Η υγειονομική κρίση του κορονοϊού μετατράπηκε γρήγορα σε πολιτική κρίση στη Βραζιλία. Με φόντο τη ραγδαία άνοδο των κρουσμάτων και των νεκρών (επισήμως στις 12 Απρίλη καταγράφονται 22.169 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 1.223 θάνατοι, την ίδια στιγμή που επιστημονικές μελέτες ανεβάζουν τον πραγματικό αριθμό των νοσούντων στο δωδεκαπλάσιο), το πολιτικό σκηνικό διχάστηκε στη βάση των προκρινόμενων “διαφορετικών εναλλακτικών διαχείρισης” της αντιμετώπισης της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση βέβαια κοινό παρονομαστή για τους ποικιλώνυμους εκπροσώπους του βραζιλιάνικου νεοφιλελευθερισμού αποτελεί η διαχρονική προσήλωση στην εφαρμογή της βαθιά αντιλαϊκής πολιτικής που κονιορτοποίησε εδώ και δεκαετίες κάθε ίχνος δημόσιας δωρεάν υγείας στη χώρα. Στη συγκυρία ο Μπολσονάρου εμφανίζεται ένθερμος υπερασπιστής της διατήρησης της “κανονικότητας” στην οικονομική ζωή της χώρας, κάνοντας λόγο “για μια ιωσούλα… Άλλοι ιοί έχουν σκοτώσει πολύ περισσότερους από αυτόν και δεν έγινε τόση φασαρία”.

Στο ακροδεξιό του παραλήρημα ο πρόεδρος της Βραζιλίας ξιφούλκησε κατά όσων επικροτούν ή επιβάλλουν περιοριστικά μέτρα (φωτογραφίζοντας ιδιαίτερα τους κυβερνήτες του Σάο Πάολο και του Ρίο Ντε Τζανέιρο), δηλώνοντας με θράσος πως “αν δεν επιστρέψουμε στη δουλειά, θα γίνουμε Βενεζουέλα”.

Η εν λόγω προπαγανδιστική εκστρατεία Μπολσονάρου ενάντια στην καραντίνα προκάλεσε όχι μόνο ενδοκυβερνητικούς αλλά και ευρύτερους τριγμούς στα βασικά οικονομικοπολιτικά κέντρα εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό πως ομοσπονδιακό δικαστήριο της χώρας απαγόρευσε στις 28 Μάρτη στον Μπολσονάρου να “διαδίδει μηνύματα που αντιτίθενται στα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας”.

Από την πλευρά του, ο φανφαρόνος πρόεδρος επικέντρωσε τα πυρά του στον υπουργό υγείας Μαντέντα, ο οποίος βρέθηκε εξαρχής σε τροχιά (ανοιχτής) σύγκρουσης με τον Μπολσονάρου. Μετρώντας τις αντιδράσεις της οικονομικής ελίτ αλλά και των πολιτικοστρατιωτικών κύκλων των οποίων απολαμβάνει τη στήριξη, ο Μπολσονάρου έκανε πράξη τις απειλές του και καρατόμησε τελικά τον Μαντέντα. Η εν λόγω οπερέτα διατήρησης των πολιτικών ισορροπιών εκ μέρους του βραζιλιάνου προέδρου τελείωσε προς το παρόν με την ανάδειξη του στρατηγού Βάλτερ Νέτο ως “επιχειρησιακού προέδρου”.

Με την κίνηση αυτή, που αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην επιχείρηση εκφασισμού του κράτους, ο Μπολσονάρου επιχειρεί ασφαλώς να αντιρροπήσει την πίεση που δέχεται εξ οικείων αλλά και από την κεντροαριστερά. Τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού απηχούν και οι εκτιμήσεις του πρώην προέδρου Λούλα πως “οι δεξιοί πολιτικοί θεωρούν ότι είναι πιο σοφό να αφήσουν το Μπολσονάρου να σαμποτάρει μόνος του τις πιθανότητες επανεκλογής του το 2022, πριν εκλέξουν άλλον πρόεδρο από την παράταξή τους”.