Οι τοπικές και πολιτειακές εκλογές στις αρχές του Νοέμβριου αποδείχθηκαν ψυχρολουσία για το κόμμα των Δημοκρατικών και την κυβέρνηση του Μπάιντεν. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η εκλογή για κυβερνήτη της Βιρτζίνια, όπου ο εκλεκτός των Δημοκρατικών, Τέρι Μακ Όλιφ, ηττήθηκε από τον επιχειρηματία υποψήφιο για λογαριασμό των Ρεπουμπλικάνων Γκλεν Γιάνγκιν. Ο τελευταίος δεν είχε διεκδικήσει ξανά δημόσιο αξίωμα, ενώ ο Μακ Όλιφ αποτελεί παράγοντα των Δημοκρατικών. Μόλις πριν ένα χρόνο στις προεδρικές εκλογές, οι Δημοκρατικοί είχαν επικρατήσει στη Βιρτζίνια με διαφορά περίπου δέκα μονάδων, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι δεν έχουν επικρατήσει σε καμία εκλογική αναμέτρηση στην πολιτεία από το 2009. Με βάση όλα αυτά, αναμένετο ένα εύκολο απόγευμα για τον Δημοκρατικό υποψήφιο, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε.

Σημειωτέον ότι επιστρατεύθηκε ακόμη και ο πρώην πρόεδρος Ομπάμα, ο οποίος ουσιαστικά προσπάθησε να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους με βάση τη λογική του μικρότερου κακού, ενώ σε μεγάλο βαθμό ο μηχανισμός των Δημοκρατικών προσπάθησε να επαναφέρει τον μπαμπούλα του Ντόναλντ Τραμπ, παρουσιάζοντας τον Γιάνγκιν ως εκλεκτό του.
Άλλη ανησυχητική περίπτωση είναι αυτή του Νιου Τζέρσεϊ, που αν και θεωρείται κάστρο των Δημοκρατικών, η εκλογική μάχη κερδήθηκε τελικά οριακά, ενώ θεωρούνταν και εκεί ότι τα πράγματα θα είναι εύκολα.
Σε μια σειρά πολιτείες, φαίνεται μέσω των τοπικών εκλογών να επιβεβαιώνεται μια τάση επαναπατρισμού ψηφοφόρων προς τους Ρεπουμπλικάνους και απογοήτευσης και αποσυσπείρωσης των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών.

Άλλωστε η δημοτικότητα του ίδιου του Μπάιντεν έχει κατρακυλήσει στο 42% από το 57%, μόλις ένα χρόνο μετά την εκλογή του. Όλα αυτά αναπτερώνουν τις ελπίδες των Ρεπουμπλικάνων, ότι μπορούν να πάρουν τον έλεγχο και στα δύο σώματα του Κονγκρέσου, Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022.
Φαίνεται πως ο Μπάιντεν και η διοίκησή του έρχονται πρόωρα αντιμέτωποι με την οργή και την απογοήτευση που δημιουργούν οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις τους προς τη βάση τους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της αύξησης του κατώτατου μισθού από τα 7.25 στα 15 δολάρια την ώρα, μια υπόσχεση που αφού σε πρώτη φάση ανατράπηκε κάτω από γελοίες δικαιολογίες, παραμένει εδώ και καιρό εκτός συζήτησης. Άλλα ζωτικά αιτήματα τα οποία θάφτηκαν και από τον Μπάιντεν, είναι αυτά της καθολικής πρόσβασης σε δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας και του ελέγχου των τιμών των φαρμάκων.

Η διαχείριση της πανδημίας πρέπει να έχει παίξει επίσης αρνητικό ρόλο. Η διοίκηση Μπάιντεν διαρκώς σκληραίνει τη στάση της, απολύοντας υγειονομικό που δεν έχει εμβολιαστεί και εφαρμόζοντας σκληρά διχαστικά μέτρα πάνω στο λαό. Αυτά συσπειρώνουν τη βάση των Ρεπουμπλικάνων ενώ διασπούν τη βάση των Δημοκρατικών, όπου θεωρείται ότι υπάρχουν αντίρροπες τάσεις, αυτής της επιστροφής στην κανονικότητα και αυτής που κυριαρχεί ο φόβος και ζητά… όλο και πιο σκληρά μέτρα.

Όλα αυτά δεν κάνουν ευκολότερο το έργο της υπερψήφισης δύο καίριων νομοσχεδίων. Το πρώτο αφορά την ανανέωση των υλικών υποδομών σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτρισμού, οδικά και τηλεπικοινωνιών κλπ. Το ποσό που εγκρίθηκε ήδη από τη Γερουσία με αρκετές ψήφους Ρεπουμπλικάνων ανέρχεται στο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια και θεωρείται μικρό για τις ανάγκες των ΗΠΑ. Τον περασμένο Ιούνιο οι Δημοκρατικοί έκαναν λόγο αρχικά για πρόγραμμα ύψους έξι τρισ. δολαρίων, για να φτάσουν σταδιακά στο ένα τώρα.

Υψηλότερο ήταν το ποσό που αφορούσε τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση και το κοινωνικό κράτος, αρχικού ύψους 3.5 τρισ. δολαρίων. Ωστόσο η καθολική εναντίωση των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και κάποιες διαρροές από τους Δημοκρατικούς, υποχρέωσαν τον Μπάιντεν να το περικόψει κατά 1.75 τρισ., αφαιρώντας κυρίως από τους πόρους που προορίζονταν για τη δημόσια υγεία, παιδεία και πρόνοια, προσπαθώντας να καλοπιάσει τους Ρεπουμπλικάνους.