Σε προσωρινή εμπορική συμφωνία στο έδαφος ενός μόνιμου και εντεινόμενου οικονομικού πολέμου κατάληξαν στις 15 Γενάρη ΗΠΑ και Κίνα. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, επιβολές δασμών και απειλές για νέους υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον η συμφωνία για την «πρώτη φάση» της διμερούς εμπορικής συνεργασίας. Η συμφωνία για τη «φάση 1» χαιρετίστηκε από τον Αμερικανό Πρόεδρο, που δήλωσε ότι σύντομα θα πάει στην Κίνα, σαν «ιστορικό βήμα για μια δίκαιη και αμοιβαία επωφελή εμπορική συμφωνία», και από τον επικεφαλής της κινεζικής αντιπροσωπίας, αντιπρόεδρο, Λιου Χε, σα «μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία».

Ταυτόχρονα ο Τραμπ προειδοποίησε ότι «Διατηρούμε τους (τελωνειακούς) δασμούς, αλλά θα δεχόμουν να τους καταργήσω εάν καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε τη Φάση 2», εξηγώντας ότι: «Θα τους διατηρήσω, γιατί διαφορετικά δεν θα έχουμε κανένα χαρτί στα χέρια μας για να διαπραγματευτούμε».

Η υπογραφή της συμφωνίας εξυπηρετεί τις προσπάθειες του Τραμπ να στρέψει σε διαφορετική κατεύθυνση την προσοχή της αμερικανικής κοινής γνώμης λίγο πριν από την έναρξη της δίκης για την καθαίρεσή του στην Γερουσία των ΗΠΑ. Στην αρχή μάλιστα μιας χρονιάς που κρίνεται η επανεκλογή του, επιδιώκει (και για εκλογικά οφέλη) την ενίσχυση των εξαγωγών για τα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα και την κατοχύρωση των αμερικανικών εμπορικών σημάτων έναντι των επικίνδυνα αναδυόμενων κινεζικών.

Με την συμφωνία το Πεκίνο δεσμεύτηκε ότι την επόμενη διετία θα αγοράσει επιπλέον αμερικανικά προϊόντα αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων (συγκριτικά με τις κινέζικες εισαγωγές του 2017), με στόχο να μειωθεί το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα.

Αναλυτικά, η Κίνα θα δαπανήσει 77,7 δισ. δολάρια για πρόσθετες αγορές από τον κατασκευαστικό τομέα, 52,4 δισ. δολάρια στον τομέα της ενέργειας, 37,9 δισ. στις υπηρεσίες και 32 δισ. σε προϊόντα του αγροτικού τομέα. Στα προϊόντα που δεσμεύτηκαν να αγοράσουν οι Κινέζοι από τις ΗΠΑ περιλαμβάνονται βαριά μηχανήματα, φαρμακευτικά είδη, αυτοκίνητα, σίδηρος και χάλυβας αλλά επίσης και κρέας, δημητριακά και βαμβάκι.

Στη συμφωνία περιλαμβάνονται και ρυθμίσεις σχετικές με τη μεταφορά τεχνολογίας και την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, που ήταν επίσης μια από τις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Τα δικαιώματα χρήσης της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι μεταξύ των υπηρεσιών που θα αγοράζει στο εξής το Πεκίνο. Τέλος, προβλέπεται το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Την σινοαμερικανική συμφωνία υποδέχθηκε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Γκεοργκίεβα, σαν παράγοντα που περιορίζει την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, καθώς διασφαλίζει ότι το ΑΕΠ της Κίνας θα αναπτυχθεί με ρυθμό 6% το 2020.

Ωστόσο, προβληματισμένη εμφανίζεται η ΕΕ, καθώς ανησυχεί ότι οι συναλλαγές των 200 δισεκατομμυρίων θα γίνουν σε βάρος των ευρωπαϊκών εταιρειών οι οποίες προφανώς θα παραμεριστούν από τις αμερικανικές ανταγωνίστριές τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου εάν η προκαταρκτική συμφωνία για το εμπόριο ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσινγκτον οδηγήσει σε «στρεβλώσεις» σε βάρος ευρωπαϊκών εταιρειών. Σ’ αυτή την προειδοποίηση προχώρησε ο πρεσβευτής της στην Κίνα τονίζοντας ότι «οι ποσοτικοί στόχοι», που προβλέπονται από τη συμφωνία, «δεν είναι συμβατοί με τους κανόνες του ΠΟΕ αν οδηγούν σε εμπορικές στρεβλώσεις».

Στο μεταξύ σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η κινεζική στατιστική υπηρεσία, η χώρα σημείωσε το 2019 ρυθμό ανάπτυξης 6,1% έναντι 6,6% το 2018 και το ρεκόρ του 14,7% το 2007, ένα χρόνο πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Το περσινό 6,1%, ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης από το 1990, υποχρέωσε την κινεζική κυβέρνηση να παραδεχθεί ότι η οικονομία αντιμετωπίζει «πτωτικές πιέσεις, πηγές αστάθειας και αυξημένους κινδύνους από το εξωτερικό» στοχοποιώντας τους αμερικανικούς δασμούς.

Παρόλα αυτά, σημαντική ζημιά στην οικονομία προκάλεσαν η εξασθένηση της εγχώριας ζήτησης και η χαμηλότερη κατανάλωση από τα νοικοκυριά, που στριμωγμένα από τον εμπορικό πόλεμο και τις απώλειες θέσεων εργασίας αναγκάστηκαν να περιορίσουν τις αγορές τους.