Με τους νόμους 4692/2020 και 4823/2021, με τους παραπλανητικούς και υποκριτικούς τίτλους «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις» και «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας επιδιώκουν να προχωρήσουν τις διαδικασίες της αντιδραστικής αξιολόγησης, η οποία έρχεται σε συνδυασμό και με άλλα νομοθετήματα να αλλάξει το DNA του δημόσιου σχολείου.

Η ιστορία της αξιολόγησης δεν είναι καινούρια. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η υποχώρηση των κατακτήσεων και του λεγόμενου κοινωνικού κράτους και η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλισμού, με τρανταχτά παραδείγματα τη Μεγάλη Βρετανία της Θάτσερ και τις ΗΠΑ του Ρήγκαν, είχαν ως αποτέλεσμα τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και παροχές, την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια κλπ. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιολόγηση που ήρθε να εφαρμοστεί σε αυτές τις χώρες είχε ως ξεκάθαρο στόχο το πετσόκομμα των προϋπολογισμών για τη δημόσια εκπαίδευση. Δεκαετίες εφαρμογής της συγκεκριμένης διαδικασίας σε πολλές ακόμα χώρες, είχαν τελικά ως αποτέλεσμα την κατηγοριοποίηση – υποβάθμιση των σχολείων, τη μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, το χτύπημα συνολικά των δημόσιων συστημάτων εκπαίδευσης, των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών και τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών.

Στη χώρα μας, το εκπαιδευτικό κίνημα έχει καταφέρει να μπλοκάρει με τους αγώνες του αυτές τις διαδικασίες διάλυσης του δημόσιου σχολείου εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, όλο το προηγούμενο διάστημα, αξιοποιώντας την πανδημία και τα συνεχόμενα lockdown, προχώρησε στην ψήφιση απανωτών αντιεκπαιδευτικών νόμων, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζουν και αυτοί που αφορούν την αξιολόγηση. Τα μέχρι τώρα νομοθετήματα προβλέπουν την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Με την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, τα σχολεία κατηγοριοποιούνται με βάση τη βαθμολογία που λαμβάνουν πάνω σε ορισμένους τομείς – άξονες. Όσα σχολεία συγκεντρώνουν χαμηλή βαθμολογία, όσο και αν προσπαθεί να το κρύψει το υπουργείο, θα πρέπει να αναζητήσουν άλλους πόρους χρηματοδότησης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ν. 4823/2021 που ψηφίστηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο προβλέπει τη δυνατότητα συμφωνιών της σχολικής μονάδας με ιδιωτικούς φορείς και χορηγούς προκειμένου να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ίδια αξιολόγηση που ψηφίστηκε στις αρχές του προηγούμενου έτους και αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνδέοντας τα αποτελέσματα της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων. Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αυτή θα συνδεθεί με τον ξεκάθαρο στόχο της κυβέρνησης, όπως αυτός διατυπώθηκε το καλοκαίρι από τον γ.γ. του υπουργείου Α. Κόπτση, ο οποίος ανήγγειλε γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων σε πανελλαδικό επίπεδο, με στόχο να προκύψει πλεόνασμα 8.500 εκπαιδευτικών τη νέα σχολική χρονιά. Προφανώς, το εργαλείο που θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση για να υλοποιήσει το στόχο αυτό θα είναι η ατομική αξιολόγηση. Ας μην ξεχνάμε ότι και η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014 είχε επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την αξιολόγηση για να προχωρήσει σε απολύσεις σε ολόκληρο το δημόσιο, προκειμένου να υλοποιήσει μέτρα που απέρρεαν από τα μνημόνια.

Στις αρχές του χρόνου, η πρώτη προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας έπεσε στο κενό. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση προσχώρησε στην απεργία – αποχή που κήρυξαν οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ και ΔΟΕ). Είχαν προηγηθεί οι αποφάσεις δεκάδων ΣΕΠΕ και ΕΛΜΕ που κινούνταν σε αυτήν την κατεύθυνση. Η συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών στην απεργία – αποχή ανάγκασε το υπουργείο να αποκαλύψει το ακραία αυταρχικό του πρόσωπο. Απείλησε τους εκπαιδευτικούς ότι θα τους σύρει σε πειθαρχικά, ότι η συμμετοχή των νεοδιόριστων θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία απόκτησης της νομιμότητας αυτοδικαίως ύστερα από 2 χρόνια υπηρεσίας και πολλά ακόμα. Απειλές οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στον ν. 4823/2021 που ψηφίστηκε το καλοκαίρι. Θέλησε έτσι η κυβέρνηση και το υπουργείο να προετοιμάσει το έδαφος για να προωθήσει τις διαδικασίες αξιολόγησης με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, ελπίζοντας ότι η τρομοκράτηση, ο αυταρχισμός και η καλλιέργεια φόβου στους εκπαιδευτικούς θα τους αναγκάσουν να συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες.
Μπροστά στις απειλές, τον αυταρχισμό και την τρομοκρατία του υπουργείου και της κυβέρνησης, οι εκπαιδευτικοί απαντάνε μαζικά και ξεκάθαρα, σπάζοντας το φόβο και παίρνοντας εκ νέου αποφάσεις απόρριψης της αντιδραστικής αξιολόγησης και συμμετοχής στην απεργία – αποχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γενική συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ, όπου σε ποσοστό 92% τα πρωτοβάθμια σωματεία των εκπαιδευτικών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση συμμετέχουν στην απεργία – αποχή. Παρόμοια συμμετοχή καταγράφεται και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση με τα ποσοστά συμμετοχής να προσεγγίζουν αυτά της προηγούμενης χρονιάς.

Η εκ νέου συντριπτική απόφαση των εκπαιδευτικών υπέρ της απεργίας-αποχής οδήγησε το Υπουργείο και την κυβέρνηση να πετάξει και το τελευταίο φύλλο συκής – δημοκρατικής επίφασης και να σύρει τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών στα δικαστήρια, με αποτέλεσμα να κυριχτεί παράνομη και καταχρηστική η απεργία των εκπαιδευτικών.

Η συλλογική, μαζική και ανυποχώρητη στάση των εκπαιδευτικών, που συσπειρώνονται στις αποφάσεις των σωματείων τους σπάζοντας το φόβο και ξεπερνώντας τους εκβιασμούς και τις απειλές του υπουργείου, αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για τη συνέχεια. Τον ίδιο δρόμο πρέπει να βαδίσουν τώρα και μετά την αντιδραστική απόφαση του δικαστηρίου και να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Ένας αγώνας που αντιστέκεται στο τσάκισμα των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών, στο χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, στην επιχείρηση διάλυσης της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης.