Ένα ακόμα βήμα κλιμάκωσης των πιέσεων σε βάρος του Ιράν έκαναν τις τελευταίες μέρες οι ΗΠΑ, επιλέγοντας να αναπτύξουν το αεροπλανοφόρο «USS Abraham Lincoln» στον Περσικό Κόλπο. Την εξέλιξη ανακοίνωσε ο Αμερικανός σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ αναπτύσσουν ένα αεροπλανοφόρο, τη δύναμη κρούσης που σχηματίζουν τα πλοία συνοδείας του και μια ειδική πτέρυγα βομβαρδιστικών στη Μέση Ανατολή, για να στείλουν το «σαφές μήνυμα» στο Ιράν πως οποιαδήποτε «επίθεση» από πλευράς του εναντίον αμερικανικών συμφερόντων ή συμμάχων της Ουάσιγκτον στην περιοχή θα αντιμετωπιστεί με «αμείλικτη δύναμη». Εν μέσω της κλιμακούμενης γεωπολιτικής αμερικανο-ιρανικής κόντρας, ο Μπόλτον υποστήριξε πως η ανάπτυξη της δύναμης κρούσης αποτελεί «αντίδραση σε ανησυχητικές ενδείξεις και προειδοποιήσεις» που «κλιμακώνουν» την ένταση, αναφερόμενος εμμέσως πλην σαφώς σε πρόσφατες δηλώσεις Ιρανών αξιωματούχων για πιθανό κλείσιμο των στρατηγικών Στενών του Ορμούζ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των «Τάιμς της Ν. Υόρκης», ο εκτελών καθήκοντα υπουργού Άμυνας, Πάτρικ Σάναχαν, ο επιτελάρχης Τζο Ντάνφορντ, η διευθύντρια της CIA, Τζίνα Χάσπελ, και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, παρουσίασαν στον Τραμπ τα επικαιροποιημένα σχέδια του Πενταγώνου για το Ιράν και ότι σ’ αυτά συμπεριλαμβάνεται πρόταση για την ανάπτυξη περίπου 120.000 Αμερικανών στρατιωτικών, όσοι δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν το 2003 στην ιμπεριαλιστική επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ.
Σε μια περιοχή γεμάτη αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις σε Κατάρ, Κουβέιτ, Ιράκ, Τουρκία, Μπαχρέιν κ.α. και σημαντικά διεθνή ναυτιλιακά περάσματα, από όπου περνά πάνω από το 1/3 της διεθνούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι ΗΠΑ κλιμακώνουν τη στρατιωτική κινητικότητα και τις απειλές, αυξάνοντας τον κίνδυνο όχι μόνο ενός «θερμού επεισοδίου», στα στρατηγικά στενά Ορμούζ, αλλά και ενός γενικευμένου πολέμου.
Οι ενδείξεις για νέο «μπουρλότο» στην περιοχή ξεκίνησαν από την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ, ένα χρόνο πριν, να αποχωρήσουν από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα (JCPOA), και κλιμακώνονται με τις κινήσεις «ψυχολογικού» και οικονομικού πολέμου, αλλά και τη μόνιμη απαίτηση του Ισραήλ για επίθεση στο Ιράν.
Η απόφαση του Τραμπ να επιβάλει στο Ιράν νέες κυρώσεις στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας μετάλλων, με στόχο τον ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας, που είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική απέναντι στα αμερικανικά μονοπώλια, αντανακλά τους σφοδρούς και επικίνδυνους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αλλά και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην «εύφλεκτη» περιοχή του Περσικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής, που εξελίσσονται ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ, ειδικά τη Γερμανία και τη Γαλλία, που έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα στο Ιράν και διαφώνησαν με την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία.
Στις πιέσεις κατά του Ιράν εντάσσονται και οι τελευταίες κινήσεις της ΕΕ. Η επικεφαλής για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, Φεντερίκα Μογκερίνι, μαζί με τους υπουργούς Εξωτερικών Βρετανίας, Γερμανίας και Γαλλίας διεμήνυσαν πως «απορρίπτουν την απόφαση της ιρανικής κυβέρνησης για μερική αναστολή της διεθνούς συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα» (JCPOA) σε 60 μέρες, εκτός κι αν γίνουν ουσιαστικές κινήσεις για εφαρμογή της συμφωνίας. Απαίτησαν από το Ιράν να τηρήσει τη συμφωνία στο έπακρο παρά τις κινήσεις οικονομικής τρομοκρατίας από τη μεριά των ΗΠΑ, αναφέροντας: «Απορρίπτουμε κάθε τελεσίγραφο και θα εξετάσουμε αν το Ιράν σέβεται τις δεσμεύσεις του στον πυρηνικό τομέα βάσει της συμφωνίας και της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλων (NPΤ)». Κατά τ’ άλλα, εξέφρασαν «λύπη» για την «επαναφορά των αμερικανικών κυρώσεων μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία» το 2018 και υπενθύμισαν «τη σθεναρή τους δέσμευση στη συμφωνία, κυρίως σε ό,τι αφορά την άρση των κυρώσεων προς όφελος του ιρανικού λαού».
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, διορία 60 ημερών για διαπραγματεύσεις με στόχο την αντικατάσταση της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, έπειτα από την υπονόμευσή της με την περσινή αποχώρηση των ΗΠΑ, έδωσε ο Ιρανός Πρόεδρος, Χασάν Ροχανί. Ταυτόχρονα, στη Μόσχα οι ΥΠΕΞ του Ιράν και της Ρωσίας, δήλωσαν πως θα αναζητήσουν τρόπους παράκαμψης των αμερικανικών κυρώσεων για την ανάπτυξη των εμπορικών τους σχέσεων. Ο Λαβρόφ επισήμανε πως ο μηχανισμός INSTEX, που δημιούργησαν χώρες της ΕΕ για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της συμφωνίας του 2015 και οι εμπορικές συναλλαγές με το Ιράν, «είναι λιγότερο αποτελεσματικός» απ’ ό,τι προβλεπόταν. Σε άλλο σημείο αναφέρθηκε στη «μη ρεαλιστική», όπως τόνισε, απαίτηση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους για αποχώρηση του Ιράν από τη Συρία, θυμίζοντας πως οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους βρίσκονται στη Συρία παράνομα, καταπατώντας βασικά δικαιώματα της χώρας και διεθνείς συνθήκες. Κατηγόρησε τις ΗΠΑ για προσπάθεια αλλοίωσης του δημογραφικού χάρτη της περιοχής, λέγοντας πως η εγκατάσταση των Κούρδων σε εδάφη αραβικών φυλών «είναι ο άμεσος τρόπος για τον διαμελισμό της Συρίας».
Η επιλογή των ΗΠΑ να στραγγαλίσουν οικονομικά το Ιράν και να κλιμακώσουν τις τελευταίες μέρες τις στρατιωτικές κινήσεις και απειλές στον Περσικό Κόλπο, για να εκβιάσουν υποχωρήσεις που θα επιφέρουν μεσοπρόθεσμα γεωπολιτικά οφέλη και θα φέρουν σε πλεονεκτική θέση τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, ρίχνει νέο «λάδι στη φωτιά» της περιφερειακής, αλλά και της ευρύτερης ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης.
Αυτό το αποδεικνύει η όξυνση της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ όχι μόνο με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και με την ΕΕ, που συνολικά και ως ξεχωριστά αστικά κράτη έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και στην περίπτωση του Ιράν όπως και σε άλλα πεδία ανταγωνισμού, από τη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, έως τη Λατινική Αμερική και τη Βενεζουέλα. Η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στον Περσικό Κόλπο, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, διαμορφώνει μία επικίνδυνη κατάσταση που “μυρίζει μπαρούτι”, σε μία περιοχή που ούτως ή άλλως δοκιμάζεται από πολέμους και έντονους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, με κύρια θύματα τους λαούς.