“Nein” είπε η Μέρκελ στο κάλεσμα του Τραμπ για δια ζώσης σύνοδο κορυφής των G7, τον Ιούνιο στις ΗΠΑ. Η Γερμανίδα καγκελάριος απέρριψε την πρόσκληση να ταξιδέψει στην Ουάσινγκτον, προβάλλοντας ως δικαιολογία την κατάσταση λόγω της πανδημίας.
Η απόφαση της Μέρκελ τορπίλισε, εν τη γενέσει της, την πρωτοβουλία του Λευκού Οίκου για “επαναφορά στην κανονικότητα”. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, φέρεται να είχε αποδεχθεί την πρόσκληση, ενώ ο Εμανουέλ Μακρόν, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ, φέρεται να συμφώνησε σε μια διά ζώσης σύνοδο στο άμεσο μέλλον, χωρίς να δημοσιοποιηθούν περαιτέρω λεπτομέρειες.

Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος δήλωσε πως η G7 είναι “πολύ ξεπερασμένη” ως σχήμα και “δεν αντανακλά σωστά τι γίνεται στον κόσμο”. Εξέφρασε δε την πρόθεσή του να προσκαλέσει τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων και άλλων χωρών αν και όποτε γίνει η συνάντηση, όπως της Νότιας Κορέας, της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Ρωσίας!
Η Ρωσία είχε εξαιρεθεί από τις συνόδους, της μέχρι τότε G8, πριν από πέντε χρόνια, μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας από την Ουκρανία.

Η Αλίσα Φαρά, μια εκπρόσωπος της αμερικανικής προεδρίας, ανέφερε ότι στη σύνοδο της G7 θα προσκληθούν κυρίως παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, με τους οποίους ο Τραμπ σχεδιάζει να συζητήσει για την αντιμετώπιση της Κίνας μελλοντικά.
Από τη μεριά της Ρωσίας ,ο εκπρόσωπος τύπου του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ τόνισε πως το Κρεμλίνο χρειάζεται περισσότερη επίσημη πληροφόρηση για να απαντήσει στην πρόταση του Τραμπ.
Ο Πεσκόφ, υπενθύμισε ότι υπάρχουν “αρκετά βολικοί και αποτελεσματικοί για όλους τους συμμετέχοντες μηχανισμοί διεθνούς διαλόγου που ήδη λειτουργούν”. Ανέφερε μάλιστα ως παράδειγμα την σύνοδο της G20 “η οποία επιτρέπει στις χώρες, που οι οικονομίες τους κατέχουν ηγετική θέση στον κόσμο, να συζητούν τα πλέον επίκαιρα ζητήματα”.