Λίγους μήνες ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας (με ντρόουνς, τον Αύγουστο 2018) που οργανώθηκε από την αντιδραστική αντιπολίτευση και τα ξένα αφεντικά της εναντίον του προέδρου της Βενεζουέλας Ν. Μαδούρο, μια νέα επιχείρηση ανατροπής του Μαδούρο βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη. Πρόκειται για μια ολοφάνερη κι από καιρό προετοιμασμένη ιμπεριαλιστική συνωμοσία, ένα πολιτικο-στρατιωτικό πραξικόπημα, που καθοδηγείται απροκάλυπτα από τις ΗΠΑ.

Το πραξικόπημα, που στηρίζεται εσωτερικά στις δυνάμεις της ντόπιας ολιγαρχίας, έχει προκλητική συνεπικουρία και συνεργούς τον διεθνή ιμπεριαλισμό και όλους τους λακέδες τού αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Λατινική Αμερική, με προεξάρχοντες τον φασίστα Μπολσονάρου στη Βραζιλία καθώς και την κυρίαρχη κλίκα της Κολομβίας.

Το αιματηρό σκηνικό που έζησε πριν δυο – τρία χρόνια η Βενεζουέλα, με τις πολύμηνες συγκρούσεις και διαδηλώσεις της αμερικανόδουλης αντιπολίτευσης, φαίνεται τώρα να επαναλαμβάνεται, σε διεθνείς συνθήκες ωστόσο πολύ πιο ευνοϊκές για την αντίδραση, δυσμενείς για την κυβέρνηση Μαδούρο, που έτσι κι αλλιώς, με την όλη ταλαντευόμενη και συμβιβαστική πολιτική της, αντί να ενισχύσει, κατάφερε να εξασθενήσει παραπέρα τα στηρίγματά της μέσα στις λαϊκές μάζες.

Στις 10 Ιανουαρίου ο Νίκολας Μαδούρο ορκίστηκε για δεύτερη εξαετή θητεία ως πρόεδρος της Βενεζουέλας, έχοντας επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Μαΐου. Ανάμεσα σε άλλα, η άνετη νίκη του οφείλεται και στο ότι εκμεταλλεύτηκε την αμερικανοδουλεία και τον εξτρεμισμό της αντιπολίτευσης, για να την αποδιοργανώσει και να μην κατεβεί ενωμένη στις εκλογές. Ωστόσο, μια σειρά εξελίξεων λίγες μέρες πριν την ορκομωσία, αλλά και μετά, προμηνύουν μια ακόμη δύσκολη χρονιά για τη χώρα.

Ο νέος «αστέρας» της δεξιάς αντιπολίτευσης ακούει στο όνομα Χουάν Γκουαϊδό, ο οποίος πρόσφατα αναδείχθηκε πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, την οποία ελέγχει η αντιπολίτευση. Από τη θέση αυτή, ο μέχρι πρότινος ασήμαντος αμερικανοθρεμμένος γιάπης, μια μέρα μετά την ορκωμοσία, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον Μαδούρο ως πρόεδρο, τον οποίο χαρακτήρισε ως σφετεριστή, ανακήρυξε τη θέση του προέδρου της χώρας κενή, και κατόπιν αναγορεύτηκε «προσωρινός πρόεδρος» της Βενεζουέλας από την Εθνοσυνέλευση. Αμέσως ο αντιπρόεδρος των ΗΠ, Μάικ Πενς, συνεχάρη τηλεφωνικά τον εκλεκτό των ΗΠΑ για το «θάρρος» του. Με θράσος που πηγάζει από τις «πλάτες» που του κάνει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ο Γκουαϊδό ξεκίνησε μάλλον άγαρμπα την αντιπολιτευτική του «προεδρική» καριέρα δηλώνοντας έτοιμος να αναλάβει την προεδρία στα πλαίσια μεταβατικής κυβέρνησης «με τη στήριξη των ενόπλων δυνάμεων, του λαού και της διεθνούς κοινότητας». Με λίγα λόγια, μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου «αστέρα», που παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της δημοκρατίας, ήταν να καλέσει ανοιχτά σε ξενοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα. Το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, αντιδρώντας στην αντιδημοκρατική πρόκληση ενός μη εκλεγμένου «προέδρου», αποφάσισε ότι οι εξουσίες της εθνοσυνέλευσης είναι άκυρες, κενές περιεχομένου.

Ο Γκουαϊδό συνελήφθη για λίγες ώρες στις 14 Ιανουαρίου από τη Μπολιβαριανή Υπηρεσία Πληροφοριών (SEBIN) και αφέθηκε ελεύθερος μετά από την παρέμβαση κυβερνητικών στελεχών. Η κυβέρνηση από τη μεριά της, όχι μόνο δεν ενέκρινε τη σύλληψη, (όπως ίσως θα περίμενε κανείς μετά το κάλεσμα για πραξικόπημα), αλλά συνέλαβε το διοικητή της SEBIN, Ιλντεμάρο Χοσέ Μουρκούρα, μαζί με άλλα τρία στελέχη υπεύθυνα για τη σύλληψη, τα οποία και έπαυσε από τα καθήκοντά τους. Μάλιστα ανακοινώθηκε ότι ο Μουκούρα ήταν ήδη υπό διευρεύνηση για συνωμοσία με ακροδεξιές δυνάμεις της χώρας. Είτε επρόκειτο για προβοκάτσια, είτε για ανοησία, είτε για κάποιου άλλου είδους συνωμοσία, καταλαβαίνει κανείς το δύσκολο έργο της κυβέρνησης, που και σ’ αυτό το περιστατικό φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά ανεκτική απέναντι στις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις της αντιπολίτευσης.

Η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο από την απόπειρα ανταρσίας μερίδας στρατιωτικών του 43ου διοικητικού φυλακίου της Μπολιβαριανής Εθνοφρουράς, στο Καράκας. Καταλαμβάνοντας δύο στρατιωτικά οχήματα, επέδραμαν στο στρατόπεδο ασφαλείας του Πετάρε στα ανατολικά της πόλης, όπου έκλεψαν όπλα και απήγαγαν δύο αξιωματικούς και δύο σκοπούς. Συνέχισαν βόρεια στο στρατόπεδο Γουαράιρα Ρεπάνο στην περιοχή Σαν Χοσέ ντε Κοτίσα. Εκεί οι επίδοξοι πραξικοπηματίες συνάντησαν αντίσταση και τελικά συνελήφθησαν. Το περιστατικό αφορά αρκετές δεκάδες στρατιώτες και συνέβη την παραμονή της επετείου της ανατροπής της δικτατορίας του Μάρκος Πέρεθ Χιμένεθ την 23η Ιανουαρίου του 1958. Απροσχημάτιστα, ο Γκουαϊδό υποσχέθηκε αμνηστία σε όλους τους στρατιωτικούς που παίρνουν τα όπλα ενάντια στην κυβέρνηση Μαδούρο: «Η Εθνοσυνέλευση δεσμεύεται να παράσχει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις στα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων, που ενεργά προσφέρουν στην αποκατάσταση του συντάγματος».

Μετά τη σύλληψη ακολούθησαν βίαιες αντικυβερνητικές αναταραχές στην περιοχή, οι οποίες αν και αρχικά κατεστάλησαν, με την προτροπή της αντιπολίτευσης συνεχίστηκαν και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας κατά τα πρότυπα των ταραχών του ’17, με επιθέσεις σε υποστηρικτές του Μαδούρο, βανδαλισμούς μνημείων κλπ. Η φιλοδοξία ήταν το κύμα των αναταραχών να παρεμποδίσει τη διαδήλωση των υποστηρικτών του Μαδούρο, που γίνεται κάθε χρόνο, ώστε την επέτειο να μονοπωλήσει αντικυβερνητική διαδήλωση. Αυτό δεν κατέστη εφικτό και με τη μαζική συμμετοχή του στην πορεία, ο λαός της Βενεζουέλας έδωσε μια πρώτη απάντηση. Στην πορεία κυριάρχησαν συνθήματα υπεράσπισης της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας της Βενεζουέλας.

Με δηλώσεις τους ο αντιπρόεδρος Πενς, ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μπόλτον προμήνυαν την αναγνώριση του Γκουαϊδό ως πρόεδρου της Βενεζουέλας, βήμα στο οποίο τελικά προχώρησε επισήμως ο πρόεδρος Τραμπ στις 23 Ιανουαρίου, καλώντας τη διεθνή κοινότητα να κάνει το ίδιο, ενώ προανήγγειλε και σκλήρυνση των ισχυουσών κυρώσεων.

Στην ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί νωρίτερα και ο πρόεδρος του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΣ), Λουίς Αλμάγκρο. Ο αχυράνθρωπος των ΗΠΑ έχει απειλήσει τη Βενεζουέλα στο παρελθόν με στρατιωτική επέμβαση, αναγνώρισε τον Γκουαϊδό ως «προσωρινό πρόεδρο» εκ μέρους του ΟΑΣ, χωρίς καν να έχει συγκληθεί συνεδρίαση πάνω στο θέμα.

Φαίνεται ότι η δεξιά αντιπολίτευση και οι Αμερικάνοι σπόνσορές της έχουν εγκαταλείψει οριστικά την προσπάθεια ανατροπής του Μαδούρο μέσω εκλογών. Η αναγνώριση του Γκουαϊδό από τον Τραμπ αποτελεί βήμα προς την πραξικοπηματική ή στρατιωτική πραγμάτωση του στόχου αυτού, που διακηρύσσεται από τις ΗΠΑ εδώ και καιρό. Η κυβέρνηση Μαδούρο από την άλλη, φάνηκε αρχικά να ισορροπεί μεταξύ της αποφυγής αφορμών απέναντι στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, όσον αφορά τον νέο του εκλεκτό και στην επίδειξη μιας αποφαστικής στάσης. Οι εξελίξεις δείχνουν αυτή η τακτική να φτάνει στα όριά της. Το να βρίσκονται κάθε τόσο πραξικοπηματίες και συνωμότες στο στρατό δε δείχνει μια εικόνα στιβαρού ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων. Απεναντίας δείχνει ότι όσο θα της αφήνεται χώρος, η αντιπολίτευση θα ανασυγκροτείται και θα επιτίθεται με όλα τα μέσα, μέχρι να πετύχει το στόχο της. Όλα αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη λήψης όλων των απαραίτητων μέτρων για την απόκρουση μιας εισβολής, που φαντάζει όλο και πιο πιθανή. Η εντολή για «πλήρη αναθεώρηση των διπλωματικών σχέσεων με την κυβέρνηση των ΗΠΑ» και τη «λήψη όλων των πολιτικών και διπλωματικών αποφάσεων προς υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, του συντάγματος και της δημοκρατίας», που ανακοίνωσε ο Μαδούρο, ίσως να συνιστά ένα πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση.