Κλιμακώνεται η πολιτική κρίση στα Τίρανα καθώς δεκάδες βουλευτές της αντιπολίτευσης παραιτούνται απαιτώντας την παραίτηση της κυβέρνησης του Ράμα και την προκήρυξη εκλογών. Οι εξελίξεις συντελούνται στο έδαφος της οικονομικής εξαθλίωσης του Αλβανικού λαού και των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για τον έλεγχο των Δυτικών Βαλκανίων μέσω της «ευρωαντλαντικής ολοκλήρωσης», που συνδέεται και με τα σχέδια της «Μεγάλης Αλβανίας» και τις εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο.
«Οι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά επίσης των συμμάχων τους, αποφάσισαν να παραιτηθούν από τις έδρες τους: Αυτή η κυβέρνηση έχει νοθεύσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2017 και εμπλέκεται σε ποινικές υποθέσεις και υποθέσεις διαφθοράς», δήλωσε ο Λουλζίμ Μπάσα, ηγέτης του κόμματος (που ίδρυσε ο πρώην πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα).
Κατηγορώντας τον Ράμα για «συνέργεια με το οργανωμένο έγκλημα» και ότι «βύθισε τη χώρα στη διαφθορά και τη φτώχεια», η αντιπολίτευση, η οποία αποτελείται από πέντε κόμματα, ζητεί τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών, που θα αναλάβει να οργανώσει πρόωρες εκλογές.
Την παραίτηση των βουλευτών του Δημοκρατικού Κόμματος και άλλων μικρότερων κομμάτων, ακολούθησε και η πρόεδρος του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, Σοσιαλιστικό Κίνημα για την Ολοκλήρωση (LSI) και σύζυγος του Αλβανού Προέδρου Ιλίρ Μέτα, Μόνικα Κρεμάδι, που ανακοίνωσε την απόφαση για παραίτηση και των 19 βουλευτών του κόμματός της.
Σε μια πρώτη αντίδραση, ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα, ο οποίος άρχισε το 2017 τη δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του και στηρίζεται ανοιχτά από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αστειεύτηκε για «τις απεγνωσμένες απόπειρες» της αντιπολίτευσης, ενώ ξεκαθάρισε πως δεν του περνά ούτε καν η σκέψη για παραίτηση, λέγοντας πως δεν είναι υποχρεωμένος να ενδώσει στις απαιτήσεις της «κοινοβουλευτικής μειοψηφίας» (το κόμμα του διατηρεί 74 έδρες σε σύνολο 140). «Η μόνη υποχρέωση που έχω είναι το συμβόλαιο με τον αλβανικό λαό που μου έδωσε την εντολή να κυβερνήσω», είπε χαρακτηριστικά.