Νόμο με τον οποίο αποφασίζεται και διατάζεται η απαγόρευση οποιασδήποτε απεργιακής κινητοποίησης στον τομέα των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών ψήφισε πριν περίπου μία εβδομάδα το αμερικανικό Κογκρέσο, καθώς μια τέτοια απεργία θα μπορούσε να «καταστρέψει» την οικονομία της χώρας. Η ίδια απόφαση πέρασε μία ημέρα πριν και από τη Γερουσία.
Ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έκανε σαφές ότι θα επικυρώσει με την υπογραφή του το νομοσχέδιο, αμέσως μόλις φθάσει στο γραφείο του από το Κογκρέσο. Ήταν ο ίδιος άλλωστε που, ενόψει της απεργίας που θα κηρυσσόταν από τις 9 Δεκεμβρίου, απαίτησε από το Κογκρέσο να θεσπίσει έναν τέτοιο αντιδημοκρατικό και κατασταλτικό νόμο.

Ο Μπάιντεν, που κατά τα άλλα δηλώνει… υποστηρικτής των συνδικάτων, έβαλε πάνω απ’ όλα τα κέρδη της αμερικανικής πλουτοκρατίας και των επιχειρηματικών κολοσσών, ιδιαίτερα ενόψει της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων και ενός δύσκολου χειμώνα, καθώς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αστικών επιτελείων, η απεργία θα κόστιζε ως και δύο δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Επέλεξε έτσι την επιβολή κλαδικής συλλογικής σύμβασης, παραμερίζοντας τον διάλογο μεταξύ συνδικάτων και διοίκησης.

Η νέα σύμβαση μπορεί να ικανοποιεί την αύξηση των μισθών -ένα από τα βασικά αιτήματα των συνδικάτων των εργαζομένων- ωστόσο δεν προβλέπει άδειες για λόγους υγείας μετ’ αποδοχών στους εργαζομένους, αίτημα για το οποίο πίεζαν τα μεγαλύτερα σωματεία των σιδηροδρομικών. Ορισμένες δε εταιρείες του κλάδου δεν προβλέπουν ούτε μία ημέρα τέτοιας άδειας.
Παρά το ότι οι Δημοκρατικοί παρουσίασαν συμπληρωματικό νομοσχέδιο που προέβλεπε επτά ημέρες άδειας για λόγους υγείας μετ’ αποδοχών ετησίως, αυτό δεν εξασφάλισε τις απαραίτητες ψήφους στη Γερουσία. Έτσι οι εργαζόμενοι μένουν ουσιαστικά χωρίς πληρωμένες αναρρωτικές άδειες.

Σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία, το Κογκρέσο έχει την εξουσία να ρυθμίζει το διακρατικό εμπόριο, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την εξουσία για να παρέμβει σε διαμάχες των σιδηροδρομικών εργατών που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν το εμπόριο πέρα από τα σύνορα των πολιτειών. Ο νόμος που ψηφίστηκε πριν σχεδόν έναν αιώνα, το 1926, δίνει στον πρόεδρο την εξουσία να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις όπου μια σιδηροδρομική απεργία θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις βασικές μεταφορές.

Ένας τόσο σκληρός αντεργατικός νόμος, που όχι μόνο ρυθμίζει μισθούς και εργασιακές συνθήκες με κυβερνητική εντολή, αποκλείοντας τις ό­ποι­ες διαπραγματεύσεις, αλλά και που απαγορεύει εντελώς απροκάλυπτα την απεργία των εργαζομένων σε έναν από τους μεγαλύτερους κλάδους στις ΗΠΑ, αποτελεί νέα επίθεση στα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα, «αναβαθμίζοντας» έτσι την κρατική καταστολή σε βάρος του εργαζόμενου λαού που αγωνίζεται, την ώρα που ο πληθωρισμός σαρώνει το εισόδημά του.

Ο κατασταλτικός αυτός νόμος έρχεται μάλιστα σε μια περίοδο όπου στις ΗΠΑ το ζήτημα της συνδικαλιστικής δράσης και της ένταξης των εργαζομένων στα σωματεία και στα συνδικάτα έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Από τις απεργίες σε διάφορους κλά­δους, μέχρι και τη δημιουργία σωματείων σε «άβατα», όπως η Amazon και τα Starbucks. Η απαγόρευση της απεργίας των σιδηροδρομικών αποτελεί ουσιαστικά προπομπό για τους σχεδιασμούς της αμερικανικής ολιγαρχίας και των πολιτικών εκπροσώπων της την επόμενη περίοδο.