Δύο μήνες μετά τις εκλογές της 1ης Νοέμβρη στο Ισραήλ, επήλθε συμφωνία για κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Νετανιάχου, μεταξύ του κόμματός του, Λικούντ, του ακροδεξιού «Θρησκευτικού Σιωνισμού» και των εθνικιστικών κομμάτων υπερορθόδοξων Εβραίων «Shas» και «Ιουδαϊσμός – Τορά». Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στις 2 Γενάρη και συγκεντρώνει τις ψήφους 64 βουλευτών σε σύνολο 120.
Μαζί με τη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής σε βάρος του ισραηλινού λαού και παίρνοντας τη σκυτάλη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις για τη συνέχιση του εγκλήματος της κατοχής της Παλαιστίνης, αναμένεται να προωθήσει σειρά νέων αντιδραστικών πολιτικών που θα οξύνουν ακόμα περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Το άκρως αντιδραστικό περιεχόμενο του κυβερνητικού προγράμματος αποτυπώθηκε τόσο προεκλογικά όσο και σε μετεκλογικές ανακοινώσεις και δηλώσεις των κυβερνητικών εταίρων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία εμφανίζεται ως συμπαγέστερη συγκριτικά με τους προηγούμενους συνασπισμούς υπό το Likud, λόγω της αυξανόμενης ιδεολογικής και πολιτικής συμπόρευσης της ισραηλινής Δεξιάς με τα ακροδεξιά θρησκευτικά και εθνικιστικά κόμματα τα οποία συγκυβέρνησαν με τον Νετανιάχου για πάνω από μια δεκαετία.

Ο Νετανιάχου είναι ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της χώρας, έχοντας θητεία από το 2009 έως το 2021 και μια θητεία στη δεκαετία του 1990. Εκδιώχθηκε από το αξίωμα το 2021 έπειτα από τέσσερις αδιέξοδες εκλογικές διαδικασίες, χάρη σε έναν συνασπισμό οκτώ κομμάτων που το κυριότερο στοιχείο που τα ένωνε ήταν η αντίθεσή τους στην κυβέρνηση Νετανιάχου και τον ίδιο, που δικαζόταν για διαφθορά.
Θωρακίζοντας τον εαυτό του από τις εκκρεμείς ποινικές διώξεις προωθεί νόμο που θα επιτρέπει στη Βουλή να ανατρέπει αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου με απλή πλειοψηφία 61 βουλευτών, μια πρόβλεψη «κομμένη και ραμμένη» για τον ίδιο τον Νετανιάχου, που ως γνωστόν παραμένει υπόδικος για σειρά από υποθέσεις διαφθοράς. Τι καλύτερο για έναν διαπλεκόμενο πρωθυπουργό, από το να είναι σε θέση να διαγράφει μονοκοντυλιά τις εις βάρος του αποφάσεις;

Στο μεταξύ, αποτυπώνοντας εσωτερικές αντιθέσεις που εντείνονται, 1.000 Ισραηλινοί ανώτατοι και ανώτεροι στρατιωτικοί εν ενεργεία και εν αποστρατεία υπέγραψαν κοινή επιστολή, προειδοποιώντας ότι συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια η συμμετοχή εθνικιστικών και φανατικών υπερορθόδοξων Εβραίων στη νέα κυβέρνηση.
Οσον αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα, σχέδιο παραπέρα κλιμάκωσης του χρόνιου εγκλήματος της κατοχής της Παλαιστίνης έχει επεξεργαστεί η νέα κυβέρνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσαν ισραηλινά ΜΜΕ και το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων «Σινχουά», ο Νετανιάχου συμφώνησε στην υλοποίηση σχεδίου προσάρτησης της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, στο πλαίσιο συμφωνίας με τους κυβερνητικούς εταίρους. Σύμφωνα με το «Σινχουά», το οποίο εξασφάλισε αντίγραφο της συμφωνίας, αναφέρεται ότι «ο πρωθυπουργός θα ηγηθεί της διατύπωσης και προώθησης μιας πολιτικής με την οποία η κυριαρχία του Ισραήλ θα επεκταθεί στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια», όρος που χρησιμοποιείται σε ισραηλινά έγγραφα για να περιγράψει την κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Μεταξύ άλλων δημιουργείται νέο υπουργείο Εβραϊκής Κρατικής Συνείδησης, με επικεφαλής τον αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος ΝΟΑΜ, Αβί Μαόζ. Δεν διευκρινίζεται ο χρόνος για την υλοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου.

Σχετικό δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το «Λικούντ», αναφέρει προκλητικά ότι «ο εβραϊκός λαός έχει αποκλειστικό και αναφαίρετο δικαίωμα σε όλα τα μέρη της γης του Ισραήλ. Η κυβέρνηση θα ενθαρρύνει και θα προωθήσει τον εποικισμό σε Γαλιλαία, Νεγκέβ, Γκολάν, Ιουδαία και Σαμάρεια». Αναφέρεται επίσης στις απαιτήσεις των ακροδεξιών εταίρων του να δοθούν μεγαλύτερα περιθώρια στις δυνάμεις ασφαλείας για χρήση βίας στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.

Ο Νετανιάχου ξεκαθάρισε ότι οι πρώτες του προτεραιότητες αφορούν τη διεύρυνση των εβραϊκών εποικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη «μεταρρύθμιση» του δικαστικού συστήματος, καθώς ο ίδιος αντιμετωπίζει τρεις διαφορετικές δίκες για διαφθορά, δωροδοκία κ.λπ.
Εν τω μεταξύ ο Ιορδανός μονάρχης, Αμπντάλα, κάλεσε τη νέα ισραηλινή κυβέρνηση να μην παραβιάσει τις «κόκκινες γραμμές» που αφορούν τον ρόλο του ως «κηδεμόνα» των ιερών τόπων χριστιανών και μουσουλμάνων στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, δηλώνοντας ότι η πλευρά του είναι «αρκετά καλά» προετοιμασμένη και για την περίπτωση σύγκρουσης.

Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής προωθείται δυναμική επιβεβαίωση του γεωπολιτικού αποτυπώματος του Ισραήλ στις περιφερειακές εξελίξεις κατά τρόπο που δεν συνάδει υποχρεωτικά ούτε με την εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών και του προέδρου Μπάιντεν ούτε, πολύ περισσότερο, με τις προσπάθειες ουσιαστικής επαναπροσέγγισης Ισραήλ – Τουρκίας, που γίνεται υπό την πίεση των Αμερικανών.
Ο Νετανιάχου ουδέποτε έκρυψε την προτίμησή του για τον πρόεδρο Τραμπ, με τον οποίο ενορχήστρωσε την πολυδιαφημισμένη διπλωματική επιτυχία του Ισραήλ, δηλαδή τις συμφωνίες του Αβραάμ, με τις οποίες εξομάλυνε τις σχέσεις με μία σειρά αραβικές χώρες. Αντιστοίχως, ουδέποτε έκρυψε την αντίθεσή του με την πολιτική του Ομπάμα, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν το 2015.

Ένα άλλο σημείο τριβής μεταξύ Νετανιάχου και προεδρίας Μπάιντεν είναι και η πρόσφατη συμφωνία Ισραήλ – Λιβάνου γιά τα ενεργειακά κοιτάσματα στα θαλάσσια σύνορά τους. Η αντίθεση του Νετανιάχου στη συμφωνία, ως υπερβολικά ετεροβαρής έναντι της Χεζμπολάχ, είναι δεδομένη. Έχει καταγγείλει τη συμφωνία και επί της ουσίας αλλά και επί της αρχής, καθώς δεν εγκρίθηκε από την ισραηλινή Βουλή, ενώ έκρινε ότι το θέμα θα έπρεπε να τεθεί και σε δημοψήφισμα, λέγοντας ότι δεν τη θεωρεί ως νομικά δεσμευτική για την κυβέρνησή του. Ουσιαστικά ο Νετανιάχου προανήγγειλε την καταγγελία της συμφωνίας, κάτι που θα δυναμιτίσει τις σχέσεις με τον Λίβανο και τη Χεζμπολάχ.

Σε μία παράλληλη εξέλιξη, μία ημέρα μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Νετανιάχου, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε κατά πλειοψηφία ψήφισμα με το οποίο ζητάει από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) να γνωμοδοτήσει σχετικά με τις νομικές επιπτώσεις της ισραηλινής κατοχής στα παλαιστινιακά εδάφη. Το ψήφισμα πέρασε με 87 ψήφους υπέρ, 26 κατά και 53 αποχές, με τις δυτικές χώρες να είναι διχασμένες, ενώ οι αραβικές ψήφισαν ομόφωνα υπέρ, περιλαμβανομένων όσων έχουν εξομαλύνει τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Υπέρ ψήφισαν η Κίνα και η Ρωσία, ενώ Ισραήλ και ΗΠΑ ψήφισαν κατά. Η απόφαση ζητεί από το ΔΠΔ να γνωμοδοτήσει για «τις νομικές επιπτώσεις της συνεχούς παραβίασης από το Ισραήλ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του παλαιστινιακού λαού» μέσω «της κατοχής, των εποικισμών και των προσαρτήσεων, περιλαμβανομένων των μέτρων που έχουν στόχο να τροποποιηθεί η δημογραφική σύνθεση, ο χαρακτήρας και το καθεστώς της ιερής πόλης της Ιερουσαλήμ».

Ο Νετανιάχου, απέρριψε τις ενέργειες του ΟΗΕ, δηλώνοντας ότι το Ισραήλ δεν δεσμεύεται από την «αξιοκαταφρόνητη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης». «Ο εβραϊκός λαός δεν είναι κατακτητής στη γη του ούτε στην αιώνια πρωτεύουσά μας την Ιερουσαλήμ και κανένα ψήφισμα του ΟΗΕ δεν μπορεί να διαστρεβλώσει αυτή την ιστορική αλήθεια», δήλωσε.

Οι Παλαιστίνιοι χαιρέτισαν το ψήφισμα, με τον εκπρόσωπο του Παλαιστίνιου προέδρου, Αμπάς, να δηλώνει ότι «έχει έρθει η ώρα το Ισραήλ να γίνει ένα κράτος που υπακούει το δίκαιο και λογοδοτεί για τα συνεχιζόμενα εγκλήματά του εναντίον του λαού μας».
Από την πλευρά του, ο Ισραηλινός πρεσβευτής στα Ηνωμένα Έθνη, Γκιλάντ Ερντάν, χαρακτήρισε την απόφαση «ηθική κηλίδα του ΟΗΕ». «Κανένας διεθνής θεσμός δεν μπορεί να αποφασίσει αν ο εβραϊκός λαός είναι ένας “κατακτητής” στην ίδια του τη γενέτειρα. Οποιαδήποτε απόφαση ενός δικαστικού θεσμού που λαμβάνει εντολή από τον ηθικά χρεοκοπημένο και πολιτικοποιημένο ΟΗΕ είναι εντελώς παράνομη», υπογράμμισε.

Όλα τα παραπάνω φανερώνουν πως το πολιτικό και ιδεολογικό “μίγμα” της νέας κυβέρνησης θα εφαρμόσει μια άκρως αντιδραστική πολιτική, τόσο στο εσωτερικό του Ισραήλ και ιδιαίτερα στο Παλαιστινιακό, όσο και στο εξωτερικό με την επιθετική περιφερειακή του πρακτική στα ανοικτά μέτωπα κυρίως της Συρίας και του Ιράν, με τις πλάτες πάντα των ΗΠΑ.