικοί επιβραβεύτηκαν με bonus 600 ευρώ από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για να συνεχίσουν ανενόχλητοι το έργο τους, το οποίο bonus στηρίχθηκε και από κόμματα που αναφέρονται στην αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Ο αστυνομικός μάλιστα στην υπόθεση της Ηλιούπολης δεν ήταν από αυτούς που ανήκουν στα «σκληρά» σώματα καταστολής (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ κτλ) των οποίων την κατάργηση ζητάει το ΚΚΕ, αλλά ήταν αστυνομικός από εκείνους που το ΚΚΕ θεωρεί «εργαζόμενους», διότι σε αυτή την αστυνομία με τα λυτά χέρια, το ΚΚΕ βλέπει περιθώριο «συνδικαλιστικής παρέμβασης» και δυνατότητα «εκδημοκρατισμού».

Ο λαός και το γυναικείο κίνημα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τους αστικούς θεσμούς που δικαιώνουν και προστατεύουν κάθε λογής σωματέμπορους, δολοφόνους και υπηρέτες της άρχουσας τάξης. Η δίκαιη απαίτηση για την τιμωρία όλων των ενόχων για εγκλήματα σε βάρος των γυναικών και του λαού πρέπει να συνοδεύεται από την οργάνωση και μαζική διεκδίκηση ενάντια στη γυναικεία καταπίεση, ενώ ταυτόχρονα το λαϊκό κίνημα πρέπει να αναδεικνύει τον κατασταλτικό, τρομοκρατικό και δολοφονικό ρόλο της αστυνομίας και της αστικής δικαιοσύνης, κόντρα στις αυταπάτες περί «εκδημοκρατισμού» και «φιλολαϊκής» διαχείρισης του αστικού κράτους.